εισπράττω Verb (0) |
καταλαμβάνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Du könntest wirklich mal was zum Rasieren einnehmen! | Έχει δίκιο. Übersetzung nicht bestätigt |
Kameraden werden fallen und neben euch sterben. Andere werden ihre Plätze einnehmen. | Δεν έχετε να πάτε πουθενά. Übersetzung nicht bestätigt |
Ihr müsst ihre Plätze einnehmen. | -Θα πάρετε την θέση τους. -Μάλιστα, κύριε. Übersetzung nicht bestätigt |
Wie lange soll er noch meinen Platz einnehmen? | Πόσο ακόμα λες να τον αφήσω να κάνει κουμάντο; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich gebe zu, auch ich machte viele Fehler. Bonnie soll ihren Platz unter anständigen Leuten einnehmen. | Τα λεφτά δεν θ' αγοράσουν ότι θέλω για την Μπόνυ. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
einkassieren |
kassieren |
(Gewinn) einstecken |
einnehmen |
(Geld) scheffeln |
einstreichen |
Kasse machen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nehme ein | ||
du | nimmst ein | |||
er, sie, es | nimmt ein | |||
Präteritum | ich | nahm ein | ||
Konjunktiv II | ich | nähme ein | ||
Imperativ | Singular | nimm ein! | ||
Plural | nehmt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingenommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einnehmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εισπράττω | εισπράττουμε, εισπράττομε | εισπράττομαι | εισπραττόμαστε |
εισπράττεις | εισπράττετε | εισπράττεσαι | εισπράττεστε, εισπραττόσαστε | ||
εισπράττει | εισπράττουν(ε) | εισπράττεται | εισπράττονται | ||
Imper fekt | εισέπραττα | εισπράτταμε | εισπραττόμουν(α) | εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν | |
εισέπραττες | εισπράττατε | εισπραττόσουν(α) | εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν | ||
εισέπραττε | εισέπρατταν, εισπράτταν(ε) | εισπραττόταν(ε) | εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν | ||
Aorist | εισέπραξα | εισπράξαμε | εισπράχθηκα | εισπραχθήκαμε | |
εισέπραξες | εισπράξατε | εισπράχθηκες | εισπραχθήκατε | ||
εισέπραξε | εισέπραξαν, εισπράξαν(ε) | εισπράχθηκε | εισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εισπράττω | θα εισπράττουμε, | θα εισπράττομαι | θα εισπραττόμαστε | |
θα εισπράττεις | θα εισπράττετε | θα εισπράττεσαι | θα εισπράττεστε, | ||
θα εισπράττει | θα εισπράττουν(ε) | θα εισπράττεται | θα εισπράττονται | ||
Fut ur | θα εισπράξω | θα εισπράξουμε, | θα εισπραχθώ | θα εισπραχθούμε | |
θα εισπράξεις | θα εισπράξετε | θα εισπραχθείς | θα εισπραχθείτε | ||
θα εισπράξει | θα εισπράξουν(ε) | θα εισπραχθεί | θα εισπραχθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εισπράττω | να εισπράττουμε, | να εισπράττομαι | να εισπραττόμαστε |
να εισπράττεις | να εισπράττετε | να εισπράττεσαι | να εισπράττεστε, | ||
να εισπράττει | να εισπράττουν(ε) | να εισπράττεται | να εισπράττονται | ||
Aorist | να εισπράξω | να εισπράξουμε, | να εισπραχθώ | να εισπραχθούμε | |
να εισπράξεις | να εισπράξετε | να εισπραχθείς | να εισπραχθείτε | ||
να εισπράξει | να εισπράξουν(ε) | να εισπραχθεί | να εισπραχθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | είσπραττε | εισπράττετε | εισπράττεστε | |
Aorist | είσπραξε | εισπράξτε, εισπράξετε | εισπράξου | εισπραχθείτε | |
Part izip | Pres | εισπράττοντας | |||
Perf | έχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένο | εισπραγμένος, -η, -ο | εισπραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εισπράξει | εισπραχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.