kaufen
 Verb

αγοράζω Verb
(95)
DeutschGriechisch
5.5 Die wesentlichen Ziele der europäischen Verbraucher hinsichtlich des Wettbewerbs im Auto­mobilsektor ließen sich folgendermaßen zusammenfassen: Wahl, wo sie das Fahrzeug zum besten Preis kaufen und erforderlichenfalls reparieren lassen können und größere Sicherheit im Straßenverkehr.5.5 Ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων καταναλωτών όσον αφορά τον ανταγωνισμό στην αυτοκινητοβιομηχανία θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: αγοράζω οπουδήποτε επιλέξω, επισκευάζω οπουδήποτε χρειαστεί, επωφελούμαι από τις καλύτερες τιμές και διαθέτω αυξημένη οδική ασφάλεια.

Übersetzung bestätigt

5.5 Die wesentlichen Ziele der europäischen Verbraucher hinsichtlich des Wettbewerbs im Auto­mobilsektor ließen sich folgendermaßen zusammenfassen: Wahl, wo sie das Fahrzeug zum besten Preis kaufen und erforderlichenfalls reparieren lassen können, und größere Sicherheit im Straßenverkehr.5.5 Ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων καταναλωτών όσον αφορά τον ανταγωνισμό στην αυτοκινητοβιομηχανία θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: αγοράζω οπουδήποτε επιλέξω, επισκευάζω οπουδήποτε χρειαστεί, επωφελούμαι από τις καλύτερες τιμές και διαθέτω αυξημένη οδική ασφάλεια.

Übersetzung bestätigt

So will auch ich in meinem Laden in Reims Schokolade nach den kulinarischen Traditionen unseres Landes kaufen können, ohne sie nach allen Seiten umdrehen und noch meine Brille aufsetzen zu müssen, um ihre Qualität herauszufinden.Θέλω πράγματι να μπορώ να αγοράζω στο μαγαζί μου στη Reims μια πλάκα σοκολάτας σύμφωνα με τη γαστρονομική παράδοση της χώρας μου, χωρίς να είμαι υποχρεωμένη να περιεργαστώ το προϊόν από όλες τις πλευρές χρησιμοποιώντας παράλληλα τα γυαλιά μου για να βεβαιωθώ για την ποιότητά του.

Übersetzung bestätigt

Obgleich ein solches Verbot zu Lasten einiger niederländischer Redewendungen wie de hond in de pot vinden [der Hund hat die Schüssel schon leergefressen] oder de kat in de zak kopen [die Katze im Sack kaufen] ginge, bedeutet es, dass wir die Tiere, die uns lieb sind, schützen wollen, und es ist nicht hinnehmbar, dass unsere Kinder bei ihren Spielsachen Teilen begegnen, die von unseren Haustieren stammen.Μολονότι η απαγόρευση αυτή μπορεί να είναι εις βάρος μιας σειράς ολλανδικών εκφράσεων, όπως de hond in de pot vinden [βρίσκω το δείπνο μου στον σκύλο] ή de kat in de zak kopen [αγοράζω γάτα σε σακί], αυτό σημαίνει ότι επιθυμούμε διακαώς να προστατεύσουμε τα ζώα που αγαπάμε, και είναι απαράδεκτο τα παιδιά μας να έρχονται αντιμέτωπα με μέρη των κατοικίδιων ζώων τους ενσωματωμένα στα παιχνίδια τους.

Übersetzung bestätigt

Nie habe ich für meine Kunden eine unfähige Bank gekauft, aber in den letzten Jahren haben Politiker und Bürokraten mir als Steuerzahler die Pistole auf die Brust gesetzt und mich dazu gezwungen, mehr unfähige Banken zu kaufen, als man sich vorstellen kann.Δεν αγόρασα ποτέ μια αποτυχημένη τράπεζα για τους πελάτες μου, αλλά τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες με απειλούν, ως φορολογούμενο, και με εξαναγκάζουν να αγοράζω αμέτρητες αποτυχημένες τράπεζες.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αγοράζωαγοράζουμε, αγοράζομεαγοράζομαιαγοραζόμαστε
αγοράζειςαγοράζετεαγοράζεσαιαγοράζεστε, αγοραζόσαστε
αγοράζειαγοράζουν(ε)αγοράζεταιαγοράζονται
Imper
fekt
αγόραζααγοράζαμεαγοραζόμουν(α)αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν
αγόραζεςαγοράζατεαγοραζόσουν(α)αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν
αγόραζεαγόραζαν, αγοράζαν(ε)αγοραζόταν(ε)αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν
Aoristαγόρασααγοράσαμεαγοράστηκααγοραστήκαμε
αγόρασεςαγοράσατεαγοράστηκεςαγοραστήκατε
αγόρασεαγόρασαν, αγοράσαν(ε)αγοράστηκεαγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αγοράσει
έχω αγορασμένο
έχουμε αγοράσει
έχουμε αγορασμένο
έχω αγοραστεί
είμαι αγορασμένος, -η
έχουμε αγοραστεί
είμαστε αγορασμένοι, -ες
έχεις αγοράσει
έχεις αγορασμένο
έχετε αγοράσει
έχετε αγορασμένο
έχεις αγοραστεί
είσαι αγορασμένος, -η
έχετε αγοραστεί
είστε αγορασμένοι, -ες
έχει αγοράσει
έχει αγορασμένο
έχουν αγοράσει
έχουν αγορασμένο
έχει αγοραστεί
είναι αγορασμένος, -η, -ο
έχουν αγοραστεί
είναι αγορασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αγοράσει
είχα αγορασμένο
είχαμε αγοράσει
είχαμε αγορσμένο
είχα αγοραστεί
ήμουν αγορασμένος, -η
είχαμε αγοραστεί
ήμαστε αγορασμένοι, -ες
είχες αγοράσει
είχες αγορασμένο
είχατε αγοράσει
είχατε αγορασμένο
είχες αγοραστεί
ήσουν αγορασμένος, -η
είχατε αγοραστεί
ήσαστε αγορασμένοι, -ες
είχε αγοράσει
είχε αγορασμένο
είχαν αγοράσει
είχαν αγορασμένο
είχε αγοραστεί
ήταν αγορασμένος, -η, -ο
είχαν αγοραστεί
ήταν αγορασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αγοράζωθα αγοράζουμε, θα αγοράζομεθα αγοράζομαιθα αγοραζόμαστε
θα αγοράζειςθα αγοράζετεθα αγοράζεσαιθα αγοράζεστε, θα αγοραζόσαστε
θα αγοράζειθα αγοράζουν(ε)θα αγοράζεταιθα αγοράζονται
Fut
ur
θα αγοράσωθα αγοράσουμε, θα αγοράζομεθα αγοραστώθα αγοραστούμε
θα αγοράσειςθα αγοράσετεθα αγοραστείςθα αγοραστείτε
θα αγοράσειθα αγοράσουν(ε)θα αγοραστείθα αγοραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αγοράσει
θα έχω αγορασμένο
θα έχουμε αγοράσει
θα έχουμε αγορασμένο
θα έχω αγοραστεί
θα είμαι αγορασμένος, -η
θα έχουμε αγοραστεί
θα είμαστε αγορασμένοι, -ες
θα έχεις αγοράσει
θα έχεις αγορασμένο
θα έχετε αγοράσει
θα έχετε αγορασμένο
θα έχεις αγοραστεί
θα είσαι αγορασμένος, -η
θα έχετε αγοραστεί
θα είστε αγορασμένοι, -ες
θα έχει αγοράσει
θα έχει αγορασμένο
θα έχουν αγοράσει
θα έχουν αγορασμένο
θα έχει αγοραστεί
θα είναι αγορασμένος, -η, -ο
θα έχουν αγοραστεί
θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αγοράζωνα αγοράζουμε, να αγοράζομενα αγοράζομαινα αγοραζόμαστε
να αγοράζειςνα αγοράζετενα αγοράζεσαινα αγοράζεστε, να αγοραζόσαστε
να αγοράζεινα αγοράζουν(ε)να αγοράζεταινα αγοράζονται
Aoristνα αγοράσωνα αγοράσουμε, να αγοράσομενα αγοραστώνα αγοραστούμε
να αγοράσειςνα αγοράσετενα αγοραστείςνα αγοραστείτε
να αγοράσεινα αγοράσουν(ε)να αγοραστείνα αγοραστούν(ε)
Perfνα έχω αγοράσει
να έχω αγορασμένο
να έχουμε αγοράσει
να έχουμε αγορασμένο
να έχω αγοραστεί
να είμαι αγορασμένος, -η
να έχουμε αγοραστεί
να είμαστε αγορασμένοι, -ες
να έχεις αγοράσει
να έχεις αγορασμένο
να έχετε αγοράσει
να έχετε αγορασμένο
να έχεις αγοραστεί
να είσαι αγορασμένος, -η
να έχετε αγοραστεί
να είστε αγορασμένοι, -ες
να έχει αγοράσει
να έχει αγορασμένο
να έχουν αγοράσει
να έχουν αγορασμένο
να έχει αγοραστεί
να είναι αγορασμένος, -η, -ο
να έχουν αγοραστεί
να είναι αγορασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαγόραζεαγοράζετεαγοράζεστε
Aoristαγόρασεαγοράστεαγοράσουαγοραστείτε
Part
izip
Presαγοράζονταςαγοραζόμενος
Perfέχοντας αγοράσει, έχοντας αγορασμένοαγορασμένος, -η, -οαγορασμένοι, -ες, -α
InfinAoristαγοράσειαγοραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback