αγοράζω altgriechisch ἀγοράζω (συχνάζω στην αγορά) ἀγορά ἀγείρω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
5.5 Ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων καταναλωτών όσον αφορά τον ανταγωνισμό στην αυτοκινητοβιομηχανία θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: αγοράζω οπουδήποτε επιλέξω, επισκευάζω οπουδήποτε χρειαστεί, επωφελούμαι από τις καλύτερες τιμές και διαθέτω αυξημένη οδική ασφάλεια. | 5.5 Die wesentlichen Ziele der europäischen Verbraucher hinsichtlich des Wettbewerbs im Automobilsektor ließen sich folgendermaßen zusammenfassen: Wahl, wo sie das Fahrzeug zum besten Preis kaufen und erforderlichenfalls reparieren lassen können und größere Sicherheit im Straßenverkehr. Übersetzung bestätigt |
5.5 Ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων καταναλωτών όσον αφορά τον ανταγωνισμό στην αυτοκινητοβιομηχανία θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: αγοράζω οπουδήποτε επιλέξω, επισκευάζω οπουδήποτε χρειαστεί, επωφελούμαι από τις καλύτερες τιμές και διαθέτω αυξημένη οδική ασφάλεια. | 5.5 Die wesentlichen Ziele der europäischen Verbraucher hinsichtlich des Wettbewerbs im Automobilsektor ließen sich folgendermaßen zusammenfassen: Wahl, wo sie das Fahrzeug zum besten Preis kaufen und erforderlichenfalls reparieren lassen können, und größere Sicherheit im Straßenverkehr. Übersetzung bestätigt |
Θέλω πράγματι να μπορώ να αγοράζω στο μαγαζί μου στη Reims μια πλάκα σοκολάτας σύμφωνα με τη γαστρονομική παράδοση της χώρας μου, χωρίς να είμαι υποχρεωμένη να περιεργαστώ το προϊόν από όλες τις πλευρές χρησιμοποιώντας παράλληλα τα γυαλιά μου για να βεβαιωθώ για την ποιότητά του. | So will auch ich in meinem Laden in Reims Schokolade nach den kulinarischen Traditionen unseres Landes kaufen können, ohne sie nach allen Seiten umdrehen und noch meine Brille aufsetzen zu müssen, um ihre Qualität herauszufinden. Übersetzung bestätigt |
Μολονότι η απαγόρευση αυτή μπορεί να είναι εις βάρος μιας σειράς ολλανδικών εκφράσεων, όπως de hond in de pot vinden [βρίσκω το δείπνο μου στον σκύλο] ή de kat in de zak kopen [αγοράζω γάτα σε σακί], αυτό σημαίνει ότι επιθυμούμε διακαώς να προστατεύσουμε τα ζώα που αγαπάμε, και είναι απαράδεκτο τα παιδιά μας να έρχονται αντιμέτωπα με μέρη των κατοικίδιων ζώων τους ενσωματωμένα στα παιχνίδια τους. | Obgleich ein solches Verbot zu Lasten einiger niederländischer Redewendungen wie de hond in de pot vinden [der Hund hat die Schüssel schon leergefressen] oder de kat in de zak kopen [die Katze im Sack kaufen] ginge, bedeutet es, dass wir die Tiere, die uns lieb sind, schützen wollen, und es ist nicht hinnehmbar, dass unsere Kinder bei ihren Spielsachen Teilen begegnen, die von unseren Haustieren stammen. Übersetzung bestätigt |
Δεν αγόρασα ποτέ μια αποτυχημένη τράπεζα για τους πελάτες μου, αλλά τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες με απειλούν, ως φορολογούμενο, και με εξαναγκάζουν να αγοράζω αμέτρητες αποτυχημένες τράπεζες. | Nie habe ich für meine Kunden eine unfähige Bank gekauft, aber in den letzten Jahren haben Politiker und Bürokraten mir als Steuerzahler die Pistole auf die Brust gesetzt und mich dazu gezwungen, mehr unfähige Banken zu kaufen, als man sich vorstellen kann. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγοράζω | αγοράζουμε, αγοράζομε | αγοράζομαι | αγοραζόμαστε |
αγοράζεις | αγοράζετε | αγοράζεσαι | αγοράζεστε, αγοραζόσαστε | ||
αγοράζει | αγοράζουν(ε) | αγοράζεται | αγοράζονται | ||
Imper fekt | αγόραζα | αγοράζαμε | αγοραζόμουν(α) | αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν | |
αγόραζες | αγοράζατε | αγοραζόσουν(α) | αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν | ||
αγόραζε | αγόραζαν, αγοράζαν(ε) | αγοραζόταν(ε) | αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν | ||
Aorist | αγόρασα | αγοράσαμε | αγοράστηκα | αγοραστήκαμε | |
αγόρασες | αγοράσατε | αγοράστηκες | αγοραστήκατε | ||
αγόρασε | αγόρασαν, αγοράσαν(ε) | αγοράστηκε | αγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αγοράσει έχω αγορασμένο | έχουμε αγοράσει έχουμε αγορασμένο | έχω αγοραστεί είμαι αγορασμένος, -η | έχουμε αγοραστεί είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
έχεις αγοράσει έχεις αγορασμένο | έχετε αγοράσει έχετε αγορασμένο | έχεις αγοραστεί είσαι αγορασμένος, -η | έχετε αγοραστεί είστε αγορασμένοι, -ες | ||
έχει αγοράσει έχει αγορασμένο | έχουν αγοράσει έχουν αγορασμένο | έχει αγοραστεί είναι αγορασμένος, -η, -ο | έχουν αγοραστεί είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αγοράσει είχα αγορασμένο | είχαμε αγοράσει είχαμε αγορσμένο | είχα αγοραστεί ήμουν αγορασμένος, -η | είχαμε αγοραστεί ήμαστε αγορασμένοι, -ες | |
είχες αγοράσει είχες αγορασμένο | είχατε αγοράσει είχατε αγορασμένο | είχες αγοραστεί ήσουν αγορασμένος, -η | είχατε αγοραστεί ήσαστε αγορασμένοι, -ες | ||
είχε αγοράσει είχε αγορασμένο | είχαν αγοράσει είχαν αγορασμένο | είχε αγοραστεί ήταν αγορασμένος, -η, -ο | είχαν αγοραστεί ήταν αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγοράζω | θα αγοράζουμε, θα αγοράζομε | θα αγοράζομαι | θα αγοραζόμαστε | |
θα αγοράζεις | θα αγοράζετε | θα αγοράζεσαι | θα αγοράζεστε, θα αγοραζόσαστε | ||
θα αγοράζει | θα αγοράζουν(ε) | θα αγοράζεται | θα αγοράζονται | ||
Fut ur | θα αγοράσω | θα αγοράσουμε, θα αγοράζομε | θα αγοραστώ | θα αγοραστούμε | |
θα αγοράσεις | θα αγοράσετε | θα αγοραστείς | θα αγοραστείτε | ||
θα αγοράσει | θα αγοράσουν(ε) | θα αγοραστεί | θα αγοραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγοράσει θα έχω αγορασμένο | θα έχουμε αγοράσει θα έχουμε αγορασμένο | θα έχω αγοραστεί θα είμαι αγορασμένος, -η | θα έχουμε αγοραστεί θα είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
θα έχεις αγοράσει θα έχεις αγορασμένο | θα έχετε αγοράσει θα έχετε αγορασμένο | θα έχεις αγοραστεί θα είσαι αγορασμένος, -η | θα έχετε αγοραστεί θα είστε αγορασμένοι, -ες | ||
θα έχει αγοράσει θα έχει αγορασμένο | θα έχουν αγοράσει θα έχουν αγορασμένο | θα έχει αγοραστεί θα είναι αγορασμένος, -η, -ο | θα έχουν αγοραστεί θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγοράζω | να αγοράζουμε, να αγοράζομε | να αγοράζομαι | να αγοραζόμαστε |
να αγοράζεις | να αγοράζετε | να αγοράζεσαι | να αγοράζεστε, να αγοραζόσαστε | ||
να αγοράζει | να αγοράζουν(ε) | να αγοράζεται | να αγοράζονται | ||
Aorist | να αγοράσω | να αγοράσουμε, να αγοράσομε | να αγοραστώ | να αγοραστούμε | |
να αγοράσεις | να αγοράσετε | να αγοραστείς | να αγοραστείτε | ||
να αγοράσει | να αγοράσουν(ε) | να αγοραστεί | να αγοραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγοράσει να έχω αγορασμένο | να έχουμε αγοράσει να έχουμε αγορασμένο | να έχω αγοραστεί να είμαι αγορασμένος, -η | να έχουμε αγοραστεί να είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
να έχεις αγοράσει να έχεις αγορασμένο | να έχετε αγοράσει να έχετε αγορασμένο | να έχεις αγοραστεί να είσαι αγορασμένος, -η | να έχετε αγοραστεί να είστε αγορασμένοι, -ες | ||
να έχει αγοράσει να έχει αγορασμένο | να έχουν αγοράσει να έχουν αγορασμένο | να έχει αγοραστεί να είναι αγορασμένος, -η, -ο | να έχουν αγοραστεί να είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αγόραζε | αγοράζετε | αγοράζεστε | |
Aorist | αγόρασε | αγοράστε | αγοράσου | αγοραστείτε | |
Part izip | Pres | αγοράζοντας | αγοραζόμενος | ||
Perf | έχοντας αγοράσει, έχοντας αγορασμένο | αγορασμένος, -η, -ο | αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγοράσει | αγοραστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kaufe | ||
du | kaufst | |||
er, sie, es | kauft | |||
Präteritum | ich | kaufte | ||
Konjunktiv II | ich | kaufte | ||
Imperativ | Singular | kauf! | ||
Plural | kauft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekauft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kaufen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kaufe auf | ||
du | kaufst auf | |||
er, sie, es | kauft auf | |||
Präteritum | ich | kaufte auf | ||
Konjunktiv II | ich | kaufte auf | ||
Imperativ | Singular | kauf auf! kaufe auf! | ||
Plural | kauft auf! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
aufgekauft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:aufkaufen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schaffe an | ||
du | schaffst an | |||
er, sie, es | schafft an | |||
Präteritum | ich | schaffte an | ||
Konjunktiv II | ich | schaffte an | ||
Imperativ | Singular | schaff an! schaffe an! | ||
Plural | schafft an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angeschafft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anschaffen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | kaufe an | ||
du | kaufst an | |||
er, sie, es | kauft an | |||
Präteritum | ich | kaufte an | ||
Konjunktiv II | ich | kaufte an | ||
Imperativ | Singular | kauf an! kaufe an! | ||
Plural | kauft an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angekauft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ankaufen |
αγοράζω [aγorázo] -ομαι : 1.αποκτώ, προμηθεύομαι κτ. έναντι χρημάτων: αγοράζω τρόφιμα / ρούχα / ποτά, ψωνίζω. αγοράζω σπίτι / οικόπεδο / αυτοκίνητο. αγοράζω χοντρικώς / λιανικώς / με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς* / με έκπτωση. αγοράζω κτ. φτηνά / ακριβά / μισοτιμής. Tης αγόρασε ένα ακριβό κόσμημα και της το ΄κανε δώρο. Θα μου αγοράσεις το τρενάκι; ΦΡ αγοράζω γουρούνι στο σακί*. (λόγ.) αγρόν* ηγόρασε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.