einlösen
 Verb

εισπράττω Verb
(0)
εξοφλώ Verb
(0)
εξαργυρώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Können Sie einen Scheck über 15,22 Dollar einlösen?Μπορείτε να εξαργυρώσετε επιταγή 15,22 δολαρίων;

Übersetzung nicht bestätigt

Der Handel ist abgeschlossen, und Sie werden ihn einlösen.'Εγινε η συμφωνία και θα την τηρήσεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie eine Wette einlösen müssen, dann nicht hier!Αν βάζατε στοίχημα, θα έπρεπε να το πληρώσει κάποιος άλλος.

Übersetzung nicht bestätigt

Jetzt musst du dein Versprechen einlösen und zu ihm halten, weil du die einzige Hoffnung für ihn bist.Σειρά σου να τηρήσεις τη συμφωνία από την πλευρά σου και να τον στηρίξεις. γιατί είσαι η μοναδική ελπίδα που έχει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich könnte die Trefferliste zur Bank bringen und sofort einlösen.Πιστεύω ότι τώρα είναι ήδη στην τράπεζα και παίρνει τα λεφτά.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εισπράττωεισπράττουμε, εισπράττομεεισπράττομαιεισπραττόμαστε
εισπράττειςεισπράττετεεισπράττεσαιεισπράττεστε, εισπραττόσαστε
εισπράττειεισπράττουν(ε)εισπράττεταιεισπράττονται
Imper
fekt
εισέπρατταεισπράτταμεεισπραττόμουν(α)εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν
εισέπραττεςεισπράττατεεισπραττόσουν(α)εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν
εισέπραττεεισέπρατταν, εισπράτταν(ε)εισπραττόταν(ε)εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν
Aoristεισέπραξαεισπράξαμεεισπράχθηκαεισπραχθήκαμε
εισέπραξεςεισπράξατεεισπράχθηκεςεισπραχθήκατε
εισέπραξεεισέπραξαν, εισπράξαν(ε)εισπράχθηκεεισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εισπράξει
έχω εισπραγμένο
έχουμε εισπράξει
έχουμε εισπραγμένο
έχω εισπραχθεί
είμαι εισπραγμένος, -η
έχουμε εισπραχθεί
είμαστε εισπραγμένοι, -ες
έχεις εισπράξει
έχεις εισπραγμένο
έχετε εισπράξει
έχετε εισπραγμένο
έχεις εισπραχθεί
είσαι εισπραγμένος, -η
έχετε εισπραχθεί
είστε εισπραγμένοι, -ες
έχει εισπράξει
έχει εισπραγμένο
έχουν εισπράξει
έχουν εισπραγμένο
έχει εισπραχθεί
είναι εισπραγμένος, -η, -ο
έχουν εισπραχθεί
είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εισπράξει
είχα εισπραγμένο
είχαμε εισπράξει
είχαμε εισπραγμένο
είχα εισπραχθεί
ήμουν εισπραγμένος, -η
είχαμε εισπραχθεί
ήμαστε εισπραγμένοι, -ες
είχες εισπράξει
είχες εισπραγμένο
είχατε εισπράξει
είχατε εισπραγμένο
είχες εισπραχθεί
ήσουν εισπραγμένος, -η
είχατε εισπραχθεί
ήσαστε εισπραγμένοι, -ες
είχε εισπράξει
είχε εισπραγμένο
είχαν εισπράξει
είχαν εισπραγμένο
είχε εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένος, -η, -ο
είχαν εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εισπράττωθα εισπράττουμε, θα εισπράττομεθα εισπράττομαιθα εισπραττόμαστε
θα εισπράττειςθα εισπράττετεθα εισπράττεσαιθα εισπράττεστε, θα εισπραττόσαστε
θα εισπράττειθα εισπράττουν(ε)θα εισπράττεταιθα εισπράττονται
Fut
ur
θα εισπράξωθα εισπράξουμε, θα εισπράξομεθα εισπραχθώθα εισπραχθούμε
θα εισπράξειςθα εισπράξετεθα εισπραχθείςθα εισπραχθείτε
θα εισπράξειθα εισπράξουν(ε)θα εισπραχθείθα εισπραχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εισπράξει
θα έχω εισπραγμένο
θα έχουμε εισπράξει
θα έχουμε εισπραγμένο
θα έχω εισπραχθεί
θα είμαι εισπραγμένος, -η
θα έχουμε εισπραχθεί
θα είμαστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχεις εισπράξει
θα έχεις εισπραγμένο
θα έχετε εισπράξει
θα έχετε εισπραγμένο
θα έχεις εισπραχθεί
θα είσαι εισπραγμένος, -η
θα έχετε εισπραχθεί
θα είστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχει εισπράξει
θα έχει εισπραγμένο
θα έχουν εισπράξει
θα έχουν εισπραγμένο
θα έχει εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένος, -η, -ο
θα έχουν εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εισπράττωνα εισπράττουμε, να εισπράττομενα εισπράττομαινα εισπραττόμαστε
να εισπράττειςνα εισπράττετενα εισπράττεσαινα εισπράττεστε, να εισπραττόσαστε
να εισπράττεινα εισπράττουν(ε)να εισπράττεταινα εισπράττονται
Aoristνα εισπράξωνα εισπράξουμε, να εισπράξομενα εισπραχθώνα εισπραχθούμε
να εισπράξειςνα εισπράξετενα εισπραχθείςνα εισπραχθείτε
να εισπράξεινα εισπράξουν(ε)να εισπραχθείνα εισπραχθούν(ε)
Perfνα έχω εισπράξει
να έχω εισπραγμένο
να έχουμε εισπράξει
να έχουμε εισπραγμένο
να έχω εισπραχθεί
να είμαι εισπραγμένος, -η
να έχουμε εισπραχθεί
να είμαστε εισπραγμένοι, -ες
να έχεις εισπράξει
να έχεις εισπραγμένο
να έχετε εισπράξει
να έχετε εισπραγμένο
να έχεις εισπραχθεί
να είσαι εισπραγμένος, -η
να έχετε εισπραχθεί
να είστε εισπραγμένοι, -ες
να έχει εισπράξει
να έχει εισπραγμένο
να έχουν εισπράξει
να έχουν εισπραγμένο
να έχει εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένος, -η, -ο
να έχουν εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presείσπραττεεισπράττετεεισπράττεστε
Aoristείσπραξεεισπράξτε, εισπράξετεεισπράξουεισπραχθείτε
Part
izip
Presεισπράττοντας
Perfέχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένοεισπραγμένος, -η, -οεισπραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristεισπράξειεισπραχθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξαργυρώνωεξαργυρώνουμε, εξαργυρώνομεεξαργυρώνομαιεξαργυρωνόμαστε
εξαργυρώνειςεξαργυρώνετεεξαργυρώνεσαιεξαργυρώνεστε, εξαργυρωνόσαστε
εξαργυρώνειεξαργυρώνουν(ε)εξαργυρώνεταιεξαργυρώνονται
Imper
fekt
εξαργύρωναεξαργυρώναμεεξαργυρωνόμουν(α)εξαργυρωνόμαστε, εξαργυρωνόμασταν
εξαργύρωνεςεξαργυρώνατεεξαργυρωνόσουν(α)εξαργυρωνόσαστε, εξαργυρωνόσασταν
εξαργύρωνεεξαργύρωναν, εξαργυρώναν(ε)εξαργυρωνόταν(ε)εξαργυρώνονταν, εξαργυρωνόντανε, εξαργυρωνόντουσαν
Aoristεξαργύρωσαεξαργυρώσαμεεξαργυρώθηκαεξαργυρωθήκαμε
εξαργύρωσεςεξαργυρώσατεεξαργυρώθηκεςεξαργυρωθήκατε
εξαργύρωσεεξαργύρωσαν, εξαργυρώσαν(ε)εξαργυρώθηκεεξαργυρώθηκαν, εξαργυρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξαργυρώσει
έχω εξαργυρωμένο
έχουμε εξαργυρώσει
έχουμε εξαργυρωμένο
έχω εξαργυρωθεί
είμαι εξαργυρωμένος, -η
έχουμε εξαργυρωθεί
είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχεις εξαργυρώσει
έχεις εξαργυρωμένο
έχετε εξαργυρώσει
έχετε εξαργυρωμένο
έχεις εξαργυρωθεί
είσαι εξαργυρωμένος, -η
έχετε εξαργυρωθεί
είστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχει εξαργυρώσει
έχει εξαργυρωμένο
έχουν εξαργυρώσει
έχουν εξαργυρωμένο
έχει εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
έχουν εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξαργυρώσει
είχα εξαργυρωμένο
είχαμε εξαργυρώσει
είχαμε εξαργυρωμένο
είχα εξαργυρωθεί
ήμουν εξαργυρωμένος, -η
είχαμε εξαργυρωθεί
ήμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχες εξαργυρώσει
είχες εξαργυρωμένο
είχατε εξαργυρώσει
είχατε εξαργυρωμένο
είχες εξαργυρωθεί
ήσουν εξαργυρωμένος, -η
είχατε εξαργυρωθεί
ήσαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχε εξαργυρώσει
είχε εξαργυρωμένο
είχαν εξαργυρώσει
είχαν εξαργυρωμένο
είχε εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένος, -η, -ο
είχαν εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξαργυρώνωθα εξαργυρώνουμε, θα εξαργυρώνομεθα εξαργυρώνομαιθα εξαργυρωνόμαστε
θα εξαργυρώνειςθα εξαργυρώνετεθα εξαργυρώνεσαιθα εξαργυρώνεστε, θα εξαργυρωνόσαστε
θα εξαργυρώνειθα εξαργυρώνουν(ε)θα εξαργυρώνεταιθα εξαργυρώνονται
Fut
ur
θα εξαργυρώσωθα εξαργυρώσουμε, θα εξαργυρώσομεθα εξαργυρωθώθα εξαργυρωθούμε
θα εξαργυρώσειςθα εξαργυρώσετεθα εξαργυρωθείςθα εξαργυρωθείτε
θα εξαργυρώσειθα εξαργυρώσουνθα εξαργυρωθείθα εξαργυρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαργυρώσει
θα έχω εξαργυρωμένο
θα έχουμε εξαργυρώσει
θα έχουμε εξαργυρωμένο
θα έχω εξαργυρωθεί
θα είμαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχουμε εξαργυρωθεί
θα είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχεις εξαργυρώσει
θα έχεις εξαργυρωμένο
θα έχετε εξαργυρώσει
θα έχετε εξαργυρωμένο
θα έχεις εξαργυρωθεί
θα είσαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχετε εξαργυρωθεί
θα είστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχει εξαργυρώσει
θα έχει εξαργυρωμένο
θα έχουν εξαργυρώσει
θα έχουν εξαργυρωμένο
θα έχει εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
θα έχουν εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξαργυρώνωνα εξαργυρώνουμε, να εξαργυρώνομενα εξαργυρώνομαινα εξαργυρωνόμαστε
να εξαργυρώνειςνα εξαργυρώνετενα εξαργυρώνεσαινα εξαργυρώνεστε, να εξαργυρωνόσαστε
να εξαργυρώνεινα εξαργυρώνουν(ε)να εξαργυρώνεταινα εξαργυρώνονται
Aoristνα εξαργυρώσωνα εξαργυρώσουμε, να εξαργυρώσομενα εξαργυρωθώνα εξαργυρωθούμε
να εξαργυρώσειςνα εξαργυρώσετενα εξαργυρωθείςνα εξαργυρωθείτε
να εξαργυρώσεινα εξαργυρώσουν(ε)να εξαργυρωθείνα εξαργυρωθούν(ε)
Perfνα έχω εξαργυρώσει
να έχω εξαργυρωμένο
να έχουμε εξαργυρώσει
να έχουμε εξαργυρωμένο
να έχω εξαργυρωθεί
να είμαι εξαργυρωμένος, -η
να έχουμε εξαργυρωθεί
να είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχεις εξαργυρώσει
να έχεις εξαργυρωμένο
να έχετε εξαργυρώσει
να έχετε εξαργυρωμένο
να έχεις εξαργυρωθεί
να είσαι εξαργυρωμένος, -η
να έχετε εξαργυρωθεί
να είστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχει εξαργυρώσει
να έχει εξαργυρωμένο
να έχουν εξαργυρώσει
να έχουν εξαργυρωμένο
να έχει εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
να έχουν εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξαργύρωνεεξαργυρώνετεεξαργυρώνεστε
Aoristεξαργύρωσεεξαργυρώστε, εξαργυρώσετεεξαργυρώσουεξαργυρωθείτε
Part
izip
Presεξαργυρώνοντας
Perfέχοντας εξαργυρώσει, έχοντας εξαργυρωμένοεξαργυρωμένος, -η, -οεξαργυρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξαργυρώσειεξαργυρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback