erringen
 Verb

επιτυγχάνω Verb
(0)
κερδίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sag meinem Bruder, dass wenn man den Mann als Geisel nimmt... es leichter für die Cheyenne wird, einen fairen Frieden zu erringen.Πες του αδελφού μου, αν τον πιάσουν αυτόν όμηρο,.. ...θα'ναι ευκολώτερο για τους Σαγιέν να κάνουν μια καλή ειρήνη.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber es scheint mir, dass Ihr einer von denen seid, die die Liebe einer Frau nicht bloß mit Worten, sondern auch mit dem Schwert erringen können.Μαστερ τροβαδουρε, μ'αρεσε που ειπες δεν σ'αρεσει το σπαθι. Φαινεσαι καποιος που μπορει να τα καταφερει, με ενα οργανο.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Opfer des Kemosch erringen das ewige Leben.Οτι θυσιαζεται στον Χεμως, αρραβωνιαζεται την αιωνια ζωη.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Kindeskinder einst besingen, was wir heut'für sie erringen ...Οι κόρες των θυγατέρων μας θα μας λατρεύουν. Και θα τραγουδούν

Übersetzung nicht bestätigt

# Die Kindeskinder einst besingen ... # was wir heut' für sie erringen ...Οι κόρες των θυγατέρων μας θα μας λατρεύουν. Και θα τραγουδούν

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτυγχάνω, petuxaino">πετυχαίνωεπιτυγχάνουμε, πετυχαίνουμεεπιτυγχάνομαιεπιτυγχανόμαστε
επιτυγχάνεις, πετυχαίνειςεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεσαιεπιτυγχάνεστε
επιτυγχάνει, πετυχαίνειεπιτυγχάνουν(ε), πετυχαίνουν(ε)επιτυγχάνεταιεπιτυγχάνονται
Imper
fekt
επιτύγχανα, πετύχαιναεπιτυγχάναμε, πετυχαίναμε
επιτύγχανες, πετύχαινεςεπιτυγχάνατε, πετυχαίνατε
επιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάναν, πετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)(επιτυγχανόταν)(επιτυγχάνονταν)
Aoristεπέτυχα, πέτυχαπετύχαμε, πετύχαμεεπιτεύχθηκαεπιτευχθήκαμε
επέτυχες, πέτυχεςπετύχατε, πετύχατεεπιτεύχθηκεςεπιτευχθήκατε
επέτυχε, πέτυχεεπέτυχαν, πέτυχαν, πετύχαν(ε)επιτεύχθηκεεπιτεύχθηκαν, επιτευχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτύχει
έχω πετύχει
έχουμε επιτύχει
έχουμε πετύχει
έχω επιτευχθείέχουμε επιτευχθεί
έχεις επιτύχει
έχεις πετύχει
έχετε επιτύχει
έχετε πετύχει
έχεις επιτευχθείέχετε επιτευχθεί
έχει επιτύχει
έχει πετύχει
έχουν επιτύχει
έχουν πετύχει
έχει επιτευχθείέχουν επιτευχθεί
Plu
per
fekt
είχα επιτύχει
είχα πετύχει
είχαμε επιτύχει
είχαμε πετύχει
είχα επιτευχθείείχαμε επιτευχθεί
είχες επιτύχει
είχες πετύχει
είχατε επιτύχει
είχατε πετύχει
είχες επιτευχθείείχατε επιτευχθεί
είχε επιτύχει
είχε πετύχει
είχαν επιτύχει
είχαν πετύχει
είχε επιτευχθείείχαν επιτευχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτυγχάνω, θα πετυχαίνωθα επιτυγχάνουμε, θα πετυχαίνουμεθα επιτυγχάνομαιθα επιτυγχανόμαστε
θα επιτυγχάνεις, θα πετυχαίνειςθα επιτυγχάνετε, θα πετυχαίνετεθα επιτυγχάνεσαιθα επιτυγχάνεστε
θα επιτυγχάνει, θα πετυχαίνειθα επιτυγχάνουν(ε), θα πετυχαίνουν(ε)θα επιτυγχάνεταιθα επιτυγχάνονται
Fut
ur
θα επιτύχω, θα πετύχωθα επιτύχουμε, θα πετύχουμεθα επιτευχθώθα επιτευχθούμε
θα επιτύχεις, θα πετύχειςθα επιτύχετε, θα πετύχετεθα επιτευχθείςθα επιτευχθείτε
θα επιτύχει, θα πετύχειθα επιτύχουν(ε), θα πετύχουν(ε)θα επιτευχθείθα επιτευχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτύχει
θα έχω πετύχει
θα έχουμε επιτύχει
θα έχουμε πετύχει
θα έχω επιτευχθείθα έχουμε επιτευχθεί
θα έχεις επιτύχει
θα έχεις πετύχει
θα έχετε επιτύχει
θα έχετε πετύχει
θα έχεις επιτευχθείθα έχετε επιτευχθεί
θα έχει επιτύχει
θα έχει πετύχει
θα έχουν επιτύχει
θα έχουν πετύχει
θα έχει επιτευχθείθα έχουν επιτευχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτυγχάνω, να πετυχαίνωνα επιτυγχάνουμε, να πετυχαίνουμενα επιτυγχάνομαινα επιτυγχανόμαστε
να επιτυγχάνεις, να πετυχαίνειςνα επιτυγχάνετε, να πετυχαίνετενα επιτυγχάνεσαινα επιτυγχάνεστε
να επιτυγχάνει, να πετυχαίνεινα επιτυγχάνουν(ε), να πετυχαίνουν(ε)να επιτυγχάνεταινα επιτυγχάνονται
Aoristνα επιτύχω, να πετύχωνα επιτύχουμε, να πετύχουμενα επιτευχθώνα επιτευχθούμε
να επιτύχεις, να πετύχειςνα επιτύχετε, να πετύχετενα επιτευχθείςνα επιτευχθείτε
να επιτύχει, να πετύχεινα επιτύχουν(ε), να πετύχουν(ε)να επιτευχθείνα επιτευχθούν(ε)
Perfνα έχω επιτύχει
να έχω πετύχει
να έχουμε επιτύχει
να έχουμε πετύχει
να έχω επιτευχθείνα έχουμε επιτευχθεί
να έχεις επιτύχει
να έχεις πετύχει
να έχετε επιτύχει
να έχετε πετύχει
να έχεις επιτευχθείνα έχετε επιτευχθεί
να έχει επιτύχει
να έχει πετύχει
να έχουν επιτύχει
να έχουν πετύχει
να έχει επιτευχθείνα έχουν επιτευχθεί
Imper
ativ
Presεπιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεστε
Aoristπέτυχεεπιτύχετε, πετύχετεεπιτευχθείτε
Part
izip
Presεπιτυγχάνοντας/πετυχαίνονταςεπιτυγχανόμενος
Perfέχοντας επιτύχει, έχοντας πετύχειεπιτυχημένος, -η, -οεπιτυχημένοι, -ες, -α
InfinAoristεπιτύχει, πετύχειεπιτευχθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κερδίζωκερδίζουμε, κερδίζομεκερδίζομαικερδιζόμαστε
κερδίζειςκερδίζετεκερδίζεσαικερδίζεστε, κερδιζόσαστε
κερδίζεικερδίζουν(ε)κερδίζεταικερδίζονται
Imper
fekt
κέρδιζακερδίζαμεκερδιζόμουν(α)κερδιζόμαστε, κερδιζόμασταν
κέρδιζεςκερδίζατεκερδιζόσουν(α)κερδιζόσαστε, κερδιζόσασταν
κέρδιζεκέρδιζαν, κερδίζαν(ε)κερδιζόταν(ε)κερδίζονταν, κερδιζόντανε, κερδιζόντουσαν
Aoristκέρδισακερδίσαμεκερδήθηκακερδηθήκαμε
κέρδισεςκερδίσατεκερδήθηκεςκερδηθήκατε
κέρδισεκέρδισαν, κερδίσαν(ε)κερδήθηκεκερδήθηκαν, κερδηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κερδίσει
έχω κερδισμένο
έχουμε κερδίσει
έχουμε κερδισμένο
έχω κερδηθεί
είμαι κερδισμένος, -η
έχουμε κερδηθεί
είμαστε κερδισμένοι, -ες
έχεις κερδίσει
έχεις κερδισμένο
έχετε κερδίσει
έχετε κερδισμένο
έχεις κερδηθεί
είσαι κερδισμένος, -η
έχετε κερδηθεί
είστε κερδισμένοι, -ες
έχει κερδίσει
έχει κερδισμένο
έχουν κερδίσει
έχουν κερδισμένο
έχει κερδηθεί
είναι κερδισμένος, -η, -ο
έχουν κερδηθεί
είναι κερδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κερδίσει
είχα κερδισμένο
είχαμε κερδίσει
είχαμε κερδισμένο
είχα κερδηθεί
ήμουν κερδισμένος, -η
είχαμε κερδηθεί
ήμαστε κερδισμένοι, -ες
είχες κερδίσει
είχες κερδισμένο
είχατε κερδίσει
είχατε κερδισμένο
είχες κερδηθεί
ήσουν κερδισμένος, -η
είχατε κερδηθεί
ήσαστε κερδισμένοι, -ες
είχε κερδίσει
είχε κερδισμένο
είχαν κερδίσει
είχαν κερδισμένο
είχε κερδηθεί
ήταν κερδισμένος, -η, -ο
είχαν κερδηθεί
ήταν κερδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κερδίζωθα κερδίζουμε, θα κερδίζομεθα κερδίζομαιθα κερδιζόμαστε
θα κερδίζειςθα κερδίζετεθα κερδίζεσαιθα κερδίζεστε, θα κερδιζόσαστε
θα κερδίζειθα κερδίζουν(ε)θα κερδίζεταιθα κερδίζονται
Fut
ur
θα κερδίσωθα κερδίσουμε, θα κερδίζομεθα κερδηθώθα κερδηθούμε
θα κερδίσειςθα κερδίσετεθα κερδηθείςθα κερδηθείτε
θα κερδίσειθα κερδίσουν(ε)θα κερδηθείθα κερδηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κερδίσει
θα έχω κερδισμένο
θα έχουμε κερδίσει
θα έχουμε κερδισμένο
θα έχω κερδηθεί
θα είμαι κερδισμένος, -η
θα έχουμε κερδηθεί
θα είμαστε κερδισμένοι, -ες
θα έχεις κερδίσει
θα έχεις κερδισμένο
θα έχετε κερδίσει
θα έχετε κερδισμένο
θα έχεις κερδηθεί
θα είσαι κερδισμένος, -η
θα έχετε κερδηθεί
θα είστε κερδισμένοι, -ες
θα έχει κερδίσει
θα έχει κερδισμένο
θα έχουν κερδίσει
θα έχουν κερδισμένο
θα έχει κερδηθεί
θα είναι κερδισμένος, -η, -ο
θα έχουν κερδηθεί
θα είναι κερδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κερδίζωνα κερδίζουμε, να κερδίζομενα κερδίζομαινα κερδιζόμαστε
να κερδίζειςνα κερδίζετενα κερδίζεσαινα κερδίζεστε, να κερδιζόσαστε
να κερδίζεινα κερδίζουν(ε)να κερδίζεταινα κερδίζονται
Aoristνα κερδίσωνα κερδίσουμε, να κερδίσομενα κερδηθώνα κερδηθούμε
να κερδίσειςνα κερδίσετενα κερδηθείςνα κερδηθείτε
να κερδίσεινα κερδίσουν(ε)να κερδηθείνα κερδηθούν(ε)
Perfνα έχω κερδίσει
να έχω κερδισμένο
να έχουμε κερδίσει
να έχουμε κερδισμένο
να έχω κερδηθεί
να είμαι κερδισμένος, -η
να έχουμε κερδηθεί
να είμαστε κερδισμένοι, -ες
να έχεις κερδίσει
να έχεις κερδισμένο
να έχετε κερδίσει
να έχετε κερδισμένο
να έχεις κερδηθεί
να είσαι κερδισμένος, -η
να έχετε κερδηθεί
να είστε κερδισμένοι, -ες
να έχει κερδίσει
να έχει κερδισμένο
να έχουν κερδίσει
να έχουν κερδισμένο
να έχει κερδηθεί
να είναι κερδισμένος, -η, -ο
να έχουν κερδηθεί
να είναι κερδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέρδιζεκερδίζετεκερδίζεστε
Aoristκέρδισεκερδίστεκερδήσουκερδηθείτε
Part
izip
Presκερδίζονταςκερδιζόμενος
Perfέχοντας κερδίσει, έχοντας κερδισμένοκερδισμένος, -η, -οκερδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκερδίσεικερδηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback