einkaufen
 Verb

ψωνίζω Verb
(22)
DeutschGriechisch
Ich kann auch noch einkaufen gehen.Δε με πειράζει να ψωνίζω κιόλας.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber ich mache nicht viel anderes außer einkaufen und rumhängen.Υποθέτω. Αλλά αυτό που εννοώ είναι ότι δεν κάνω τίποτε περισσότερο... από το να ψωνίζω και να βγαίνω έξω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe Krampfadern und hasse es, im Shoppingcenter einkaufen zu gehen.Έχω κιρσούς. και δεν μου αρέσει να ψωνίζω σε εμπορικά κέντρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Hier muss ich öfter einkaufen.Εδώ θα ψωνίζω πιο συχνά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich müsste einkaufen gehen.-Θα πρέπει να ψωνίζω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik





AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψωνίζωψωνίζουμε, ψωνίζομεψωνίζομαιψωνιζόμαστε
ψωνίζειςψωνίζετεψωνίζεσαιψωνίζεστε, ψωνιζόσαστε
ψωνίζειψωνίζουν(ε)ψωνίζεταιψωνίζονται
Imper
fekt
ψώνιζαψωνίζαμεψωνιζόμουν(α)ψωνιζόμαστε, ψωνιζόμασταν
ψώνιζεςψωνίζατεψωνιζόσουν(α)ψωνιζόσαστε, ψωνιζόσασταν
ψώνιζεψώνιζαν, ψωνίζαν(ε)ψωνιζόταν(ε)ψωνίζονταν, ψωνιζόντανε, ψωνιζόντουσαν
Aoristψώνισαψωνίσαμεψωνίστηκαψωνιστήκαμε
ψώνισεςψωνίσατεψωνίστηκεςψωνιστήκατε
ψώνισεψώνισαν, ψωνίσαν(ε)ψωνίστηκεψωνίστηκαν, ψωνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψωνίσειέχουμε ψωνίσειέχω ψωνιστείέχουμε ψωνιστεί
έχεις ψωνίσειέχετε ψωνίσειέχεις ψωνιστείέχετε ψωνιστεί
έχει ψωνίσειέχουν ψωνίσειέχει ψωνιστείέχουν ψωνιστεί
Plu
per
fekt
είχα ψωνίσειείχαμε ψωνίσειείχα ψωνιστείείχαμε ψωνιστεί
είχες ψωνίσειείχατε ψωνίσειείχες ψωνιστείείχατε ψωνιστεί
είχε ψωνίσειείχαν ψωνίσειείχε ψωνιστείείχαν ψωνιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψωνίζωθα ψωνίζουμε, θα ψωνίζομεθα ψωνίζομαιθα ψωνιζόμαστε
θα ψωνίζειςθα ψωνίζετεθα ψωνίζεσαιθα ψωνίζεστε, θα ψωνιζόσαστε
θα ψωνίζειθα ψωνίζουν(ε)θα ψωνίζεταιθα ψωνίζονται
Fut
ur
θα ψωνίσωθα ψωνίσουμε, θα ψωνίζομεθα ψωνιστώθα ψωνιστούμε
θα ψωνίσειςθα ψωνίσετεθα ψωνιστείςθα ψωνιστείτε
θα ψωνίσειθα ψωνίσουν(ε)θα ψωνιστείθα ψωνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψωνίσειθα έχουμε ψωνίσειθα έχω ψωνιστείθα έχουμε ψωνιστεί
θα έχεις ψωνίσειθα έχετε ψωνίσειθα έχεις ψωνιστείθα έχετε ψωνιστεί
θα έχει ψωνίσειθα έχουν ψωνίσειθα έχει ψωνιστείθα έχουν ψωνιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψωνίζωνα ψωνίζουμε, να ψωνίζομενα ψωνίζομαινα ψωνιζόμαστε
να ψωνίζειςνα ψωνίζετενα ψωνίζεσαινα ψωνίζεστε, να ψωνιζόσαστε
να ψωνίζεινα ψωνίζουν(ε)να ψωνίζεταινα ψωνίζονται
Aoristνα ψωνίσωνα ψωνίσουμε, να ψωνίσομενα ψωνιστώνα ψωνιστούμε
να ψωνίσειςνα ψωνίσετενα ψωνιστείςνα ψωνιστείτε
να ψωνίσεινα ψωνίσουν(ε)να ψωνιστείνα ψωνιστούν(ε)
Perfνα έχω ψωνίσεινα έχουμε ψωνίσεινα έχω ψωνιστείνα έχουμε ψωνιστεί
να έχεις ψωνίσεινα έχετε ψωνίσεινα έχεις ψωνιστείνα έχετε ψωνιστεί
να έχει ψωνίσεινα έχουν ψωνίσεινα έχει ψωνιστείνα έχουν ψωνιστεί
Imper
ativ
Presψώνιζεψωνίζετεψωνίζεστε
Aoristψώνισεψωνίστεψωνίσουψωνιστείτε
Part
izip
Presψωνίζοντας
Perfέχοντας ψωνίσει, έχοντας ψωνισμένο
InfinAoristψωνίσειψωνιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback