gewinnen
 Verb

κερδίζω Verb
(71)
προκύπτει 
(4)
νικώ Verb
(1)
καζαντίζω Verb
(0)
εξορύσσω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κερδίζωκερδίζουμε, κερδίζομεκερδίζομαικερδιζόμαστε
κερδίζειςκερδίζετεκερδίζεσαικερδίζεστε, κερδιζόσαστε
κερδίζεικερδίζουν(ε)κερδίζεταικερδίζονται
Imper
fekt
κέρδιζακερδίζαμεκερδιζόμουν(α)κερδιζόμαστε, κερδιζόμασταν
κέρδιζεςκερδίζατεκερδιζόσουν(α)κερδιζόσαστε, κερδιζόσασταν
κέρδιζεκέρδιζαν, κερδίζαν(ε)κερδιζόταν(ε)κερδίζονταν, κερδιζόντανε, κερδιζόντουσαν
Aoristκέρδισακερδίσαμεκερδήθηκακερδηθήκαμε
κέρδισεςκερδίσατεκερδήθηκεςκερδηθήκατε
κέρδισεκέρδισαν, κερδίσαν(ε)κερδήθηκεκερδήθηκαν, κερδηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κερδίσει
έχω κερδισμένο
έχουμε κερδίσει
έχουμε κερδισμένο
έχω κερδηθεί
είμαι κερδισμένος, -η
έχουμε κερδηθεί
είμαστε κερδισμένοι, -ες
έχεις κερδίσει
έχεις κερδισμένο
έχετε κερδίσει
έχετε κερδισμένο
έχεις κερδηθεί
είσαι κερδισμένος, -η
έχετε κερδηθεί
είστε κερδισμένοι, -ες
έχει κερδίσει
έχει κερδισμένο
έχουν κερδίσει
έχουν κερδισμένο
έχει κερδηθεί
είναι κερδισμένος, -η, -ο
έχουν κερδηθεί
είναι κερδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κερδίσει
είχα κερδισμένο
είχαμε κερδίσει
είχαμε κερδισμένο
είχα κερδηθεί
ήμουν κερδισμένος, -η
είχαμε κερδηθεί
ήμαστε κερδισμένοι, -ες
είχες κερδίσει
είχες κερδισμένο
είχατε κερδίσει
είχατε κερδισμένο
είχες κερδηθεί
ήσουν κερδισμένος, -η
είχατε κερδηθεί
ήσαστε κερδισμένοι, -ες
είχε κερδίσει
είχε κερδισμένο
είχαν κερδίσει
είχαν κερδισμένο
είχε κερδηθεί
ήταν κερδισμένος, -η, -ο
είχαν κερδηθεί
ήταν κερδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κερδίζωθα κερδίζουμε, θα κερδίζομεθα κερδίζομαιθα κερδιζόμαστε
θα κερδίζειςθα κερδίζετεθα κερδίζεσαιθα κερδίζεστε, θα κερδιζόσαστε
θα κερδίζειθα κερδίζουν(ε)θα κερδίζεταιθα κερδίζονται
Fut
ur
θα κερδίσωθα κερδίσουμε, θα κερδίζομεθα κερδηθώθα κερδηθούμε
θα κερδίσειςθα κερδίσετεθα κερδηθείςθα κερδηθείτε
θα κερδίσειθα κερδίσουν(ε)θα κερδηθείθα κερδηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κερδίσει
θα έχω κερδισμένο
θα έχουμε κερδίσει
θα έχουμε κερδισμένο
θα έχω κερδηθεί
θα είμαι κερδισμένος, -η
θα έχουμε κερδηθεί
θα είμαστε κερδισμένοι, -ες
θα έχεις κερδίσει
θα έχεις κερδισμένο
θα έχετε κερδίσει
θα έχετε κερδισμένο
θα έχεις κερδηθεί
θα είσαι κερδισμένος, -η
θα έχετε κερδηθεί
θα είστε κερδισμένοι, -ες
θα έχει κερδίσει
θα έχει κερδισμένο
θα έχουν κερδίσει
θα έχουν κερδισμένο
θα έχει κερδηθεί
θα είναι κερδισμένος, -η, -ο
θα έχουν κερδηθεί
θα είναι κερδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κερδίζωνα κερδίζουμε, να κερδίζομενα κερδίζομαινα κερδιζόμαστε
να κερδίζειςνα κερδίζετενα κερδίζεσαινα κερδίζεστε, να κερδιζόσαστε
να κερδίζεινα κερδίζουν(ε)να κερδίζεταινα κερδίζονται
Aoristνα κερδίσωνα κερδίσουμε, να κερδίσομενα κερδηθώνα κερδηθούμε
να κερδίσειςνα κερδίσετενα κερδηθείςνα κερδηθείτε
να κερδίσεινα κερδίσουν(ε)να κερδηθείνα κερδηθούν(ε)
Perfνα έχω κερδίσει
να έχω κερδισμένο
να έχουμε κερδίσει
να έχουμε κερδισμένο
να έχω κερδηθεί
να είμαι κερδισμένος, -η
να έχουμε κερδηθεί
να είμαστε κερδισμένοι, -ες
να έχεις κερδίσει
να έχεις κερδισμένο
να έχετε κερδίσει
να έχετε κερδισμένο
να έχεις κερδηθεί
να είσαι κερδισμένος, -η
να έχετε κερδηθεί
να είστε κερδισμένοι, -ες
να έχει κερδίσει
να έχει κερδισμένο
να έχουν κερδίσει
να έχουν κερδισμένο
να έχει κερδηθεί
να είναι κερδισμένος, -η, -ο
να έχουν κερδηθεί
να είναι κερδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέρδιζεκερδίζετεκερδίζεστε
Aoristκέρδισεκερδίστεκερδήσουκερδηθείτε
Part
izip
Presκερδίζονταςκερδιζόμενος
Perfέχοντας κερδίσει, έχοντας κερδισμένοκερδισμένος, -η, -οκερδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκερδίσεικερδηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
νικάω, νικώνικάμε, νικούμενικιέμαινικιόμαστε
νικάςνικάτενικιέσαινικιέστε, νικιόσαστε
νικάει, νικάνικάν(ε), νικούν(ε)νικιέταινικιούνται, νικιόνται
Imper
fekt
νικούσα, νίκαγανικούσαμε, νικάγαμενικιόμουν(α)νικιόμαστε, νικιόμασταν
νικούσες, νίκαγεςνικούσατε, νικάγατενικιόσουν(α)νικιόσαστε, νικιόσασταν
νικούσε, νίκαγενικούσαν(ε), νίκαγαν, νικάγανενικιόταν(ε)νικιόνταν(ε), νικιούνταν, νικιόντουσαν
Aoristνίκησανικήσαμενικήθηκανικηθήκαμε
νίκησεςνικήσατενικήθηκεςνικηθήκατε
νίκησενίκησαν, νικήσαν(ε)νικήθηκενικήθηκαν, νικηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω νικήσει
έχω νικημένο
έχουμε νικήσει
έχουμε νικημένο
έχω νικηθεί
είμαι νικημένος, -η
έχουμε νικηθεί
είμαστε νικημένοι, -ες
έχεις νικήσει
έχεις νικημένο
έχετε νικήσει
έχετε νικημένο
έχεις νικηθεί
είσαι νικημένος, -η
έχετε νικηθεί
είστε νικημένοι, -ες
έχει νικήσει
έχει νικημένο
έχουν νικήσει
έχουν νικημένο
έχει νικηθεί
είναι νικημένος, -η, -ο
έχουν νικηθεί
είναι νικημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα νικήσει
είχα νικημένο
είχαμε νικήσει
είχαμε νικημένο
είχα νικηθεί
ήμουν νικημένος, -η
είχαμε νικηθεί
ήμαστε νικημένοι, -ες
είχες νικήσει
είχες νικημένο
είχατε νικήσει
είχατε νικημένο
είχες νικηθεί
ήσουν νικημένος, -η
είχατε νικηθεί
ήσαστε νικημένοι, -ες
είχε νικήσει
είχε νικημένο
είχαν νικήσει
είχαν νικημένο
είχε νικηθεί
ήταν νικημένος, -η, -ο
είχαν νικηθεί
ήταν νικημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα νικάω, θα νικώθα νικάμε, θα νικούμεθα νικιέμαιθα νικιόμαστε
θα νικάςθα νικάτεθα νικιέσαιθα νικιέστε, θα νικιόσαστε
θα νικάει, θα νικάθα νικάν(ε), θα νικούν(ε)θα νικιέταιθα νικιούνται, θα νικιόνται
Fut
ur
θα νικήσωθα νικήσουμε, θα νικήσομεθα νικηθώθα νικηθούμε
θα νικήσειςθα νικήσετεθα νικηθείςθα νικηθείτε
θα νικήσειθα νικήσουν(ε)θα νικηθείθα νικηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω νικήσει
θα έχω νικημένο
θα έχουμε νικήσει
θα έχουμε νικημένο
θα έχω νικηθεί
θα είμαι νικημένος, -η
θα έχουμε νικηθεί
θα είμαστε νικημένοι, -ες
θα έχεις νικήσει
θα έχεις νικημένο
θα έχετε νικήσει
θα έχετε νικημένο
θα έχεις νικηθεί
θα είσαι νικημένος, -η
θα έχετε νικηθεί
θα είστε νικημένοι, -ες
θα έχει νικήσει
θα έχει νικημένο
θα έχουν νικήσει
θα έχουν νικημένο
θα έχει νικηθεί
θα είναι νικημένος, -η, -ο
θα έχουν νικηθεί
θα είναι νικημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να νικάω, να νικώνα νικάμε, να νικούμενα νικιέμαινα νικιόμαστε
να νικάςνα νικάτενα νικιέσαινα νικιέστε, να νικιόσαστε
να νικάει, να νικάνα νικάν(ε), να νικούν(ε)να νικιέταινα νικιούνται, να νικιόνται
Aoristνα νικήσωνα νικήσουμε, να νικήσομενα νικηθώνα νικηθούμε
να νικήσειςνα νικήσετενα νικηθείςνα νικηθείτε
να νικήσεινα νικήσουν(ε)να νικηθείνα νικηθούν(ε)
Perfνα έχω νικήσει
να έχω νικημένο
να έχουμε νικήσει
να έχουμε νικημένο
να έχω νικηθεί
να είμαι νικημένος, -η
να έχουμε νικηθεί
να είμαστε νικημένοι, -ες
να έχεις νικήσει
να έχεις νικημένο
να έχετε νικήσει
να έχετε νικημένο
να έχεις νικηθεί
να είσαι νικημένος, -η
να έχετε νικηθεί
να είστε νικημένοι, -η
να έχει νικήσει
να έχει νικημένο
να έχουν νικήσει
να έχουν νικημένο
να έχει νικηθεί
να είναι νικημένος, -η, -ο
να έχουν νικηθεί
να είναι νικημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presνίκα, νίκαγενικάτενικιέστε
Aoristνίκησε, νίκανικήστενικήσουνικηθείτε
Part
izip
Presνικώντας
Perfέχοντας νικήσει, έχοντας νικημένονικημένος, -η, -ονικημένοι, -ες, -α
InfinAoristνικήσεινικηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback