ankaufen
 Verb

αγοράζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir haben gehört, dass Sie unter der Hand Silber ankaufen, stimmt das?Μάθαμε ότι αγοράζεις ασήμι χωρίς απόδειξη, φίλε. Αληθεύει;

Übersetzung nicht bestätigt

Daher führten sie aus, dass die Möglichkeit, dass eine Raffinerie außerhalb ihrer üblichen Anbaugebiete die Grunderzeugnisse in anderen Anbaugebieten ankaufen könne, im Allgemeinen nicht häufig besteht.Ανέφεραν λοιπόν ότι γενικά δεν παρατηρείται συχνά δυνατότητα ενός ζαχαρουργείου να εφοδιασθεί από περιοχές παραγωγής άλλες εκτός των συνήθων περιοχών παραγωγής.

Übersetzung bestätigt

Unternehmen, die ihre Zusagen nicht erfüllen, müssen eine bestimmte Menge Ökostrom auf dem Markt ankaufen oder für den Eigenverbrauch erzeugen [43].Unternehmen, die ihre Energieeffizienz nicht, wie zugesagt, zu Beginn und Ende des Zeitraums von Prüfern bestätigen lassen, müssen eine Ökostrommenge ankaufen oder selbst erzeugen, die 1 % ihres Verbrauches entspricht.οι επιχειρήσεις που δεν είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους θα έπρεπε να αγοράσουν ορισμένη ποσότητα ΗΕ-ΑΠΕ στην αγορά ή να την παραγάγουν προς ίδια κατανάλωση [43],οι επιχειρήσεις που δεν είχαν τηρήσει τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την πιστοποίηση της βελτίωσης της ενεργειακής τους αποτελεσματικότητας από ελεγκτές στην έναρξη και τη λήξη της σχετικής χρονικής περιόδου θα έπρεπε να αγοράσουν ή να παραγάγουν αυτές οι ίδιες ποσότητες ΗΕ-ΑΠΕ που θα αντιστοιχούσαν στο 1 % της κατανάλωσής τους.

Übersetzung bestätigt

Das Eurosystem hat das Programm eingeführt, wonach die Zentralbanken des Eurosystems zugelassene gedeckte Schuldverschreibungen mit einem angestrebten Nominalbetrag von EUR 60 Mrd. EUR ankaufen.Το Ευρωσύστημα θεσπίζει το πρόγραμμα, βάσει του οποίου οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος αγοράζουν αποδεκτές καλυμμένες ομολογίες σκοπούμενου ονομαστικού ποσού ύψους 60 δισεκατ. ευρώ.

Übersetzung bestätigt

In Artikel 11 Absatz 1 Unterabsatz 2 der Verordnung (EG) Nr. 1234/2007 sind die Mengen Mais, die die Zahlstellen oder Interventionsstellen in der gesamten Gemeinschaft ankaufen können, auf eine Gesamtmenge von 700000 t im Wirtschaftsjahr 2008/09 und 0 t ab dem Wirtschaftsjahr 2009/10 begrenzt.Το άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 περιόρισε τις ποσότητες αραβοσίτου που μπορούν να αναλάβουν οι οργανισμοί πληρωμών ή οι οργανισμοί παρέμβασης σε όλη την Κοινότητα σε 700000 τόνους για την περίοδο 2008/2009 και σε 0 τόνους για την περίοδο 2009/2010.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
ankaufen
erstehen
aufkaufen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αγοράζωαγοράζουμε, αγοράζομεαγοράζομαιαγοραζόμαστε
αγοράζειςαγοράζετεαγοράζεσαιαγοράζεστε, αγοραζόσαστε
αγοράζειαγοράζουν(ε)αγοράζεταιαγοράζονται
Imper
fekt
αγόραζααγοράζαμεαγοραζόμουν(α)αγοραζόμαστε, αγοραζόμασταν
αγόραζεςαγοράζατεαγοραζόσουν(α)αγοραζόσαστε, αγοραζόσασταν
αγόραζεαγόραζαν, αγοράζαν(ε)αγοραζόταν(ε)αγοράζονταν, αγοραζόντανε, αγοραζόντουσαν
Aoristαγόρασααγοράσαμεαγοράστηκααγοραστήκαμε
αγόρασεςαγοράσατεαγοράστηκεςαγοραστήκατε
αγόρασεαγόρασαν, αγοράσαν(ε)αγοράστηκεαγοράστηκαν, αγοραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αγοράσει
έχω αγορασμένο
έχουμε αγοράσει
έχουμε αγορασμένο
έχω αγοραστεί
είμαι αγορασμένος, -η
έχουμε αγοραστεί
είμαστε αγορασμένοι, -ες
έχεις αγοράσει
έχεις αγορασμένο
έχετε αγοράσει
έχετε αγορασμένο
έχεις αγοραστεί
είσαι αγορασμένος, -η
έχετε αγοραστεί
είστε αγορασμένοι, -ες
έχει αγοράσει
έχει αγορασμένο
έχουν αγοράσει
έχουν αγορασμένο
έχει αγοραστεί
είναι αγορασμένος, -η, -ο
έχουν αγοραστεί
είναι αγορασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αγοράσει
είχα αγορασμένο
είχαμε αγοράσει
είχαμε αγορσμένο
είχα αγοραστεί
ήμουν αγορασμένος, -η
είχαμε αγοραστεί
ήμαστε αγορασμένοι, -ες
είχες αγοράσει
είχες αγορασμένο
είχατε αγοράσει
είχατε αγορασμένο
είχες αγοραστεί
ήσουν αγορασμένος, -η
είχατε αγοραστεί
ήσαστε αγορασμένοι, -ες
είχε αγοράσει
είχε αγορασμένο
είχαν αγοράσει
είχαν αγορασμένο
είχε αγοραστεί
ήταν αγορασμένος, -η, -ο
είχαν αγοραστεί
ήταν αγορασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αγοράζωθα αγοράζουμε, θα αγοράζομεθα αγοράζομαιθα αγοραζόμαστε
θα αγοράζειςθα αγοράζετεθα αγοράζεσαιθα αγοράζεστε, θα αγοραζόσαστε
θα αγοράζειθα αγοράζουν(ε)θα αγοράζεταιθα αγοράζονται
Fut
ur
θα αγοράσωθα αγοράσουμε, θα αγοράζομεθα αγοραστώθα αγοραστούμε
θα αγοράσειςθα αγοράσετεθα αγοραστείςθα αγοραστείτε
θα αγοράσειθα αγοράσουν(ε)θα αγοραστείθα αγοραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αγοράσει
θα έχω αγορασμένο
θα έχουμε αγοράσει
θα έχουμε αγορασμένο
θα έχω αγοραστεί
θα είμαι αγορασμένος, -η
θα έχουμε αγοραστεί
θα είμαστε αγορασμένοι, -ες
θα έχεις αγοράσει
θα έχεις αγορασμένο
θα έχετε αγοράσει
θα έχετε αγορασμένο
θα έχεις αγοραστεί
θα είσαι αγορασμένος, -η
θα έχετε αγοραστεί
θα είστε αγορασμένοι, -ες
θα έχει αγοράσει
θα έχει αγορασμένο
θα έχουν αγοράσει
θα έχουν αγορασμένο
θα έχει αγοραστεί
θα είναι αγορασμένος, -η, -ο
θα έχουν αγοραστεί
θα είναι αγορασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αγοράζωνα αγοράζουμε, να αγοράζομενα αγοράζομαινα αγοραζόμαστε
να αγοράζειςνα αγοράζετενα αγοράζεσαινα αγοράζεστε, να αγοραζόσαστε
να αγοράζεινα αγοράζουν(ε)να αγοράζεταινα αγοράζονται
Aoristνα αγοράσωνα αγοράσουμε, να αγοράσομενα αγοραστώνα αγοραστούμε
να αγοράσειςνα αγοράσετενα αγοραστείςνα αγοραστείτε
να αγοράσεινα αγοράσουν(ε)να αγοραστείνα αγοραστούν(ε)
Perfνα έχω αγοράσει
να έχω αγορασμένο
να έχουμε αγοράσει
να έχουμε αγορασμένο
να έχω αγοραστεί
να είμαι αγορασμένος, -η
να έχουμε αγοραστεί
να είμαστε αγορασμένοι, -ες
να έχεις αγοράσει
να έχεις αγορασμένο
να έχετε αγοράσει
να έχετε αγορασμένο
να έχεις αγοραστεί
να είσαι αγορασμένος, -η
να έχετε αγοραστεί
να είστε αγορασμένοι, -ες
να έχει αγοράσει
να έχει αγορασμένο
να έχουν αγοράσει
να έχουν αγορασμένο
να έχει αγοραστεί
να είναι αγορασμένος, -η, -ο
να έχουν αγοραστεί
να είναι αγορασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαγόραζεαγοράζετεαγοράζεστε
Aoristαγόρασεαγοράστεαγοράσουαγοραστείτε
Part
izip
Presαγοράζονταςαγοραζόμενος
Perfέχοντας αγοράσει, έχοντας αγορασμένοαγορασμένος, -η, -οαγορασμένοι, -ες, -α
InfinAoristαγοράσειαγοραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback