αγοράζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Cesare wird vor ihren Augen aus der Totenstarre erstehen ... | Νύχτα... Μπροστά στα μάτια σας, Übersetzung nicht bestätigt |
Doch sehe ich in grosser Entfernung... eine neue Welt aus Ruinen erstehen, | Βλεπω ομως πολυ μακρια... Ενα νεο κοσμο στα συντριμμια... Übersetzung nicht bestätigt |
V erstehen Sie doch. | Θα δούμε αυτούς τους κανόνες. Übersetzung nicht bestätigt |
Jetzt haben Sie die Gelegenheit, ein Duplikat der Spieldose zu erstehen, die dieser Herr gerade für lächerliche zwei Pfund gekauft hat. | Και τώρα κυρίες και κύριοι, θα έχετε την ευκαιρία να αγοράσετε... ένα ακριβές αντίγραφο του μουσικού κουτιού, που μόλις αγόρασε ο κύριος... στη γελοία τιμή των 2 λιρών. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich mache mir über die Sache auch Gedanken. Ob man vielleicht einen Händler, zum Beispiel Mr. Rynders, geholt hat? Um auf der Versammlung begehrte Dinge, auf diese Weise zu erstehen. | Αλλά αν ήμουν επίσημος έμπορος σαν τον κύριο Ρίντερς, και είχα γνωρίσει κάποιους εμπόρους όπλων, θα βρισκόμουν κοντά στο συμβούλιο του Ερυθρού Χιτώνα, για να ανταλλάξω γη με επαναληπτικά τουφέκια. Übersetzung nicht bestätigt |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αγοράζω | αγοράζουμε, αγοράζομε | αγοράζομαι | αγοραζόμαστε |
αγοράζεις | αγοράζετε | αγοράζεσαι | αγοράζεστε, αγοραζόσαστε | ||
αγοράζει | αγοράζουν(ε) | αγοράζεται | αγοράζονται | ||
Imper fekt | αγόραζα | αγοράζαμε | αγοραζόμουν(α) | αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν | |
αγόραζες | αγοράζατε | αγοραζόσουν(α) | αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν | ||
αγόραζε | αγόραζαν, αγοράζαν(ε) | αγοραζόταν(ε) | αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν | ||
Aorist | αγόρασα | αγοράσαμε | αγοράστηκα | αγοραστήκαμε | |
αγόρασες | αγοράσατε | αγοράστηκες | αγοραστήκατε | ||
αγόρασε | αγόρασαν, αγοράσαν(ε) | αγοράστηκε | αγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αγοράσει έχω αγορασμένο | έχουμε αγοράσει έχουμε αγορασμένο | έχω αγοραστεί είμαι αγορασμένος, -η | έχουμε αγοραστεί είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
έχεις αγοράσει έχεις αγορασμένο | έχετε αγοράσει έχετε αγορασμένο | έχεις αγοραστεί είσαι αγορασμένος, -η | έχετε αγοραστεί είστε αγορασμένοι, -ες | ||
έχει αγοράσει έχει αγορασμένο | έχουν αγοράσει έχουν αγορασμένο | έχει αγοραστεί είναι αγορασμένος, -η, -ο | έχουν αγοραστεί είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αγοράσει είχα αγορασμένο | είχαμε αγοράσει είχαμε αγορσμένο | είχα αγοραστεί ήμουν αγορασμένος, -η | είχαμε αγοραστεί ήμαστε αγορασμένοι, -ες | |
είχες αγοράσει είχες αγορασμένο | είχατε αγοράσει είχατε αγορασμένο | είχες αγοραστεί ήσουν αγορασμένος, -η | είχατε αγοραστεί ήσαστε αγορασμένοι, -ες | ||
είχε αγοράσει είχε αγορασμένο | είχαν αγοράσει είχαν αγορασμένο | είχε αγοραστεί ήταν αγορασμένος, -η, -ο | είχαν αγοραστεί ήταν αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αγοράζω | θα αγοράζουμε, θα αγοράζομε | θα αγοράζομαι | θα αγοραζόμαστε | |
θα αγοράζεις | θα αγοράζετε | θα αγοράζεσαι | θα αγοράζεστε, θα αγοραζόσαστε | ||
θα αγοράζει | θα αγοράζουν(ε) | θα αγοράζεται | θα αγοράζονται | ||
Fut ur | θα αγοράσω | θα αγοράσουμε, θα αγοράζομε | θα αγοραστώ | θα αγοραστούμε | |
θα αγοράσεις | θα αγοράσετε | θα αγοραστείς | θα αγοραστείτε | ||
θα αγοράσει | θα αγοράσουν(ε) | θα αγοραστεί | θα αγοραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αγοράσει θα έχω αγορασμένο | θα έχουμε αγοράσει θα έχουμε αγορασμένο | θα έχω αγοραστεί θα είμαι αγορασμένος, -η | θα έχουμε αγοραστεί θα είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
θα έχεις αγοράσει θα έχεις αγορασμένο | θα έχετε αγοράσει θα έχετε αγορασμένο | θα έχεις αγοραστεί θα είσαι αγορασμένος, -η | θα έχετε αγοραστεί θα είστε αγορασμένοι, -ες | ||
θα έχει αγοράσει θα έχει αγορασμένο | θα έχουν αγοράσει θα έχουν αγορασμένο | θα έχει αγοραστεί θα είναι αγορασμένος, -η, -ο | θα έχουν αγοραστεί θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αγοράζω | να αγοράζουμε, να αγοράζομε | να αγοράζομαι | να αγοραζόμαστε |
να αγοράζεις | να αγοράζετε | να αγοράζεσαι | να αγοράζεστε, να αγοραζόσαστε | ||
να αγοράζει | να αγοράζουν(ε) | να αγοράζεται | να αγοράζονται | ||
Aorist | να αγοράσω | να αγοράσουμε, να αγοράσομε | να αγοραστώ | να αγοραστούμε | |
να αγοράσεις | να αγοράσετε | να αγοραστείς | να αγοραστείτε | ||
να αγοράσει | να αγοράσουν(ε) | να αγοραστεί | να αγοραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αγοράσει να έχω αγορασμένο | να έχουμε αγοράσει να έχουμε αγορασμένο | να έχω αγοραστεί να είμαι αγορασμένος, -η | να έχουμε αγοραστεί να είμαστε αγορασμένοι, -ες | |
να έχεις αγοράσει να έχεις αγορασμένο | να έχετε αγοράσει να έχετε αγορασμένο | να έχεις αγοραστεί να είσαι αγορασμένος, -η | να έχετε αγοραστεί να είστε αγορασμένοι, -ες | ||
να έχει αγοράσει να έχει αγορασμένο | να έχουν αγοράσει να έχουν αγορασμένο | να έχει αγοραστεί να είναι αγορασμένος, -η, -ο | να έχουν αγοραστεί να είναι αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αγόραζε | αγοράζετε | αγοράζεστε | |
Aorist | αγόρασε | αγοράστε | αγοράσου | αγοραστείτε | |
Part izip | Pres | αγοράζοντας | αγοραζόμενος | ||
Perf | έχοντας αγοράσει, έχοντας αγορασμένο | αγορασμένος, -η, -ο | αγορασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αγοράσει | αγοραστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.