ελαττώνω Verb  [elattono, elattwnw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ελαττώνω

ελαττώνω αρχαίο ἐλαττόω-ἐλαττῶ ἐλάττων


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu ελαττώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελαττώνωελαττώνουμε, ελαττώνομεελαττώνομαιελαττωνόμαστε
ελαττώνειςελαττώνετεελαττώνεσαιελαττώνεστε, ελαττωνόσαστε
ελαττώνειελαττώνουν(ε)ελαττώνεταιελαττώνονται
Imper
fekt
ελάττωναελαττώναμεελαττωνόμουν(α)ελαττωνόμαστε, ελαττωνόμασταν
ελάττωνεςελαττώνατεελαττωνόσουν(α)ελαττωνόσαστε, ελαττωνόσασταν
ελάττωνεελάττωναν, ελαττώναν(ε)ελαττωνόταν(ε)ελαττώνονταν, ελαττωνόντανε, ελαττωνόντουσαν
Aoristελάττωσαελαττώσαμεελαττώθηκαελαττωθήκαμε
ελάττωσεςελαττώσατεελαττώθηκεςελαττωθήκατε
ελάττωσεελάττωσαν, ελαττώσαν(ε)ελαττώθηκεελαττώθηκαν, ελαττωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελαττώσει
έχω ελαττωμένο
έχουμε ελαττώσει
έχουμε ελαττωμένο
έχω ελαττωθεί
είμαι ελαττωμένος, -η
έχουμε ελαττωθεί
είμαστε ελαττωμένοι, -ες
έχεις ελαττώσει
έχεις ελαττωμένο
έχετε ελαττώσει
έχετε ελαττωμένο
έχεις ελαττωθεί
είσαι ελαττωμένος, -η
έχετε ελαττωθεί
είστε ελαττωμένοι, -ες
έχει ελαττώσει
έχει ελαττωμένο
έχουν ελαττώσει
έχουν ελαττωμένο
έχει ελαττωθεί
είναι ελαττωμένος, -η, -ο
έχουν ελαττωθεί
είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελαττώσει
είχα ελαττωμένο
είχαμε ελαττώσει
είχαμε ελαττωμένο
είχα ελαττωθεί
ήμουν ελαττωμένος, -η
είχαμε ελαττωθεί
ήμαστε ελαττωμένοι, -ες
είχες ελαττώσει
είχες ελαττωμένο
είχατε ελαττώσει
είχατε ελαττωμένο
είχες ελαττωθεί
ήσουν ελαττωμένος, -η
είχατε ελαττωθεί
ήσαστε ελαττωμένοι, -ες
είχε ελαττώσει
είχε ελαττωμένο
είχαν ελαττώσει
είχαν ελαττωμένο
είχε ελαττωθεί
ήταν ελαττωμένος, -η, -ο
είχαν ελαττωθεί
ήταν ελαττωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελαττώνωθα ελαττώνουμε, θα ελαττώνομεθα ελαττώνομαιθα ελαττωνόμαστε
θα ελαττώνειςθα ελαττώνετεθα ελαττώνεσαιθα ελαττώνεστε, θα ελαττωνόσαστε
θα ελαττώνειθα ελαττώνουν(ε)θα ελαττώνεταιθα ελαττώνονται
Fut
ur
θα ελαττώσωθα ελαττώσουμε, θα ελαττώσομεθα ελαττωθώθα ελαττωθούμε
θα ελαττώσειςθα ελαττώσετεθα ελαττωθείςθα ελαττωθείτε
θα ελαττώσειθα ελαττώσουνθα ελαττωθείθα ελαττωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελαττώσει
θα έχω ελαττωμένο
θα έχουμε ελαττώσει
θα έχουμε ελαττωμένο
θα έχω ελαττωθεί
θα είμαι ελαττωμένος, -η
θα έχουμε ελαττωθεί
θα είμαστε ελαττωμένοι, -ες
θα έχεις ελαττώσει
θα έχεις ελαττωμένο
θα έχετε ελαττώσει
θα έχετε ελαττωμένο
θα έχεις ελαττωθεί
θα είσαι ελαττωμένος, -η
θα έχετε ελαττωθεί
θα είστε ελαττωμένοι, -ες
θα έχει ελαττώσει
θα έχει ελαττωμένο
θα έχουν ελαττώσει
θα έχουν ελαττωμένο
θα έχει ελαττωθεί
θα είναι ελαττωμένος, -η, -ο
θα έχουν ελαττωθεί
θα είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελαττώνωνα ελαττώνουμε, να ελαττώνομενα ελαττώνομαινα ελαττωνόμαστε
να ελαττώνειςνα ελαττώνετενα ελαττώνεσαινα ελαττώνεστε, να ελαττωνόσαστε
να ελαττώνεινα ελαττώνουν(ε)να ελαττώνεταινα ελαττώνονται
Aoristνα ελαττώσωνα ελαττώσουμε, να ελαττώσομενα ελαττωθώνα ελαττωθούμε
να ελαττώσειςνα ελαττώσετενα ελαττωθείςνα ελαττωθείτε
να ελαττώσεινα ελαττώσουν(ε)να ελαττωθείνα ελαττωθούν(ε)
Perfνα έχω ελαττώσει
να έχω ελαττωμένο
να έχουμε ελαττώσει
να έχουμε ελαττωμένο
να έχω ελαττωθεί
να είμαι ελαττωμένος, -η
να έχουμε ελαττωθεί
να είμαστε ελαττωμένοι, -ες
να έχεις ελαττώσει
να έχεις ελαττωμένο
να έχετε ελαττώσει
να έχετε ελαττωμένο
να έχεις ελαττωθεί
να είσαι ελαττωμένος, -η
να έχετε ελαττωθεί
να είστε ελαττωμένοι, -ες
να έχει ελαττώσει
να έχει ελαττωμένο
να έχουν ελαττώσει
να έχουν ελαττωμένο
να έχει ελαττωθεί
να είναι ελαττωμένος, -η, -ο
να έχουν ελαττωθεί
να είναι ελαττωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presελάττωνεελαττώνετεελαττώνεστε
Aoristελάττωσεελαττώστε, ελαττώσετεελαττώσουελαττωθείτε
Part
izip
Presελαττώνοντας
Perfέχοντας ελαττώσει, έχοντας ελαττωμένοελαττωμένος, -η, -οελαττωμένοι, -ες, -α
InfinAoristελαττώσειελαττωθεί















Griechische Definition zu ελαττώνω

ελαττώνω [elatóno] -ομαι : κάνω κτ. να γίνει λιγότερο ή μικρότερο· μειώνω: ελαττώνω ποσό / ποσότητα / μέγεθος. ελαττώνω τα έξοδά μου / το κάπνισμα, περιορίζω.

[λόγ. < αρχ. ἐλασσῶ, αττ. διάλ. ἐλαττ(ῶ) -ώνω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback