eintreiben
 

εισπράττω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Für euch, meine Freunde, bedeutet das, ihr müsst nicht nur 2 sondern 3 Goldmark Steuern pro Pfund eintreiben!Αυτο σημαινει οτι εσεις, οι φιλοι μου πρεπει να μαζεψετε σε φορους οχι 2 χρυσα μαρκα στη λιρα, αλλα 3!

Übersetzung nicht bestätigt

Warum nicht die gesamten 500.000 eintreiben?Προτείνω να μαζέψετε το πλήρες ποσό των 500.000 κορωνών.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie wollten mir die Bildung mit dem Stock eintreiben. Ging daneben.Nόμιζαv ότι θα με μάθαιvαv γράμματα με τo ξύλo, αλλά τις ξεγέλασα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie soll ich Steuern eintreiben, wenn halb New Orleans mit ihm handelt?Ζαν Λαφίτ. Πώς μπορώ να έχω έσοδα, όταν η μισή Νέα Ορλεάνη, ασχολείται με αυτόν τον πειρατή;

Übersetzung nicht bestätigt

Angenommen der Pharao würde Assyrien den Krieg erklären, und angenommen er würde ihn gewinnen: Er hätte dann eine große Heeresmacht, die ihm treu ergeben wäre. Es könnte 100. 000 Talente eintreiben, die Assyrien ihm schuldig ist.Αν ο Φαραώ κηρύξει πόλεμο τώρα, πριν ισχυροποιηθεί η Ασσυρία... και νικήσει, θα κερδίσει την αφοσίωση ενός παντοδύναμου στρατού... 100.000 τάλαντα από απλήρωτους φόρους υποτέλειας... και 100.000 από τις περιοχές που θα κατακτήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εισπράττωεισπράττουμε, εισπράττομεεισπράττομαιεισπραττόμαστε
εισπράττειςεισπράττετεεισπράττεσαιεισπράττεστε, εισπραττόσαστε
εισπράττειεισπράττουν(ε)εισπράττεταιεισπράττονται
Imper
fekt
εισέπρατταεισπράτταμεεισπραττόμουν(α)εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν
εισέπραττεςεισπράττατεεισπραττόσουν(α)εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν
εισέπραττεεισέπρατταν, εισπράτταν(ε)εισπραττόταν(ε)εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν
Aoristεισέπραξαεισπράξαμεεισπράχθηκαεισπραχθήκαμε
εισέπραξεςεισπράξατεεισπράχθηκεςεισπραχθήκατε
εισέπραξεεισέπραξαν, εισπράξαν(ε)εισπράχθηκεεισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εισπράξει
έχω εισπραγμένο
έχουμε εισπράξει
έχουμε εισπραγμένο
έχω εισπραχθεί
είμαι εισπραγμένος, -η
έχουμε εισπραχθεί
είμαστε εισπραγμένοι, -ες
έχεις εισπράξει
έχεις εισπραγμένο
έχετε εισπράξει
έχετε εισπραγμένο
έχεις εισπραχθεί
είσαι εισπραγμένος, -η
έχετε εισπραχθεί
είστε εισπραγμένοι, -ες
έχει εισπράξει
έχει εισπραγμένο
έχουν εισπράξει
έχουν εισπραγμένο
έχει εισπραχθεί
είναι εισπραγμένος, -η, -ο
έχουν εισπραχθεί
είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εισπράξει
είχα εισπραγμένο
είχαμε εισπράξει
είχαμε εισπραγμένο
είχα εισπραχθεί
ήμουν εισπραγμένος, -η
είχαμε εισπραχθεί
ήμαστε εισπραγμένοι, -ες
είχες εισπράξει
είχες εισπραγμένο
είχατε εισπράξει
είχατε εισπραγμένο
είχες εισπραχθεί
ήσουν εισπραγμένος, -η
είχατε εισπραχθεί
ήσαστε εισπραγμένοι, -ες
είχε εισπράξει
είχε εισπραγμένο
είχαν εισπράξει
είχαν εισπραγμένο
είχε εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένος, -η, -ο
είχαν εισπραχθεί
ήταν εισπραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εισπράττωθα εισπράττουμε, θα εισπράττομεθα εισπράττομαιθα εισπραττόμαστε
θα εισπράττειςθα εισπράττετεθα εισπράττεσαιθα εισπράττεστε, θα εισπραττόσαστε
θα εισπράττειθα εισπράττουν(ε)θα εισπράττεταιθα εισπράττονται
Fut
ur
θα εισπράξωθα εισπράξουμε, θα εισπράξομεθα εισπραχθώθα εισπραχθούμε
θα εισπράξειςθα εισπράξετεθα εισπραχθείςθα εισπραχθείτε
θα εισπράξειθα εισπράξουν(ε)θα εισπραχθείθα εισπραχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εισπράξει
θα έχω εισπραγμένο
θα έχουμε εισπράξει
θα έχουμε εισπραγμένο
θα έχω εισπραχθεί
θα είμαι εισπραγμένος, -η
θα έχουμε εισπραχθεί
θα είμαστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχεις εισπράξει
θα έχεις εισπραγμένο
θα έχετε εισπράξει
θα έχετε εισπραγμένο
θα έχεις εισπραχθεί
θα είσαι εισπραγμένος, -η
θα έχετε εισπραχθεί
θα είστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχει εισπράξει
θα έχει εισπραγμένο
θα έχουν εισπράξει
θα έχουν εισπραγμένο
θα έχει εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένος, -η, -ο
θα έχουν εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εισπράττωνα εισπράττουμε, να εισπράττομενα εισπράττομαινα εισπραττόμαστε
να εισπράττειςνα εισπράττετενα εισπράττεσαινα εισπράττεστε, να εισπραττόσαστε
να εισπράττεινα εισπράττουν(ε)να εισπράττεταινα εισπράττονται
Aoristνα εισπράξωνα εισπράξουμε, να εισπράξομενα εισπραχθώνα εισπραχθούμε
να εισπράξειςνα εισπράξετενα εισπραχθείςνα εισπραχθείτε
να εισπράξεινα εισπράξουν(ε)να εισπραχθείνα εισπραχθούν(ε)
Perfνα έχω εισπράξει
να έχω εισπραγμένο
να έχουμε εισπράξει
να έχουμε εισπραγμένο
να έχω εισπραχθεί
να είμαι εισπραγμένος, -η
να έχουμε εισπραχθεί
να είμαστε εισπραγμένοι, -ες
να έχεις εισπράξει
να έχεις εισπραγμένο
να έχετε εισπράξει
να έχετε εισπραγμένο
να έχεις εισπραχθεί
να είσαι εισπραγμένος, -η
να έχετε εισπραχθεί
να είστε εισπραγμένοι, -ες
να έχει εισπράξει
να έχει εισπραγμένο
να έχουν εισπράξει
να έχουν εισπραγμένο
να έχει εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένος, -η, -ο
να έχουν εισπραχθεί
να είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presείσπραττεεισπράττετεεισπράττεστε
Aoristείσπραξεεισπράξτε, εισπράξετεεισπράξουεισπραχθείτε
Part
izip
Presεισπράττοντας
Perfέχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένοεισπραγμένος, -η, -οεισπραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristεισπράξειεισπραχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback