εισπράττω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wie ich Ramsey kenne, lässt er sich von niemandem vereinnahmen. | Τον ξέρω καλά τον Ράμσεϋ, δεν πρόκειται να δεχθεί συγχώνευση. Übersetzung nicht bestätigt |
Andere vereinnahmen, beraten... | Συμβουλεύεις τους άλλους. Übersetzung nicht bestätigt |
Bring es näher ich will es vereinnahmen. | Φέρτε το κοντά για να μπω. Übersetzung nicht bestätigt |
Meinst du, es sei einfach, alle Sportarten auf einmal zu vereinnahmen? | Πιστεύετε πως είναι εύκολο προοδευτικά να κατακτούμε κάθε επαγγελματικό άθλημα; Übersetzung nicht bestätigt |
Er hat eine Tochter verloren, jetzt will er dich vereinnahmen... | Κάποτε έχασε την κόρη του και τώρα διεκδικεί εσένα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
vereinnahmen |
beschäftigen |
umtreiben |
nicht zur Ruhe kommen lassen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vereinnahme | ||
du | vereinnahmst | |||
er, sie, es | vereinnahmt | |||
Präteritum | ich | vereinnahmte | ||
Konjunktiv II | ich | vereinnahmte | ||
Imperativ | Singular | vereinnahm! vereinnahme! | ||
Plural | vereinnahmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vereinnahmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vereinnahmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εισπράττω | εισπράττουμε, εισπράττομε | εισπράττομαι | εισπραττόμαστε |
εισπράττεις | εισπράττετε | εισπράττεσαι | εισπράττεστε, εισπραττόσαστε | ||
εισπράττει | εισπράττουν(ε) | εισπράττεται | εισπράττονται | ||
Imper fekt | εισέπραττα | εισπράτταμε | εισπραττόμουν(α) | εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν | |
εισέπραττες | εισπράττατε | εισπραττόσουν(α) | εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν | ||
εισέπραττε | εισέπρατταν, εισπράτταν(ε) | εισπραττόταν(ε) | εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν | ||
Aorist | εισέπραξα | εισπράξαμε | εισπράχθηκα | εισπραχθήκαμε | |
εισέπραξες | εισπράξατε | εισπράχθηκες | εισπραχθήκατε | ||
εισέπραξε | εισέπραξαν, εισπράξαν(ε) | εισπράχθηκε | εισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα εισπράττω | θα εισπράττουμε, | θα εισπράττομαι | θα εισπραττόμαστε | |
θα εισπράττεις | θα εισπράττετε | θα εισπράττεσαι | θα εισπράττεστε, | ||
θα εισπράττει | θα εισπράττουν(ε) | θα εισπράττεται | θα εισπράττονται | ||
Fut ur | θα εισπράξω | θα εισπράξουμε, | θα εισπραχθώ | θα εισπραχθούμε | |
θα εισπράξεις | θα εισπράξετε | θα εισπραχθείς | θα εισπραχθείτε | ||
θα εισπράξει | θα εισπράξουν(ε) | θα εισπραχθεί | θα εισπραχθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εισπράττω | να εισπράττουμε, | να εισπράττομαι | να εισπραττόμαστε |
να εισπράττεις | να εισπράττετε | να εισπράττεσαι | να εισπράττεστε, | ||
να εισπράττει | να εισπράττουν(ε) | να εισπράττεται | να εισπράττονται | ||
Aorist | να εισπράξω | να εισπράξουμε, | να εισπραχθώ | να εισπραχθούμε | |
να εισπράξεις | να εισπράξετε | να εισπραχθείς | να εισπραχθείτε | ||
να εισπράξει | να εισπράξουν(ε) | να εισπραχθεί | να εισπραχθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | είσπραττε | εισπράττετε | εισπράττεστε | |
Aorist | είσπραξε | εισπράξτε, εισπράξετε | εισπράξου | εισπραχθείτε | |
Part izip | Pres | εισπράττοντας | |||
Perf | έχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένο | εισπραγμένος, -η, -ο | εισπραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εισπράξει | εισπραχθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.