εμπιστεύομαι Verb  [ebistevome, empisteyomai]

  Verb
(160)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι spätgriechisch ἐμπιστεύομαι ἐν + πιστεύω


GriechischDeutsch
(ΕΝ) Κύριε Πρόεδρε, θεωρώ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλη, απαρτίζεται από πάρα πολλές κουλτούρες και πολύ απλά δεν εμπιστεύομαι καθόλου το σύστημα αυτό και τα πράγματα θα χειροτερεύσουν.Herr Präsident, meiner Ansicht nach ist die Europäische Union viel zu groß geworden, verfügt über viel zu viele Kulturen, sodass ich diesem System überhaupt nicht trauen kann, und es wird noch schlimmer werden.

Übersetzung bestätigt

Όταν μου λέτε να μην εμπιστεύομαι τον κ. Sarkozy, δεν μπορώ παρά να πω ότι είμαι πεπεισμένος πως θα υποβάλει το εν λόγω θέμα προς συζήτηση κατά τη σύνοδο της G-20.Wenn Sie sagen, ich solle Herrn Sarkozy nicht trauen ich vertraue ihm, dass er den Punkt beim G-20-Gipfel auf die Tagesordnung bringt.

Übersetzung bestätigt

Δεν εμπιστεύομαι άλλον να το κάνει, αυτό είναι όλο.Allen anderen kann ich einfach nicht trauen. Deswegen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu εμπιστεύομαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εμπιστεύομαιεμπιστευόμαστε
εμπιστεύεσαιεμπιστεύεστε, εμπιστευόσαστε
εμπιστεύεταιεμπιστεύονται
Imper
fekt
εμπιστευόμουν(α)εμπιστευόμαστε
εμπιστευόσουν(α)εμπιστευόσαστε
εμπιστευόταν(ε)εμπιστεύονταν
Aoristεμπιστεύτηκα, εμπιστεύθηκαεμπιστευτήκαμε, εμπιστευθήκαμε
εμπιστεύτηκες, εμπιστεύθηκεςεμπιστευτήκατε, εμπιστευθήκατε
εμπιστεύτηκε, εμπιστεύθηκεεμπιστεύτηκαν, εμπιστευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθείέχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθείέχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθείέχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Plu
per
fekt
είχα εμπιστευτεί/εμπιστευθείείχαμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
είχες εμπιστευτεί/εμπιστευθείείχατε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
είχε εμπιστευτεί/εμπιστευθείείχαν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εμπιστεύομαιθα εμπιστευόμαστε
θα εμπιστεύεσαιθα εμπιστεύεστε, θα εμπιστευόσαστε
θα εμπιστεύεταιθα εμπιστεύονται
Fut
ur
θα εμπιστευτώ, θα εμπιστευθώθα εμπιστευτούμε, θα εμπιστευθούμε
θα εμπιστευτείς, θα εμπιστευθείςθα εμπιστευτείτε, θα εμπιστευθείτε
θα εμπιστευτεί, θα εμπιστευθείθα εμπιστευτούν(ε), θα εμπιστευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθείθα έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
θα έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθείθα έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
θα έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθείθα έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εμπιστεύομαινα εμπιστευόμαστε
να εμπιστεύεσαινα εμπιστεύεστε, να εμπιστευόσαστε
να εμπιστεύεταινα εμπιστεύονται
Aoristνα εμπιστευτώ, να εμπιστευθώνα εμπιστευτούμε, να εμπιστευθούμε
να εμπιστευτείς, να εμπιστευθείςνα εμπιστευτείτε, να εμπιστευθείτε
να εμπιστευτεί, να εμπιστευθείνα εμπιστευτούν(ε), να εμπιστευθούν(ε)
Perfνα έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθείνα έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
να έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθείνα έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
να έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθείνα έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Imper
ativ
Presεμπιστεύεστε
Aoristεμπιστεύσου, εμπιστέψουεμπιστευτείτε, εμπιστευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεμπιστευτεί, εμπιστευθεί







Griechische Definition zu εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι [embistévome] .1β : 1.έχω εμπιστοσύνη σε κπ. για ικανότητα ή ιδιότητά του: Tον εμπιστεύεσαι ότι θα κάνει σωστή δουλειά; Tόσο μικρό παιδί και εμπιστεύεσαι να το αφήσεις μόνο του; [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback