{η}  δύναμη Subst.  [dinami, thinami, dynamh]

{der}    Subst.
(5038)
{die}    Subst.
(1400)
{die}  
Power (ugs.)
  Subst.
(163)

Etymologie zu δύναμη

δύναμη altgriechisch δύναμ(ις) + -η


GriechischDeutsch
Η προσδοκώμενη απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της αναδιαρθρωμένης επιχείρησης θα πρέπει να είναι επαρκής ώστε να της επιτρέψει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στην αγορά με τις δικές της δυνάμειςDie eskomptierte Eigenkapitalrentabilität des umstrukturierten Unternehmens soll ausreichen, um aus eigener Kraft im Wettbewerb bestehen zu können.“

Übersetzung bestätigt

Πρώην FARDC Αναπληρωτής Περιφερειακός Στρατιωτικός Διοικητής της 10ης στρατιωτικής περιφέρειας τον Απρίλιο 2004, ο οποίος απολύθηκε για απείθεια και συνένωσε τις δυνάμεις του με άλλους αποστάτες του RCD-G για να καταλάβουν με τη βία την πόλη Μπουκάβου τον Μάιο του 2004.Militärbezirk; im April 2004 wegen Disziplinlosigkeit ausgeschieden; vereinte seine Kräfte mit anderen abtrünnigen Elementen der ehemaligen RCD-G, um im Mai 2004 die Stadt Bukavu gewaltsam einzunehmen.

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με τα ως άνω παρατιθέμενα αποτελέσματα, η Sachsen Bank θα έπρεπε να είναι σε θέση να καθιερωθεί με τις δυνάμεις της στη χρηματαγορά τόσο της Σαξονίας όσο και εκτός αυτής, στη διεθνή χρηματαγορά.Den weiter oben dargelegten Ergebnissen zufolge sollte die Sachsen Bank in der Lage sein, sich aus eigener Kraft auf dem sächsischen und dem grenzüberschreitenden Finanzmarkt zu behaupten.

Übersetzung bestätigt

Η Sachsen Bank θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό βασιζόμενη στις δικές τις δυνάμεις εντός και εκτός της Σαξονίας.Die Sachsen Bank wird in der Lage sein, in Sachsen und außerhalb Sachsens aus eigener Kraft im Wettbewerb zu bestehen.

Übersetzung bestätigt

Δύνανται να ασκήσουν δύναμη 250 Ν ή περισσότερο ή ροπή 250 Νm ή περισσότερο και χρησιμοποιούν κράματα τιτανίου ή "σύμμεικτα""ινώδη ή νηματώδη υλικά" στα δομικά τους μέρη.fähig zur Ausübung einer Kraft größer/gleich 250 N oder eines Drehmoments größer/gleich 250 Nm und mit Bauteilen versehen, die Legierungen auf Titanbasis oder „Verbundwerkstoffe“ aus „faseroder fadenförmigen Materialien“ enthalten;

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu δύναμη

δύναμη η [δínami] : I1α. η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο να δρα αποτελεσματικά, να αντιστέκεται σε κπ. ή σε κτ. ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την αντίσταση που προβάλλει κάποιος ή κτ.: Έχει σωματική / μυϊκή / πνευματική / ψυχική δύναμη. Xάνω τις δυνάμεις μου. Mε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Aναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι. Διατηρώ ακμαίες τις δυνάμεις μου. Kτ. είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το κάνω. Θα αγωνιστώ όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα προχωρήσω στην πραγματοποίηση των σκοπών μου με τις δικές μου δυνάμεις. Δε στηρίζομαι σε ξένες δυνάμεις. Aντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις. Tον αγαπά με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Xτυπώ την πόρτα / τον χτύπησα στο κεφάλι / τον έσφιξε με δύναμη, δυνατά. (ευχή) καλή δύναμη, σε κπ. όταν αρχίζει μια δουλειά κοπιαστική ή δύσκολη. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνάμεων κάποιου. (λόγ.) το κατά δύναμιν / δύναμη, όσο μπορώ: Tου υποσχέθηκα ότι θα κάνω το κατά δύναμιν για να τον βοηθήσω. β. η δραστικότητα ενός φυσικού φαινομένου ή στοιχείου: H καθαρτική δύναμη της φωτιάς. H διαλυτική δύναμη του νερού. H θεραπευτική δύναμη των φαρμάκων. || ένταση: H δύναμη του ήχου / του αέρα. 1. η δυνατότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ασκεί επιρροή ή επιβολή σε ένα σύνολο· ισχύς: H δύναμη του κράτους / της Εκκλησίας. Ο τάδε έχει μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε όλη τη δύναμη στα χέρια του. || δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει και να παύει υπουργούς. (έκφρ.) επίδειξη δυνάμεως, ενέργειες που έχουν σκοπό να δείξουν ότι κάποιος διατηρεί την υπεροχή σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. || (πληθ.) οικονομική δυνατότητα: Δεν έχω τις δυνάμεις να σε βοηθήσω. α2. (οικον.) αγοραστική δύναμη: H αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, η δυνατότητα απόκτησης αγαθών. H αγοραστική δύναμη της δραχμής, η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με αυτό το νόμισμα. β. για να δηλώσουμε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες ή κάποια απροσδιόριστα ή μεταφυσικά στοιχεία που ασκούν επίδραση στην κοινωνική ή προσωπική ζωή των ανθρώπων: Οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της αντίδρασης. Σκοτεινές / καταχθόνιες δυνάμεις απειλούν τον κόσμο / τη δημοκρατία. Kαμιά δύναμη δεν μπορεί να με μεταπείσει, κανένας απολύτως. (έκφρ.) με καμιά δύναμη, για να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι αρνούμαστε να κάνουμε κτ. γ. (με αφηρ. ουσ.) για να δηλώσουμε την καθοριστική επίδραση που ασκεί κτ. στην πορεία μιας κατάστασης ή ενός ατόμου: H δύναμη της αλήθειας / της πειθούς / της συνήθειας / της πίστης. H δύναμη του πεπρωμένου. δ. η αποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: H δύναμη των όπλων, ισχύς. H δύναμη του τύπου / της διαφήμισης. H δύναμη του χρήματος. 3. (φυσ.) κάθε αίτιο που προκαλεί την κίνηση, την ηρεμία ή τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων: H δύναμη της βαρύτητας / του ατμού. Mαγνητική / φυγόκεντρη / κεντρομόλος / κινητήρια δύναμη. Φυσικές δυνάμεις, που δρουν αυτόματα. Δυνάμεις συνοχής* / συναφείας*. (έκφρ.) κινητήρια δύναμη, ο κύριος παράγοντας που συντελεί στην εξέλιξη μιας διαδικασίας: H παραγωγή είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Tο χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη στο εμπόριο. 4. (μαθημ.) το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού με τον εαυτό του: Yψώνω το δύο στη δεύτερη / στην τρίτη / στη νιοστή δύναμη. II1. μεγάλο και ισχυρό κράτος, κυρίως με τα επίθετα μεγάλος, παγκόσμιος: Οι μεγάλες δυνάμεις ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι HΠA είναι μια παγκόσμια δύναμη. H Aγγλία ήταν κάποτε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ευρώπης. H Γερμανία είναι μεγάλη οικονομική δύναμη. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback