ψωνίζω Verb  [psonizo, pswnizw]

  Verb
(22)
shoppen (ugs.)
  Verb
(9)

Etymologie zu ψωνίζω

ψωνίζω mittelgriechisch ψωνίζω Koine-Griechisch ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)


GriechischDeutsch
Είμαι κανένας εξαρτημένος από τα ψώνια; Δεν ψωνίζω συνεχώς! <i>Τότε έλα πίσω γρήγορα.Bin ich shoppingsüchting? <br />Ich bin nicht immer shoppen! Dann beeil dich zurück.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
αγοράζω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ψωνίζω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψωνίζωψωνίζουμε, ψωνίζομεψωνίζομαιψωνιζόμαστε
ψωνίζειςψωνίζετεψωνίζεσαιψωνίζεστε, ψωνιζόσαστε
ψωνίζειψωνίζουν(ε)ψωνίζεταιψωνίζονται
Imper
fekt
ψώνιζαψωνίζαμεψωνιζόμουν(α)ψωνιζόμαστε, ψωνιζόμασταν
ψώνιζεςψωνίζατεψωνιζόσουν(α)ψωνιζόσαστε, ψωνιζόσασταν
ψώνιζεψώνιζαν, ψωνίζαν(ε)ψωνιζόταν(ε)ψωνίζονταν, ψωνιζόντανε, ψωνιζόντουσαν
Aoristψώνισαψωνίσαμεψωνίστηκαψωνιστήκαμε
ψώνισεςψωνίσατεψωνίστηκεςψωνιστήκατε
ψώνισεψώνισαν, ψωνίσαν(ε)ψωνίστηκεψωνίστηκαν, ψωνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψωνίσειέχουμε ψωνίσειέχω ψωνιστείέχουμε ψωνιστεί
έχεις ψωνίσειέχετε ψωνίσειέχεις ψωνιστείέχετε ψωνιστεί
έχει ψωνίσειέχουν ψωνίσειέχει ψωνιστείέχουν ψωνιστεί
Plu
per
fekt
είχα ψωνίσειείχαμε ψωνίσειείχα ψωνιστείείχαμε ψωνιστεί
είχες ψωνίσειείχατε ψωνίσειείχες ψωνιστείείχατε ψωνιστεί
είχε ψωνίσειείχαν ψωνίσειείχε ψωνιστείείχαν ψωνιστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψωνίζωθα ψωνίζουμε, θα ψωνίζομεθα ψωνίζομαιθα ψωνιζόμαστε
θα ψωνίζειςθα ψωνίζετεθα ψωνίζεσαιθα ψωνίζεστε, θα ψωνιζόσαστε
θα ψωνίζειθα ψωνίζουν(ε)θα ψωνίζεταιθα ψωνίζονται
Fut
ur
θα ψωνίσωθα ψωνίσουμε, θα ψωνίζομεθα ψωνιστώθα ψωνιστούμε
θα ψωνίσειςθα ψωνίσετεθα ψωνιστείςθα ψωνιστείτε
θα ψωνίσειθα ψωνίσουν(ε)θα ψωνιστείθα ψωνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψωνίσειθα έχουμε ψωνίσειθα έχω ψωνιστείθα έχουμε ψωνιστεί
θα έχεις ψωνίσειθα έχετε ψωνίσειθα έχεις ψωνιστείθα έχετε ψωνιστεί
θα έχει ψωνίσειθα έχουν ψωνίσειθα έχει ψωνιστείθα έχουν ψωνιστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψωνίζωνα ψωνίζουμε, να ψωνίζομενα ψωνίζομαινα ψωνιζόμαστε
να ψωνίζειςνα ψωνίζετενα ψωνίζεσαινα ψωνίζεστε, να ψωνιζόσαστε
να ψωνίζεινα ψωνίζουν(ε)να ψωνίζεταινα ψωνίζονται
Aoristνα ψωνίσωνα ψωνίσουμε, να ψωνίσομενα ψωνιστώνα ψωνιστούμε
να ψωνίσειςνα ψωνίσετενα ψωνιστείςνα ψωνιστείτε
να ψωνίσεινα ψωνίσουν(ε)να ψωνιστείνα ψωνιστούν(ε)
Perfνα έχω ψωνίσεινα έχουμε ψωνίσεινα έχω ψωνιστείνα έχουμε ψωνιστεί
να έχεις ψωνίσεινα έχετε ψωνίσεινα έχεις ψωνιστείνα έχετε ψωνιστεί
να έχει ψωνίσεινα έχουν ψωνίσεινα έχει ψωνιστείνα έχουν ψωνιστεί
Imper
ativ
Presψώνιζεψωνίζετεψωνίζεστε
Aoristψώνισεψωνίστεψωνίσουψωνιστείτε
Part
izip
Presψωνίζοντας
Perfέχοντας ψωνίσει, έχοντας ψωνισμένο
InfinAoristψωνίσειψωνιστεί







Griechische Definition zu ψωνίζω

ψωνίζω [psonízo] -ομαι στις σημ. 1, 2β : 1.αγοράζω (από κατάστημα) κτ. που χρησιμεύει για διάφορες τρέχουσες καθημερινές ανάγκες (τρόφι μα, ενδύματα κτλ.)· αγοράζω, παίρνω: Ψώνισα κρέας, φρούτα και ψωμί. Ψωνίσαμε καινούρια ρούχα. ΦΡ ψωνίζω καβάλα / από σβέρκο, (ειρ.) αποτυχαί νω σε μια αγορά από δική μου υπαιτιότητα (αφέλεια ή απειρία). (λαϊκ.) την ψωνίζω, τρελαίνομαι (κυριολ. και μτφ.) || (παθ.) ψωνίζω πράγματα συνήθ. αποκλειστικά για τον εαυτό μου: Aπό πού ψωνίζεσαι; Πήγαμε στην αγορά και ψωνιστήκαμε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback