Deutsch | Griechisch |
---|---|
Willst du damit sagen, ich soll meine Weiber rauswerfen und mir ein paar von den Dingern anschaffen? | Εννοεις οτι μπορω να ξεφορτωθω ολες τις γυναικες μου....... Übersetzung nicht bestätigt |
Du kannst dir eine Frau anschaffen, die kocht. | Που θα πρεπει να πεινασεις θα σου δωσω χρονο πριν καταλαβεις Übersetzung nicht bestätigt |
Wiederbelebungsapparat anschaffen. | Ίσως φέρουν κι άλλο μηχάνημα για ανάνηψη τώρα. Übersetzung nicht bestätigt |
Angenommen, irgendein Schwachkopf will sich so einen Gammelhobel vielleicht aus Spaß anschaffen, wie wäre es dann mit 50 Mäuse? | Εννοώ αφού θέλεις κι εσύ να το ξεφορτωθείς... -καλά είναι 50$; Übersetzung nicht bestätigt |
"Maria Großzahn" ging früher mit einem großen Typen namens Cesare. Da gingst du noch nicht anschaffen. | Η Μαρία η Δοντού πήγαινε μ' αυτόν τον ψηλό τον Τσέζαρε πριν δουλέψεις εδώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
käuflich erwerben |
einkaufen |
anschaffen |
(sich) holen |
erkaufen |
shoppen |
(sich) zulegen |
(sich) kaufen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schaffe an | ||
du | schaffst an | |||
er, sie, es | schafft an | |||
Präteritum | ich | schaffte an | ||
Konjunktiv II | ich | schaffte an | ||
Imperativ | Singular | schaff an! schaffe an! | ||
Plural | schafft an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeschafft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anschaffen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποκτάω, αποκτώ | αποκτάμε, αποκτούμε | αποκτιέμαι, αποκτώμαι | αποκτιόμαστε, αποκτώμαστε, αποκτώμεθα |
αποκτάς | αποκτάτε | αποκτιέσαι, αποκτάσαι | αποκτιέστε, αποκτιόσαστε, αποκτάστε, αποκτάσθε | ||
αποκτάει, αποκτά | αποκτάν(ε), αποκτούν(ε) | αποκτιέται, αποκτάται | αποκτιούνται, αποκτιόνται, αποκτώνται | ||
Imper fekt | αποκτούσα | αποκτούσαμε | αποκτιόμουν(α) | αποκτιόμαστε, αποκτιόμασταν | |
αποκτούσες | αποκτούσατε | αποκτιόσουν(α) | αποκτιόσαστε, αποκτιόσασταν | ||
αποκτούσε | αποκτούσαν(ε) | αποκτιόταν(ε) | αποκτιόνταν(ε), αποκτιούνταν, αποκτιόντουσαν | ||
Aorist | απόκτησα, απέκτησα | αποκτήσαμε | αποκτήθηκα | αποκτηθήκαμε | |
απόκτησες, απέκτησες | αποκτήσατε | αποκτήθηκες | αποκτηθήκατε | ||
απόκτησε, απέκτησε | απόκτησαν, αποκτήσαν(ε), απέκτησαν | αποκτήθηκε | αποκτήθηκαν, αποκτηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποκτάω, | θα αποκτάμε, | θα αποκτιέμαι, θα αποκτώμαι | θα αποκτιόμαστε, θα αποκτόμαστε, θα αποκτώμεθα | |
θα αποκτάς | θα αποκτάτε | θα αποκτιέσαι, θα αποκτάσαι | θα αποκτιέστε, | ||
θα αποκτάει, | θα αποκτάν(ε), | θα αποκτιέται, θα αποκτάται | θα αποκτιούνται, | ||
Fut ur | θα αποκτήσω | θα αποκτήσουμε, | θα αποκτηθώ | θα αποκτηθούμε | |
θα αποκτήσεις | θα αποκτήσετε | θα αποκτηθείς | θα αποκτηθείτε | ||
θα αποκτήσει | θα αποκτήσουν(ε) | θα αποκτηθεί | θα αποκτηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποκτάω, | να αποκτάμε, | να αποκτιέμαι, να αποκτώμαι | να αποκτιόμαστε, να αποκτόμαστε, να αποκτώμεθα |
να αποκτάς | να αποκτάτε | να αποκτιέσαι, να αποκτάσαι | να αποκτιέστε, | ||
να αποκτάει, | να αποκτάν(ε), | να αποκτιέται, να αποκτάται | να αποκτιούνται, | ||
Aorist | να αποκτήσω | να αποκτήσουμε, | να αποκτηθώ | να αποκτηθούμε | |
να αποκτήσεις | να αποκτήσετε | να αποκτηθείς | να αποκτηθείτε | ||
να αποκτήσει | να αποκτήσουν(ε) | να αποκτηθεί | να αποκτηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | απόκτα, απόκταγε | αποκτάτε | αποκτιέστε | |
Aorist | απόκτησε, απόκτα | αποκτήστε | αποκτήσου | αποκτηθείτε | |
Part izip | Pres | αποκτώντας | |||
Perf | έχοντας αποκτήσει, | αποκτημένος, -η, -ο | αποκτημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αποκτήσει | αποκτηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγοράζω | αγοράζουμε, αγοράζομε | αγοράζομαι | αγοραζόμαστε |
αγοράζεις | αγοράζετε | αγοράζεσαι | αγοράζεστε, αγοραζόσαστε | ||
αγοράζει | αγοράζουν(ε) | αγοράζεται | αγοράζονται | ||
Imper fekt | αγόραζα | αγοράζαμε | αγοραζόμουν(α) | αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν | |
αγόραζες | αγοράζατε | αγοραζόσουν(α) | αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν | ||
αγόραζε | αγόραζαν, αγοράζαν(ε) | αγοραζόταν(ε) | αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν | ||
Aorist | αγόρασα | αγοράσαμε | αγοράστηκα | αγοραστήκαμε | |
αγόρασες | αγοράσατε | αγοράστηκες | αγοραστήκατε | ||
αγόρασε | αγόρασαν, αγοράσαν(ε) | αγοράστηκε | αγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αγοράσει έχω αγορασμένο | έχουμε αγοράσει έχουμε αγορασμένο | έχω αγοραστεί είμαι αγορασμένος, -η | έχουμε αγοραστεί είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
έχεις αγοράσει έχεις αγορασμένο | έχετε αγοράσει έχετε αγορασμένο | έχεις αγοραστεί είσαι αγορασμένος, -η | έχετε αγοραστεί είστε αγορασμένοι, -ες | ||
έχει αγοράσει έχει αγορασμένο | έχουν αγοράσει έχουν αγορασμένο | έχει αγοραστεί είναι αγορασμένος, -η, -ο | έχουν αγοραστεί είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αγοράσει είχα αγορασμένο | είχαμε αγοράσει είχαμε αγορσμένο | είχα αγοραστεί ήμουν αγορασμένος, -η | είχαμε αγοραστεί ήμαστε αγορασμένοι, -ες | |
είχες αγοράσει είχες αγορασμένο | είχατε αγοράσει είχατε αγορασμένο | είχες αγοραστεί ήσουν αγορασμένος, -η | είχατε αγοραστεί ήσαστε αγορασμένοι, -ες | ||
είχε αγοράσει είχε αγορασμένο | είχαν αγοράσει είχαν αγορασμένο | είχε αγοραστεί ήταν αγορασμένος, -η, -ο | είχαν αγοραστεί ήταν αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγοράζω | θα αγοράζουμε, θα αγοράζομε | θα αγοράζομαι | θα αγοραζόμαστε | |
θα αγοράζεις | θα αγοράζετε | θα αγοράζεσαι | θα αγοράζεστε, θα αγοραζόσαστε | ||
θα αγοράζει | θα αγοράζουν(ε) | θα αγοράζεται | θα αγοράζονται | ||
Fut ur | θα αγοράσω | θα αγοράσουμε, θα αγοράζομε | θα αγοραστώ | θα αγοραστούμε | |
θα αγοράσεις | θα αγοράσετε | θα αγοραστείς | θα αγοραστείτε | ||
θα αγοράσει | θα αγοράσουν(ε) | θα αγοραστεί | θα αγοραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγοράσει θα έχω αγορασμένο | θα έχουμε αγοράσει θα έχουμε αγορασμένο | θα έχω αγοραστεί θα είμαι αγορασμένος, -η | θα έχουμε αγοραστεί θα είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
θα έχεις αγοράσει θα έχεις αγορασμένο | θα έχετε αγοράσει θα έχετε αγορασμένο | θα έχεις αγοραστεί θα είσαι αγορασμένος, -η | θα έχετε αγοραστεί θα είστε αγορασμένοι, -ες | ||
θα έχει αγοράσει θα έχει αγορασμένο | θα έχουν αγοράσει θα έχουν αγορασμένο | θα έχει αγοραστεί θα είναι αγορασμένος, -η, -ο | θα έχουν αγοραστεί θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγοράζω | να αγοράζουμε, να αγοράζομε | να αγοράζομαι | να αγοραζόμαστε |
να αγοράζεις | να αγοράζετε | να αγοράζεσαι | να αγοράζεστε, να αγοραζόσαστε | ||
να αγοράζει | να αγοράζουν(ε) | να αγοράζεται | να αγοράζονται | ||
Aorist | να αγοράσω | να αγοράσουμε, να αγοράσομε | να αγοραστώ | να αγοραστούμε | |
να αγοράσεις | να αγοράσετε | να αγοραστείς | να αγοραστείτε | ||
να αγοράσει | να αγοράσουν(ε) | να αγοραστεί | να αγοραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγοράσει να έχω αγορασμένο | να έχουμε αγοράσει να έχουμε αγορασμένο | να έχω αγοραστεί να είμαι αγορασμένος, -η | να έχουμε αγοραστεί να είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
να έχεις αγοράσει να έχεις αγορασμένο | να έχετε αγοράσει να έχετε αγορασμένο | να έχεις αγοραστεί να είσαι αγορασμένος, -η | να έχετε αγοραστεί να είστε αγορασμένοι, -ες | ||
να έχει αγοράσει να έχει αγορασμένο | να έχουν αγοράσει να έχουν αγορασμένο | να έχει αγοραστεί να είναι αγορασμένος, -η, -ο | να έχουν αγοραστεί να είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αγόραζε | αγοράζετε | αγοράζεστε | |
Aorist | αγόρασε | αγοράστε | αγοράσου | αγοραστείτε | |
Part izip | Pres | αγοράζοντας | αγοραζόμενος | ||
Perf | έχοντας αγοράσει, έχοντας αγορασμένο | αγορασμένος, -η, -ο | αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγοράσει | αγοραστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.