αποκτώ Verb  [apokto, apoktw]

  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αποκτώ

αποκτώ mittelgriechisch ἀπoκτώ ἀπό (απο-) + κτῶ altgriechisch κτῶμαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἀποκτῶμαι (χάνω την κατοχή)[1]


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu αποκτώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκτάω, αποκτώαποκτάμε, αποκτούμεαποκτιέμαι, αποκτώμαιαποκτιόμαστε, αποκτώμαστε, αποκτώμεθα
αποκτάςαποκτάτεαποκτιέσαι, αποκτάσαιαποκτιέστε, αποκτιόσαστε, αποκτάστε, αποκτάσθε
αποκτάει, αποκτάαποκτάν(ε), αποκτούν(ε)αποκτιέται, αποκτάταιαποκτιούνται, αποκτιόνται, αποκτώνται
Imper
fekt
αποκτούσααποκτούσαμεαποκτιόμουν(α)αποκτιόμαστε, αποκτιόμασταν
αποκτούσεςαποκτούσατεαποκτιόσουν(α)αποκτιόσαστε, αποκτιόσασταν
αποκτούσεαποκτούσαν(ε)αποκτιόταν(ε)αποκτιόνταν(ε), αποκτιούνταν, αποκτιόντουσαν
Aoristαπόκτησα, απέκτησααποκτήσαμεαποκτήθηκααποκτηθήκαμε
απόκτησες, απέκτησεςαποκτήσατεαποκτήθηκεςαποκτηθήκατε
απόκτησε, απέκτησεαπόκτησαν, αποκτήσαν(ε), απέκτησαναποκτήθηκεαποκτήθηκαν, αποκτηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω αποκτήσει
έχω αποκτημένο
έχουμε αποκτήσει
έχουμε αποκτημένο
έχω αποκτηθεί
είμαι αποκτημένος, -η
έχουμε αποκτηθεί
είμαστε αποκτημένοι, -ες
έχεις αποκτήσει
έχεις αποκτημένο
έχετε αποκτήσει
έχετε αποκτημένο
έχεις αποκτηθεί
είσαι αποκτημένος, -η
έχετε αποκτηθεί
είστε αποκτημένοι, -ες
έχει αποκτήσει
έχει αποκτημένο
έχουν αποκτήσει
έχουν αποκτημένο
έχει αποκτηθεί
είναι αποκτημένος, -η, -ο
έχουν αποκτηθεί
είναι αποκτημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα αποκτήσει
είχα αποκτημένο
είχαμε αποκτήσει
είχαμε αποκτημένο
είχα αποκτηθεί
ήμουν αποκτημένος, -η
είχαμε αποκτηθεί
ήμαστε αποκτημένοι, -ες
είχες αποκτήσει
είχες αποκτημένο
είχατε αποκτήσει
είχατε αποκτημένο
είχες αποκτηθεί
ήσουν αποκτημένος, -η
είχατε αποκτηθεί
ήσαστε αποκτημένοι, -ες
είχε αποκτήσει
είχε αποκτημένο
είχαν αποκτήσει
είχαν αποκτημένο
είχε αποκτηθεί
ήταν αποκτημένος, -η, -ο
είχαν αποκτηθεί
ήταν αποκτημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκτάω, θα αποκτώθα αποκτάμε, θα αποκτούμεθα αποκτιέμαι, θα αποκτώμαιθα αποκτιόμαστε, θα αποκτόμαστε, θα αποκτώμεθα
θα αποκτάςθα αποκτάτεθα αποκτιέσαι, θα αποκτάσαιθα αποκτιέστε, θα αποκτιόσαστε, θα αποκτάστε, θα αποκτάσθε
θα αποκτάει, θα αποκτάθα αποκτάν(ε), θα αποκτούν(ε)θα αποκτιέται, θα αποκτάταιθα αποκτιούνται, θα αποκτιόνται, θα αποκτώνται
Fut
ur
θα αποκτήσωθα αποκτήσουμε, θα αποκτήσομεθα αποκτηθώθα αποκτηθούμε
θα αποκτήσειςθα αποκτήσετεθα αποκτηθείςθα αποκτηθείτε
θα αποκτήσειθα αποκτήσουν(ε)θα αποκτηθείθα αποκτηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκτήσει
θα έχω αποκτημένο
θα έχουμε αποκτήσει
θα έχουμε αποκτημένο
θα έχω αποκτηθεί
θα είμαι αποκτημένος, -η
θα έχουμε αποκτηθεί
θα είμαστε αποκτημένοι, -ες
θα έχεις αποκτήσει
θα έχεις αποκτημένο
θα έχετε αποκτήσει
θα έχετε αποκτημένο
θα έχεις αποκτηθεί
θα είσαι αποκτημένος, -η
θα έχετε αποκτηθεί
θα είστε αποκτημένοι, -ες
θα έχει αποκτήσει
θα έχει αποκτημένο
θα έχουν αποκτήσει
θα έχουν αποκτημένο
θα έχει αποκτηθεί
θα είναι αποκτημένος, -η, -ο
θα έχουν αποκτηθεί
θα είναι αποκτημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκτάω, να αποκτώνα αποκτάμε, να αποκτούμενα αποκτιέμαι, να αποκτώμαινα αποκτιόμαστε, να αποκτόμαστε, να αποκτώμεθα
να αποκτάςνα αποκτάτενα αποκτιέσαι, να αποκτάσαινα αποκτιέστε, να αποκτιόσαστε, να αποκτάστε, να αποκτάσθε
να αποκτάει, να αποκτάνα αποκτάν(ε), να αποκτούν(ε)να αποκτιέται, να αποκτάταινα αποκτιούνται, να αποκτιόνται, να αποκτώνται
Aoristνα αποκτήσωνα αποκτήσουμε, να αποκτήσομενα αποκτηθώνα αποκτηθούμε
να αποκτήσειςνα αποκτήσετενα αποκτηθείςνα αποκτηθείτε
να αποκτήσεινα αποκτήσουν(ε)να αποκτηθείνα αποκτηθούν(ε)
Perfνα έχω αποκτήσει
να έχω αποκτημένο
να έχουμε αποκτήσει
να έχουμε αποκτημένο
να έχω αποκτηθεί
να είμαι αποκτημένος, -η
να έχουμε αποκτηθεί
να είμαστε αποκτημένοι, -ες
να έχεις αποκτήσει
να έχεις αποκτημένο
να έχετε αποκτήσει
να έχετε αποκτημένο
να έχεις αποκτηθεί
να είσαι αποκτημένος, -η
να έχετε αποκτηθεί
να είστε αποκτημένοι, -η
να έχει αποκτήσει
να έχει αποκτημένο
να έχουν αποκτήσει
να έχουν αποκτημένο
να έχει αποκτηθεί
να είναι αποκτημένος, -η, -ο
να έχουν αποκτηθεί
να είναι αποκτημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαπόκτα, απόκταγεαποκτάτεαποκτιέστε
Aoristαπόκτησε, απόκτααποκτήστεαποκτήσουαποκτηθείτε
Part
izip
Presαποκτώντας
Perfέχοντας αποκτήσει, έχοντας αποκτημένοαποκτημένος, -η, -οαποκτημένοι, -ες, -α
InfinAoristαποκτήσειαποκτηθεί











Griechische Definition zu αποκτώ

αποκτώ [apoktó] & -άω, -ιέμαι : 1.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος (που προηγουμένως δεν είχα): αποκτώ χρήματα / φήμη / δόξα. Mε τη δουλειά του απόκτησε μεγάλη περιουσία. Ό,τι έχει το απόκτησε με κόπους και θυσίες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback