βγάνω Verb  [vgano, vrano, bganw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu βγάνω

βγάνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu βγάνω

βγάνω· αβγάνω· εβγάνω· μτχ. παρκ. βγαλμένος· εβγαλιμένος· εβγαλμένος· εβγαμένος· εβγαρμένος.

1)
α) Βγάζω έξω κάπ. ή κ. (από κάπου):
γλήγορα από τη φ’λακή ’κτάσσεται να σε βγάλει (Ερωτόκρ. Δ´ 1544
Εβγάλετε τον σίτον (Απολλών. 126
εβγάνει το κεφάλιν της (Λόγ. παρηγ. L 560
(μεταφ.):
(Αποκ. Θεοτ. II 91
(προκ. για αποξένωση από περιουσία):
ήλεγες να εβγάλεις την νύφην σου από τα σπίτια της (Γράμμα κρ. διαλ. 39
φρ.
(1) βγάνω τον πόδα μου (από κάπου) = φεύγω:
(Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 28
(2) βγάνω την ψυχή κάπ. (από το κορμί) = σκοτώνω κάπ.:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 16721), (Κορων., Μπούας 122
β) βγάζω έξω (ενίοτε από το στόμα):
ωσάν το εβγάλεις (ενν. το μέλι από το στόμα), παρευθύς έρχεται η πικράδα (Ευγέν. 996· Διγ. Esc. 1743
γ) (προκ. για πέτρα ή άγιο που βγάζει μύρο) αναβρύζω:
(Πεντ. Δευτ. VIII 15), (Εγκ. αγ. Δημ. 110183
φρ.
(1) βγάνω δάκρυα, κλάματα = χύνω δάκρυα, κλαίω:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [174]), (Ιμπ. 518
(2) βγάνω αίμα, βλ. αίμα 1 φρ.·
δ) φρ. βγάνω τις όρεξές μου = ικανοποιώ τις επιθυμίες μου:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1593]
ε) αποβάλλω περιττώματα:
(Ασσίζ. 1843
στ) (προκ. για αέρια των εντέρων) αφήνω:
(Στάθ. Β´ 56).
2)
α) (Προκ. για ποταμό ή θάλασσα) βγάζω έξω στην όχθη ή στην ακτή:
(Φορτουν. Ιντ. α´ 165), (Γαδ. διήγ. 461
β) αποβιβάζω (επιβάτες ή πλήρωμα πλοίου):
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 5283).
3)
α) Φανερώνω, δείχνω:
άσπρη να βγάλου στα Χανιά, να δείξουνε μπαντέρα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 42024
β) φρ. βγάνω μάρτυρα = παρουσιάζω, επικαλούμαι κάπ. ως μάρτυρα:
(Χρον. Μορ. H 6101), (Βακτ. αρχιερ. 169).
4) (Προκ. για ρούχα, οπλισμό, κλπ.) αποβάλλω, βγάζω από πάνω μου:
(Ερωτόκρ. Β´ 995), (Σταυριν. 951), (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ´ 57), (Πεντ. Έξ. III 5).
5)
α) Αφαιρώ:
αρπούσι τη γλώσσα του και βγάνου τη (Ερωφ. Ε´ 148
καρφί … από τρύπα βγάνεις (Ερωτόκρ. Α´ 1249
β) αποσπώ κ. από κάπου:
έβγαλεν τον τρόχο των καρρουχών του (Πεντ. Έξ. ΧΙV 25
βγάλασι τση χώρας τες καμπάνες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2099).
6) Ξεριζώνω:
εβγάλασι αμπέλια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38726).
7) (Με αντικ. τις λ. μαλλιά, γένια, κλπ.) ξεριζώνω, μαδώ:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 55312), (Χούμνου, Κοσμογ. 2070).
8) (Προκ. για μαχαίρι, σπαθί, δοξάρι, κλπ.) ανασύρω:
(Σαχλ., Αφήγ. 226), (Ερωφ. Α´ 277), (Λίβ. (Lamb.) N 130).
9) (Προκ. για εικόνα) παρουσιάζω και περιφέρω σε λιτανεία:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 27026).
10) Εκτοξεύω, τινάζω, εκπέμπω:
ήβγαλε σπίθες εκατό το σιδερό κασίδι (Ερωτόκρ. Β´ 2140· Διήγ. πανωφ. 60).
11)
α) (Ενίοτε με το επίρρ. έξω) κάνω κάπ. να βγει έξω:
τους βγάνουν απ’ τα σπίτια τους (Διακρούσ. 10921· Τζάνε, Κρ. πόλ. 53022
β) φρ. βγάνω κάπ. από τον νουν του = κάνω κάπ. να χάσει τα λογικά του, τρελαίνω κάπ.:
η θλίψις εβγάνει πολλάκις τον άνθρωπον από τον νουν (Διγ. Άνδρ. 33212
γ) (μεταφ.) απομακρύνω κάπ. από κ.:
η αγάπη … εβγάνει ανθρώπους από την πίστην τους (Διγ. Άνδρ. 3257
δ) κάνω έξωση:
(Ασσίζ. 746).
12) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδω:
του γέρο η αγκαλιά χνότο και βρόμο εβγάνει (Φορτουν. Β´ 378).
13) (Προκ. για σπόρο) μεταφέρω στο χωράφι για σπορά:
σπόρο πολύ να βγάλεις εις το χωράφι και ολίγο να μαζώξεις (Πεντ. Δευτ. ΧΧVIII 38).
14)
α) (Προκ. για ήχο, αναστεναγμό, κλπ.) βγάζω:
άκουες κτύπους, βροντισμούς που βγάναν οι λουμπάρδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2186· Ερωτόκρ. Δ´ 1904
β) φρ. βγάνω φωνήφωνές) = φωνάζω:
(Μαρκάδ. 344
γ) φρ. βγάνω λόγους, βγάνω (ε)μιλιά ή λαλιά = μιλώ:
(Λίβ. N 1930), (Πανώρ. Α´ 420), (Ερωτόκρ. Β´ 1862).
15)
α) Δημιουργώ, σχηματίζω (από κ. άλλο):
εποίκεν δ´ σανιδία, απού τα ποία έβγαλεν ις´ γωνίες (Μαχ. 66
β) (με υποκ. τη λ. γη) κάνω να γεννηθεί ή να φυτρώσει κ.:
(Πεντ. Γέν. I 24, 12
γ) (με υποκ. όν. πόλης) φέρνω στη ζωή, αναδεικνύω σημαντικά πρόσωπα:
(Τζάνε, Φιλον. 5868).
16)
α) (Με αντικ. τις λ. μαλλιά, δόντια) αποκτώ:
(Σταφ., Ιατροσ. 15422), (Ιατροσ. κώδ. υοζ´
β) παρουσιάζω (σύμπτωμα αρρώστιας):
Τσίτους και λάρια αγιάτρευτα να βγάλεις εις τα μάτια! (Φορτουν. Γ´ 183· Ιατροσ. κώδ. υξη´).
17)
α) (Προκ. για νερό) κάνω να βγει:
αν πας στην πέτρα την ξερήν, χρεία ’ναι νερόν να βγάλεις (Κορων., Μπούας 151
β) (προκ. για πύο, αίμα) κάνω να χυθεί, κάνω αφαίμαξη:
(Ασσίζ. 1783, 18221
γ) (μεταφ.) αντλώντας από κάπου αποκτώ:
την χάριν … της παρθένου Μαρίας δεν ημπορούμε … παρά να της σιμώσομεν εβγάνοντας την χάριν την κοινήν απού ήδωκεν εις όλους (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397).
18)
α) Απομακρύνω, διώχνω κάπ. ή κ. από κάπου:
τον Τούρκον τον παράνομον εβγάλετε ’κ την Δύσην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 458
Βγάνοντας … τούτο τ’ αμπόδισμά σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1661]
β) (προκ. για μέλος του σώματος) αποτραβώ:
(Ιμπ. 533
γ) (προκ. για συναίσθημα, σκέψη, κ.τ.ό.) αποβάλλω, απομακρύνω, διώχνω:
(Διγ. Άνδρ. 36819), (Πένθ. θαν. 326), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [153]
δ) φρ. βγάνω από τον νουν μου, από τα λογικά μου, το λογισμό = εγκαταλείπω μια σκέψη, μια ιδέα, ξεχνώ:
(Κομν., Διδασκ. Δ 347), (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 679), (Θυσ. 814
ε) (με λ. που φανερώνουν συναίσθημα) εκδηλώνω (συναίσθημα):
ηύρεν καιρόν το φαρμάκιν να βγάλει, οπού ’χεν στην καρδιάν του (Παλαμήδ., Βοηβ. 1253).
19) Μετακινώ κάπ. από κάπου:
αμάξι φέρασιν ολόχρυσον κι εβγάλαν την κόρη από τ’ άλογο και μέσα την εβάλαν (Διγ. O 2063).
20) Βγάζω, απομακρύνω κάπ. από μία θέση, από ένα αξίωμα:
(Τριβ., Ρε 107), (Ζήν. Πρόλ. 90).
21)
α) Εξαφανίζω, εξαλείφω:
ψάλλετε προς τον Κύριο και να βγάλει τους βαθρακούς από εμέν και από τον λαό μου (Πεντ. Έξ. VIII 4
β) (προκ. για κηλίδες ή ακαθαρσία) εξαλείφω, εξαφανίζω·
(εδώ μεταφ.):
όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνου, σαπούνια δεν τα πλύνουσι μηδέ νερά τα βγάνου (Ερωτόκρ. Γ´ 1198
γ) εξαλείφω (εδώ μεταφ. προκ. για αμαρτίες):
με τα πάθη του έβγαλε (ενν. ο Θιος) τα δικά σου (Φαλιέρ., Ρίμ. 270
δ) (προκ. για πόνο, αρρώστια, κλπ.) εξαλείφω, εξαφανίζω αρρώστια ή σύμπτωμα αρρώστιας, θεραπεύω:
(Φορτουν. Γ´ 202), (Ασσίζ. 18114), (Πεντ. Δευτ. VII 15).
22) Σκοτώνω:
(Σταυριν. 1162
φρ. βγάνω κάπ. εκ την ζωήν = κάνω κάπ. να πεθάνει:
(Πένθ. θαν. 466).
23) Γλυτώνω (κάπ. από κ.):
να μασε βγάλεις τους πτωχούς εκ την αιχμαλωσίαν (Ιστ. Βλαχ. 2547· Ιντ. κρ. θεάτρ. Α´ 191
φρ. βγάνω κάπ. από την έννοια = απαλλάσσω κάπ. από τη φροντίδα:
(Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 21618).
24) Σηκώνω, παίρνω κ. (ως δικό μου):
ημπορεί καλά να εβγάλει πάντα όσα έβαλεν εις την γην μου, εάν θέλει να τα πουλήσει (Ασσίζ. 20218).
25) Εξαιρώ:
δεν τυχαίνει καμιά γυναίκα … να πούσι τιμημένην, εβγάνοντας όποιαν ποτέ άνδρας δεν την πειράξει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [375]).
26) Ξεχωρίζω:
Έβγαλ’ από τα ρούχα σου κατά την μπόρεσή σου και δώσ’ πτωχών (Δεφ., Λόγ. 137
μετά βίας τον εβγάλαν εκ τε των νεκρών σωρείας (Ερμον. Φ 336).
27) Εκλέγω, τοποθετώ (για μια αποστολή):
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 46214).
28) (Προκ. για πολεμική επιχείρηση) μετακινώ από μία βάση στρατό, αρμάδα, κλπ.:
(Τζάνε, Κρ. πόλ. 3697, 18128).
29) Εξάγω (εμπόρευμα):
(Ασσίζ. 24029, 27214).
30) Δημιουργώ (εκ του μηδενός):
με δίχως να χρεωστούσινε χρέος να των εβγάνουν; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2532).
31) (Προκ. για κείμενο, ποίημα, τραγούδι) συγγράφω, συνθέτω:
(Τζάνε, Φιλον. 58814), (Σκλάβ. 280), (Ερωτόκρ. Γ´ 1390).
32)
α) (Προκ. για χρήματα) κερδίζω:
(Δεφ., Λόγ. 99
β) κερδίζω ποσό αντίστοιχο με κ.:
διά πόσες ημέρες θέλει εβγάλει την τιμήν της από τα αβγά οπού γεννά; (Rechenb. 43).
33) Ονομάζω, δίνω όνομα σε κάπ.:
Ιμπέριον τον έβγαλαν εις όνομαν εκείνον (Ιμπ. (Legr.) 52
φρ.
(1) βγάνω όνομα σε κάπ. = ονομάζω, δίνω όνομα σε κάπ.:
(Κορων., Μπούας 8
(2) βγάνω όνομα κακό (σε κάπ.), βλ. όνομα Φρ. 6γ·
(3) βγάνω όνομα, φήμη = αποκτώ φήμη:
(Δεφ., Λόγ. 444), (Λίβ. Sc. 11).
34) Θεωρώ, χαρακτηρίζω κάπ. ως …:
Αυτείνο το ανδρόγυνον γι’ άρχοντες τους εβγάναν (Δεφ., Σωσ. 19).
35) Συμπεραίνω:
(Φορτουν. Γ´ 587).
36) Αποδεικνύω:
ψεματάρη βγάνω τον, τάχα πως δεν ηξεύρει (Αιτωλ., Μύθ. 169).
37) Φρ. βγάνω φεϊτφάν, μαντάτο, ορισμό, πρόσταγμα = εκδίδω διάταγμα, βγάζω διαταγή:
(Ιστ. πατρ. 17012), (Μανολ., Επιστ. 173), (Δωρ. Μον. XXIV), (Χρον. Μορ. H 8269).
38) Φρ. βγάνω κάπ. από το δίκαιόν του = στερώ κάπ. από το δίκιο του:
(Ασσίζ. 274).
[<(ε)βγάλλω. Ο τ. εβγάνω στο Βλάχ. (ευγάνω) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback