εξαργυρώνω Verb  [eksargirono, eksarjirono, eksargyrwnw]

  Verb
(0)

Etymologie zu εξαργυρώνω

εξαργυρώνω altgriechisch ἐξαργυρόω / ἐξαργυρῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu εξαργυρώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξαργυρώνωεξαργυρώνουμε, εξαργυρώνομεεξαργυρώνομαιεξαργυρωνόμαστε
εξαργυρώνειςεξαργυρώνετεεξαργυρώνεσαιεξαργυρώνεστε, εξαργυρωνόσαστε
εξαργυρώνειεξαργυρώνουν(ε)εξαργυρώνεταιεξαργυρώνονται
Imper
fekt
εξαργύρωναεξαργυρώναμεεξαργυρωνόμουν(α)εξαργυρωνόμαστε, εξαργυρωνόμασταν
εξαργύρωνεςεξαργυρώνατεεξαργυρωνόσουν(α)εξαργυρωνόσαστε, εξαργυρωνόσασταν
εξαργύρωνεεξαργύρωναν, εξαργυρώναν(ε)εξαργυρωνόταν(ε)εξαργυρώνονταν, εξαργυρωνόντανε, εξαργυρωνόντουσαν
Aoristεξαργύρωσαεξαργυρώσαμεεξαργυρώθηκαεξαργυρωθήκαμε
εξαργύρωσεςεξαργυρώσατεεξαργυρώθηκεςεξαργυρωθήκατε
εξαργύρωσεεξαργύρωσαν, εξαργυρώσαν(ε)εξαργυρώθηκεεξαργυρώθηκαν, εξαργυρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εξαργυρώσει
έχω εξαργυρωμένο
έχουμε εξαργυρώσει
έχουμε εξαργυρωμένο
έχω εξαργυρωθεί
είμαι εξαργυρωμένος, -η
έχουμε εξαργυρωθεί
είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχεις εξαργυρώσει
έχεις εξαργυρωμένο
έχετε εξαργυρώσει
έχετε εξαργυρωμένο
έχεις εξαργυρωθεί
είσαι εξαργυρωμένος, -η
έχετε εξαργυρωθεί
είστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχει εξαργυρώσει
έχει εξαργυρωμένο
έχουν εξαργυρώσει
έχουν εξαργυρωμένο
έχει εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
έχουν εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξαργυρώσει
είχα εξαργυρωμένο
είχαμε εξαργυρώσει
είχαμε εξαργυρωμένο
είχα εξαργυρωθεί
ήμουν εξαργυρωμένος, -η
είχαμε εξαργυρωθεί
ήμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχες εξαργυρώσει
είχες εξαργυρωμένο
είχατε εξαργυρώσει
είχατε εξαργυρωμένο
είχες εξαργυρωθεί
ήσουν εξαργυρωμένος, -η
είχατε εξαργυρωθεί
ήσαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχε εξαργυρώσει
είχε εξαργυρωμένο
είχαν εξαργυρώσει
είχαν εξαργυρωμένο
είχε εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένος, -η, -ο
είχαν εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξαργυρώνωθα εξαργυρώνουμε, θα εξαργυρώνομεθα εξαργυρώνομαιθα εξαργυρωνόμαστε
θα εξαργυρώνειςθα εξαργυρώνετεθα εξαργυρώνεσαιθα εξαργυρώνεστε, θα εξαργυρωνόσαστε
θα εξαργυρώνειθα εξαργυρώνουν(ε)θα εξαργυρώνεταιθα εξαργυρώνονται
Fut
ur
θα εξαργυρώσωθα εξαργυρώσουμε, θα εξαργυρώσομεθα εξαργυρωθώθα εξαργυρωθούμε
θα εξαργυρώσειςθα εξαργυρώσετεθα εξαργυρωθείςθα εξαργυρωθείτε
θα εξαργυρώσειθα εξαργυρώσουνθα εξαργυρωθείθα εξαργυρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξαργυρώσει
θα έχω εξαργυρωμένο
θα έχουμε εξαργυρώσει
θα έχουμε εξαργυρωμένο
θα έχω εξαργυρωθεί
θα είμαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχουμε εξαργυρωθεί
θα είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχεις εξαργυρώσει
θα έχεις εξαργυρωμένο
θα έχετε εξαργυρώσει
θα έχετε εξαργυρωμένο
θα έχεις εξαργυρωθεί
θα είσαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχετε εξαργυρωθεί
θα είστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχει εξαργυρώσει
θα έχει εξαργυρωμένο
θα έχουν εξαργυρώσει
θα έχουν εξαργυρωμένο
θα έχει εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
θα έχουν εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξαργυρώνωνα εξαργυρώνουμε, να εξαργυρώνομενα εξαργυρώνομαινα εξαργυρωνόμαστε
να εξαργυρώνειςνα εξαργυρώνετενα εξαργυρώνεσαινα εξαργυρώνεστε, να εξαργυρωνόσαστε
να εξαργυρώνεινα εξαργυρώνουν(ε)να εξαργυρώνεταινα εξαργυρώνονται
Aoristνα εξαργυρώσωνα εξαργυρώσουμε, να εξαργυρώσομενα εξαργυρωθώνα εξαργυρωθούμε
να εξαργυρώσειςνα εξαργυρώσετενα εξαργυρωθείςνα εξαργυρωθείτε
να εξαργυρώσεινα εξαργυρώσουν(ε)να εξαργυρωθείνα εξαργυρωθούν(ε)
Perfνα έχω εξαργυρώσει
να έχω εξαργυρωμένο
να έχουμε εξαργυρώσει
να έχουμε εξαργυρωμένο
να έχω εξαργυρωθεί
να είμαι εξαργυρωμένος, -η
να έχουμε εξαργυρωθεί
να είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχεις εξαργυρώσει
να έχεις εξαργυρωμένο
να έχετε εξαργυρώσει
να έχετε εξαργυρωμένο
να έχεις εξαργυρωθεί
να είσαι εξαργυρωμένος, -η
να έχετε εξαργυρωθεί
να είστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχει εξαργυρώσει
να έχει εξαργυρωμένο
να έχουν εξαργυρώσει
να έχουν εξαργυρωμένο
να έχει εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
να έχουν εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξαργύρωνεεξαργυρώνετεεξαργυρώνεστε
Aoristεξαργύρωσεεξαργυρώστε, εξαργυρώσετεεξαργυρώσουεξαργυρωθείτε
Part
izip
Presεξαργυρώνοντας
Perfέχοντας εξαργυρώσει, έχοντας εξαργυρωμένοεξαργυρωμένος, -η, -οεξαργυρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξαργυρώσειεξαργυρωθεί





Griechische Definition zu εξαργυρώνω

εξαργυρώνω [eksarjiróno] -ομαι : 1.μετατρέπω έναν τίτλο, κυρίως τραπεζικό, σε χρήμα, τον ανταλλάσσω με το αντίστοιχο χρηματικό ποσό: εξαργυρώνω ένα γραμμάτιο / μία συναλλαγματική / ένα τσεκ. εξαργυρώνω ένα λαχείο που έχει κερδίσει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback