αποκρούω Verb  [apokruo, apokroyw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu αποκρούω

αποκρούω altgriechisch ἀποκρούω ἀπό + κρούω


GriechischDeutsch
Δεν μπορώ να τον αποκρούω για πολύ ακόμη.Ich kann ihn nicht viel länger abwehren.

Übersetzung nicht bestätigt

Να αποκρούω επιθέσεις, να εξαπολύω τις δικές μου και... έχετε δίκιο, στο τέλος... πιθανώς θα χάσω.Angriffe abwehren. Eigene starten. Und...

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αποκρούω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκρούωαποκρούουμε, αποκρούομεαποκρούομαιαποκρουόμαστε
αποκρούειςαποκρούετεαποκρούεσαιαποκρούεστε, αποκρουόσαστε
αποκρούειαποκρούουν(ε)αποκρούεταιαποκρούονται
Imper
fekt
απέκρουααποκρούαμεαποκρουόμουν(α)αποκρουόμαστε
απέκρουεςαποκρούατεαποκρουόσουν(α)αποκρουόσαστε
απέκρουεαπέκρουαν, αποκρούαν(ε)αποκρουόταν(ε)αποκρούονταν
Aoristαπέκρουσα, απόκρουσααποκρούσαμεαποκρούστηκααποκρουστήκαμε
απέκρουσες, απόκρουσεςαποκρούσατεαποκρούστηκεςαποκρουστήκατε
απέκρουσε, απόκρουσεαπέκρουσαν, αποκρούσαν(ε)αποκρούστηκεαποκρούστηκαν, αποκρουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκρούσειέχουμε αποκρούσειέχω αποκρουστείέχουμε αποκρουστεί
έχεις αποκρούσειέχετε αποκρούσειέχεις αποκρουστείέχετε αποκρουστεί
έχει αποκρούσειέχουν αποκρούσειέχει αποκρουστείέχουν αποκρουστεί
Plu
per
fekt
είχα αποκρούσειείχαμε αποκρούσειείχα αποκρουστείείχαμε αποκρουστεί
είχες αποκρούσειείχατε αποκρούσειείχες αποκρουστείείχατε αποκρουστεί
είχε αποκρούσειείχαν αποκρούσειείχε αποκρουστείείχαν αποκρουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκρούωθα αποκρούουμε, θα αποκρούομεθα αποκρούομαιθα αποκρουόμαστε
θα αποκρούειςθα αποκρούετεθα αποκρούεσαιθα αποκρούεστε θα αποκρουόσαστε
θα αποκρούειθα αποκρούουν(ε)θα αποκρούεταιθα αποκρούονται
Fut
ur
θα αποκρούσωθα αποκρούσουμε, θα αποκρούσομεθα αποκρουστώθα αποκρουστούμε
θα αποκρούσειςθα αποκρούσετεθα αποκρουστείςθα αποκρουστείτε
θα αποκρούσειθα αποκρούσουν(ε)θα αποκρουστείθα αποκρουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκρούσειθα έχουμε αποκρούσειθα έχω αποκρουστείθα έχουμε αποκρουστεί
θα έχεις αποκρούσειθα έχετε αποκρούσειθα έχεις αποκρουστείθα έχετε αποκρουστεί
θα έχει αποκρούσειθα έχουν αποκρούσειθα έχει αποκρουστείθα έχουν αποκρουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκρούωνα αποκρούουμε, να αποκρούομενα αποκρούομαινα αποκρουόμαστε
να αποκρούειςνα αποκρούετενα αποκρούεσαινα αποκρούεστε, να αποκρουόσαστε
να αποκρούεινα αποκρούουν(ε)να αποκρούεταινα αποκρούονται
Aoristνα αποκρούσωνα αποκρούσουμε, να αποκρούσομενα αποκρουστώνα αποκρουστούμε
να αποκρούσειςνα αποκρούσετενα αποκρουστείςνα αποκρουστείτε
να αποκρούσεινα αποκρούσουν(ε)να αποκρουστείνα αποκρουστούν(ε)
Perfνα έχω αποκρούσεινα έχουμε αποκρούσεινα έχω αποκρουστείνα έχουμε αποκρουστεί
να έχεις αποκρούσεινα έχετε αποκρούσεινα έχεις αποκρουστείνα έχετε αποκρουστεί
να έχει αποκρούσεινα έχουν αποκρούσεινα έχει αποκρουστείνα έχουν αποκρουστεί
Imper
ativ
Presαπόκρουεαποκρούετεαποκρούεστε
Aoristαπόκρουσεαποκρούσετε, αποκρούστεαποκρούσουαποκρουστείτε
Part
izip
Presαποκρούοντας
Perfέχοντας αποκρούσειαποκρουσμένος, -η, -οαποκρουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποκρούσειαποκρουστεί















Griechische Definition zu αποκρούω

αποκρούω [apokrúo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρουσα και (σπάν.) απόκρουσα, απαρέμφ. αποκρούσει, παθ. αόρ. αποκρούστηκα, απαρέμφ. αποκρουστεί : 1.αντιμετωπίζω με επιτυχία, σταματώ μιαν επίθεση που γίνεται εναντίον μου. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) σταματώ, απωθώ τον επιτιθέμενο: αποκρούω τον εχθρό / τον αντίπαλο. H εχθρική επίθεση αποκρούστηκε με μικρές απώλειες. β. (αθλ.) ανακόπτω (αμυνόμενος) μια επιθετική ενέργεια: H άμυνα κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας. || (ειδικότ. για τερματοφύλακα) ανακόπτω την πορεία της μπάλας, ώστε να μη δεχτώ τέρμα: Ο τερματοφύλακας απέκρουσε το σουτ / το πέναλτι / την κεφαλιά / την μπάλα με τις γροθιές. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback