zurückweisen
 Verb

απορρίπτω Verb
(6)
αποκρούω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich weiß nicht, ob sie im Namen ihrer Partei, des Parlaments oder in ihrem eigenen Namen gesprochen hat, aber ich kann ihre Bemerkungen nur von ganzem Herzen ablehnen, zurückweisen und verurteilen, und ich freue mich, daß ich hiermit die Möglichkeit habe, mich öffentlich davon zu distanzieren.Δεν ξέρω εάν μιλούσε εκ μέρους του κόμματος της ή του Κοινοβουλίου ή εάν εξέφρασε προσωπικές της απόψεις, αλλά απορρίπτω εντελώς, αρνούμαι και καταδικάζω τα σχόλιά της και χαίρομαι που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία να διαχωρίσω δημοσίως τη θέση μου από αυτά.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident! Im Namen der Fraktion der Sozialdemokratischen Partei Europas möchte ich die Worte von Herrn Fischler das heißt, seine Vorschläge zurückweisen und die Unterstützung für den Entschließungsentwurf, der von verschiedenen Fraktionen mit fast einhelliger Zustimmung dieses Parlaments vorgelegt wurde, zum Ausdruck bringen.Κύριε Πρόεδρε, εξ ονόματος της Ομάδας του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, θέλω να δηλώσω ότι απορρίπτω όσα είπε ο κ. Fischler στις προτάσεις που έκανε και υποστηρίζω την πρόταση ψηφίσματος που παρουσίασαν διάφορες κοινοβουλευτικές Ομάδες, με τη σχεδόν ομόφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte eingangs jedoch die Ansicht von Herrn Belder zurückweisen, derzufolge die EU über keine gemeinsame Handelspolitik verfügt und derzufolge die Mitgliedstaaten so gespalten sind, dass wir keine gemeinsame Politik, beispielsweise im Bereich Textilien, verfolgen können.Ωστόσο, απορρίπτω ευθύς εξαρχής την άποψη του κ. Belder ότι δεν διαθέτουμε κοινή εμπορική πολιτική στην ΕΕ και ότι τα κράτη μέλη διέπονται από τόσο μεγάλη διάσταση απόψεων ώστε να μην μπορούμε να επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε μια πολιτική, για παράδειγμα, στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.

Übersetzung bestätigt

Als Mitglied der FDP möchte ich das hier eindeutig zurückweisen.Ως μέλος του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, απορρίπτω κατηγορηματικά αυτόν τον ισχυρισμό.

Übersetzung bestätigt

Herr Präsident! Zuerst an meinen Kollegen Lambsdorff: Ich muss Ihren Vorwurf zurückweisen!(DE) Κύριε Πρόεδρε, θέλω καταρχάς να πω στον κ. Lambsdorff ότι απορρίπτω την κατηγορία που μας αποδώσατε.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκρούωαποκρούουμε, αποκρούομεαποκρούομαιαποκρουόμαστε
αποκρούειςαποκρούετεαποκρούεσαιαποκρούεστε, αποκρουόσαστε
αποκρούειαποκρούουν(ε)αποκρούεταιαποκρούονται
Imper
fekt
απέκρουααποκρούαμεαποκρουόμουν(α)αποκρουόμαστε
απέκρουεςαποκρούατεαποκρουόσουν(α)αποκρουόσαστε
απέκρουεαπέκρουαν, αποκρούαν(ε)αποκρουόταν(ε)αποκρούονταν
Aoristαπέκρουσα, απόκρουσααποκρούσαμεαποκρούστηκααποκρουστήκαμε
απέκρουσες, απόκρουσεςαποκρούσατεαποκρούστηκεςαποκρουστήκατε
απέκρουσε, απόκρουσεαπέκρουσαν, αποκρούσαν(ε)αποκρούστηκεαποκρούστηκαν, αποκρουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκρούσειέχουμε αποκρούσειέχω αποκρουστείέχουμε αποκρουστεί
έχεις αποκρούσειέχετε αποκρούσειέχεις αποκρουστείέχετε αποκρουστεί
έχει αποκρούσειέχουν αποκρούσειέχει αποκρουστείέχουν αποκρουστεί
Plu
per
fekt
είχα αποκρούσειείχαμε αποκρούσειείχα αποκρουστείείχαμε αποκρουστεί
είχες αποκρούσειείχατε αποκρούσειείχες αποκρουστείείχατε αποκρουστεί
είχε αποκρούσειείχαν αποκρούσειείχε αποκρουστείείχαν αποκρουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκρούωθα αποκρούουμε, θα αποκρούομεθα αποκρούομαιθα αποκρουόμαστε
θα αποκρούειςθα αποκρούετεθα αποκρούεσαιθα αποκρούεστε θα αποκρουόσαστε
θα αποκρούειθα αποκρούουν(ε)θα αποκρούεταιθα αποκρούονται
Fut
ur
θα αποκρούσωθα αποκρούσουμε, θα αποκρούσομεθα αποκρουστώθα αποκρουστούμε
θα αποκρούσειςθα αποκρούσετεθα αποκρουστείςθα αποκρουστείτε
θα αποκρούσειθα αποκρούσουν(ε)θα αποκρουστείθα αποκρουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκρούσειθα έχουμε αποκρούσειθα έχω αποκρουστείθα έχουμε αποκρουστεί
θα έχεις αποκρούσειθα έχετε αποκρούσειθα έχεις αποκρουστείθα έχετε αποκρουστεί
θα έχει αποκρούσειθα έχουν αποκρούσειθα έχει αποκρουστείθα έχουν αποκρουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκρούωνα αποκρούουμε, να αποκρούομενα αποκρούομαινα αποκρουόμαστε
να αποκρούειςνα αποκρούετενα αποκρούεσαινα αποκρούεστε, να αποκρουόσαστε
να αποκρούεινα αποκρούουν(ε)να αποκρούεταινα αποκρούονται
Aoristνα αποκρούσωνα αποκρούσουμε, να αποκρούσομενα αποκρουστώνα αποκρουστούμε
να αποκρούσειςνα αποκρούσετενα αποκρουστείςνα αποκρουστείτε
να αποκρούσεινα αποκρούσουν(ε)να αποκρουστείνα αποκρουστούν(ε)
Perfνα έχω αποκρούσεινα έχουμε αποκρούσεινα έχω αποκρουστείνα έχουμε αποκρουστεί
να έχεις αποκρούσεινα έχετε αποκρούσεινα έχεις αποκρουστείνα έχετε αποκρουστεί
να έχει αποκρούσεινα έχουν αποκρούσεινα έχει αποκρουστείνα έχουν αποκρουστεί
Imper
ativ
Presαπόκρουεαποκρούετεαποκρούεστε
Aoristαπόκρουσεαποκρούσετε, αποκρούστεαποκρούσουαποκρουστείτε
Part
izip
Presαποκρούοντας
Perfέχοντας αποκρούσειαποκρουσμένος, -η, -οαποκρουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποκρούσειαποκρουστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback