εισπράττω Verb  [ispratto, eisprattw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εισπράττω

εισπράττω altgriechisch εἰσπράττω εις + πράττω


GriechischDeutsch
Μπορώ vα εισπράττω και κρυμμέvος.Ich kann auch im Schatten kassieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Και όχι μόνο επειδή τα φοράω για να εισπράττω τη σύνταξή του.Und zwar nicht nur, um sie anzuziehen und seine Behindertenrente zu kassieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu εισπράττω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εισπράττωεισπράττουμε, εισπράττομεεισπράττομαιεισπραττόμαστε
εισπράττειςεισπράττετεεισπράττεσαιεισπράττεστε, εισπραττόσαστε
εισπράττειεισπράττουν(ε)εισπράττεταιεισπράττονται
Imper
fekt
εισέπρατταεισπράτταμεεισπραττόμουν(α)εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν
εισέπραττεςεισπράττατεεισπραττόσουν(α)εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν
εισέπραττεεισέπρατταν, εισπράτταν(ε)εισπραττόταν(ε)εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν
Aoristεισέπραξαεισπράξαμεεισπράχθηκαεισπραχθήκαμε
εισέπραξεςεισπράξατεεισπράχθηκεςεισπραχθήκατε
εισέπραξεεισέπραξαν, εισπράξαν(ε)εισπράχθηκεεισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εισπράξει
έχω εισπραγμένο
έχουμε εισπράξει
έχουμε εισπραγμένο
έχω εισπραχθεί
είμαι εισπραγμένος, -η
έχουμε εισπραχθεί
είμαστε εισπραγμένοι, -ες
έχεις εισπράξει
έχεις εισπραγμένο
έχετε εισπράξει
έχετε εισπραγμένο
έχεις εισπραχθεί
είσαι εισπραγμένος, -η
έχετε εισπραχθεί
είστε εισπραγμένοι, -ες
έχει εισπράξει
έχει εισπραγμένο
έχουν εισπράξει
έχουν εισπραγμένο
έχει εισπραχθεί
είναι εισπραγμένος, -η, -ο
έχουν εισπραχθεί
είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εισπράξει
είχα εισπραγμένο
είχαμε εισπράξει
είχαμε εισπραγμένο
είχα εισπραχθεί
ήμουν εισπραγμένος, -η
είχαμε εισπραχθεί
ήμαστε εισπραγμένοι, -ες
είχες εισπράξει
είχες εισπραγμένο
είχατε εισπράξει
είχατε εισπραγμένο
είχες εισπραχθεί
ήσουν εισπραγμένος, -η
είχατε εισπραχθεί
ήσαστε εισπραγμένοι, -ες
είχε εισπράξει
είχε εισπραγμένο
είχαν εισπράξει
είχαν εισπραγμένο
είχε εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένος, -η, -ο
είχαν εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εισπράττωθα εισπράττουμε, θα εισπράττομεθα εισπράττομαιθα εισπραττόμαστε
θα εισπράττειςθα εισπράττετεθα εισπράττεσαιθα εισπράττεστε, θα εισπραττόσαστε
θα εισπράττειθα εισπράττουν(ε)θα εισπράττεταιθα εισπράττονται
Fut
ur
θα εισπράξωθα εισπράξουμε, θα εισπράξομεθα εισπραχθώθα εισπραχθούμε
θα εισπράξειςθα εισπράξετεθα εισπραχθείςθα εισπραχθείτε
θα εισπράξειθα εισπράξουν(ε)θα εισπραχθείθα εισπραχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εισπράξει
θα έχω εισπραγμένο
θα έχουμε εισπράξει
θα έχουμε εισπραγμένο
θα έχω εισπραχθεί
θα είμαι εισπραγμένος, -η
θα έχουμε εισπραχθεί
θα είμαστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχεις εισπράξει
θα έχεις εισπραγμένο
θα έχετε εισπράξει
θα έχετε εισπραγμένο
θα έχεις εισπραχθεί
θα είσαι εισπραγμένος, -η
θα έχετε εισπραχθεί
θα είστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχει εισπράξει
θα έχει εισπραγμένο
θα έχουν εισπράξει
θα έχουν εισπραγμένο
θα έχει εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένος, -η, -ο
θα έχουν εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εισπράττωνα εισπράττουμε, να εισπράττομενα εισπράττομαινα εισπραττόμαστε
να εισπράττειςνα εισπράττετενα εισπράττεσαινα εισπράττεστε, να εισπραττόσαστε
να εισπράττεινα εισπράττουν(ε)να εισπράττεταινα εισπράττονται
Aoristνα εισπράξωνα εισπράξουμε, να εισπράξομενα εισπραχθώνα εισπραχθούμε
να εισπράξειςνα εισπράξετενα εισπραχθείςνα εισπραχθείτε
να εισπράξεινα εισπράξουν(ε)να εισπραχθείνα εισπραχθούν(ε)
Perfνα έχω εισπράξει
να έχω εισπραγμένο
να έχουμε εισπράξει
να έχουμε εισπραγμένο
να έχω εισπραχθεί
να είμαι εισπραγμένος, -η
να έχουμε εισπραχθεί
να είμαστε εισπραγμένοι, -ες
να έχεις εισπράξει
να έχεις εισπραγμένο
να έχετε εισπράξει
να έχετε εισπραγμένο
να έχεις εισπραχθεί
να είσαι εισπραγμένος, -η
να έχετε εισπραχθεί
να είστε εισπραγμένοι, -ες
να έχει εισπράξει
να έχει εισπραγμένο
να έχουν εισπράξει
να έχουν εισπραγμένο
να έχει εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένος, -η, -ο
να έχουν εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presείσπραττεεισπράττετεεισπράττεστε
Aoristείσπραξεεισπράξτε, εισπράξετεεισπράξουεισπραχθείτε
Part
izip
Presεισπράττοντας
Perfέχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένοεισπραγμένος, -η, -οεισπραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristεισπράξειεισπραχθεί













Griechische Definition zu εισπράττω

εισπράττω [ispráto] -ομαι Ρ αόρ. εισέπραξα, απαρέμφ. εισπράξει, παθ. αόρ. εισπράχθηκα, απαρέμφ. εισπραχθεί : 1. παίρνω από κπ., για λογαριασμό μου ή για λογαριασμό τρίτων, χρηματικό ποσό που το οφείλει. ANT πληρώνω, καταβάλλω: εισπράττω τόκους / ενοίκιο / φόρους. εισπράττω προκαταβολή / δόσεις. Εισέπραξα δέκα χιλιάδες έναντι λογαριασμού / για την εξόφληση λογαριασμού. || Tο ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback