abschlagen
 Verb

κόβω Verb
(2)
αποκρούω Verb
(0)
απορρίπτω Verb
(0)
αρνιέμαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich kann Leuten einmal im Jahr nicht die Köpfe abschlagen und dann den Rest des Jahres ruhig schlafen.Δεν μπορώ να κόβω κεφάλια τη μια μέρα και να κοιμάμαι ήσυχος μετά.

Übersetzung nicht bestätigt

Und Schlangen wie dir muss man den Kopf abschlagen.Στα φίδια σαν εσένα, πρέπει να τους κόβω το κεφάλι.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
abschlagen
abhacken
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κόβωκόβουμε, κόβομεkobomai">κόβομαικοβόμαστε
κόβειςκόβετεκόβεσαικόβεστε, κοβόσαστε
κόβεικόβουν(ε)κόβεταικόβονται
Imper
fekt
έκοβακόβαμεκοβόμουν(α)κοβόμαστε, κοβόμασταν
έκοβεςκόβατεκοβόσουν(α)κοβόσαστε, κοβόσασταν
έκοβεέκοβαν, κόβαν(ε)κοβόταν(ε)κόβονταν, κοβόντανε, κοβόντουσαν
Aoristέκοψακόψαμεκόπηκακοπήκαμε
έκοψεςκόψατεκόπηκεςκοπήκατε
έκοψεέκοψαν, κόψαν(ε)κόπηκεκόπηκαν, κοπήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κόψει
έχω κομμένο
έχουμε κόψει
έχουμε κομμένο
έχω κοπεί
είμαι κομμένος, -η
έχουμε κοπεί
είμαστε κομμένοι, -ες
έχεις κόψει
έχεις κομμένο
έχετε κόψει
έχεις κομμένο
έχεις κοπεί
είσαι κομμένος, -η
έχετε κοπεί
είστε κομμένοι, -ες
έχει κόψει
έχει κομμένο
έχουν κόψει
έχουν κομμένο
έχει κοπεί
είναι κομμένος, -η, -ο
έχουν κοπεί
είναι κομμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κόψει
είχα κομμένο
είχαμε κόψει
είχαμε κομμένο
είχα κοπεί
ήμουν κομμένος, -η
είχαμε κοπεί
ήμαστε κομμένοι, -ες
είχες κόψει
είχες κομμένο
είχατε κόψει
είχατε κομμένο
είχες κοπεί
ήσουν κομμένος, -η
είχατε κοπεί
ήσαστε κομμένοι, -ες
είχε κόψει
είχε κομμένο
είχαν κόψει
είχαν κομμένο
είχε κοπεί
ήταν κομμένος, -η, -ο
είχαν κοπεί
ήταν κομμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κόβωθα κόβουμε, θα κόβομεθα κόβομαιθα κοβόμαστε
θα κόβειςθα κόβετεθα κόβεσαιθα κόβεστε, θα κοβόσαστε
θα κόβειθα κόβουν(ε)θα κόβεταιθα κόβονται
Fut
ur
θα κόψωθα κόψουμε, θα κόψομεθα κοπώθα κοπούμε
θα κόψειςθα κόψετεθα κοπείςθα κοπείτε
θα κόψειθα κόψουν(ε)θα κοπείθα κοπούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κόψει
θα έχω κομμένο
θα έχουμε κόψει
θα έχουμε κομμένο
θα έχω κοπεί
θα είμαι κομμένος, -η
θα έχουμε κοπεί
θα είμαστε κομμένοι, -ες
θα έχεις κόψει
θα έχεις κομμένο
θα έχετε κόψει
θα έχετε κομμένο
θα έχεις κοπεί
θα είσαι κομμένος, -η
θα έχετε κοπεί
θα είστε κομμένοι, -ες
θα έχει κόψει
θα έχει κομμένο
θα έχουν κόψει
θα έχουν κομμένο
θα έχει κοπεί
θα είναι κομμένος, -η, -ο
θα έχουν κοπεί
θα είναι κομμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κόβωνα κόβουμε, να κόβομενα κόβομαινα κοβόμαστε
να κόβειςνα κόβετενα κόβεσαινα κόβεστε, να κοβόσαστε
να κόβεινα κόβουν(ε)να κόβεταινα κόβονται
Aoristνα κόψωνα κόψουμε, να κόψομενα κοπώνα κοπούμε
να κόψειςνα κόψετενα κοπείςνα κοπείτε
να κόψεινα κόψουν(ε)να κοπείνα κοπούν(ε)
Perfνα έχω κόψει
να έχω κομμένο
να έχουμε κόψει
να έχουμε κομμένο
να έχω κοπεί
να είμαι κομμένος, -η
να έχουμε κοπεί
να είμαστε κομμένοι, -ες
να έχεις κόψει
να έχεις κομμένο
να έχετε κόψει
να έχετε κομμένο
να έχεις κοπεί
να είσαι κομμένος, -η
να έχετε κοπεί
να είστε κομμένοι, -ες
να έχει κόψει
να έχει κομμένο
να έχουν κόψει
να έχουν κομμένο
να έχει κοπεί
να είναι κομμένος, -η, -ο
να έχουν κοπεί
να είναι κομμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκόβεκόβετεκόβεστε
Aoristκόψεκόψετε, κόψτεκόψουκοπείτε
Part
izip
Presκόβοντας
Perfέχοντας κόψει, έχοντας κομμένοκομμένος, -η, -οκομμένοι, -ες, -α
InfinAoristκόψεικοπεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αποκρούωαποκρούουμε, αποκρούομεαποκρούομαιαποκρουόμαστε
αποκρούειςαποκρούετεαποκρούεσαιαποκρούεστε, αποκρουόσαστε
αποκρούειαποκρούουν(ε)αποκρούεταιαποκρούονται
Imper
fekt
απέκρουααποκρούαμεαποκρουόμουν(α)αποκρουόμαστε
απέκρουεςαποκρούατεαποκρουόσουν(α)αποκρουόσαστε
απέκρουεαπέκρουαν, αποκρούαν(ε)αποκρουόταν(ε)αποκρούονταν
Aoristαπέκρουσα, απόκρουσααποκρούσαμεαποκρούστηκααποκρουστήκαμε
απέκρουσες, απόκρουσεςαποκρούσατεαποκρούστηκεςαποκρουστήκατε
απέκρουσε, απόκρουσεαπέκρουσαν, αποκρούσαν(ε)αποκρούστηκεαποκρούστηκαν, αποκρουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αποκρούσειέχουμε αποκρούσειέχω αποκρουστείέχουμε αποκρουστεί
έχεις αποκρούσειέχετε αποκρούσειέχεις αποκρουστείέχετε αποκρουστεί
έχει αποκρούσειέχουν αποκρούσειέχει αποκρουστείέχουν αποκρουστεί
Plu
per
fekt
είχα αποκρούσειείχαμε αποκρούσειείχα αποκρουστείείχαμε αποκρουστεί
είχες αποκρούσειείχατε αποκρούσειείχες αποκρουστείείχατε αποκρουστεί
είχε αποκρούσειείχαν αποκρούσειείχε αποκρουστείείχαν αποκρουστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αποκρούωθα αποκρούουμε, θα αποκρούομεθα αποκρούομαιθα αποκρουόμαστε
θα αποκρούειςθα αποκρούετεθα αποκρούεσαιθα αποκρούεστε θα αποκρουόσαστε
θα αποκρούειθα αποκρούουν(ε)θα αποκρούεταιθα αποκρούονται
Fut
ur
θα αποκρούσωθα αποκρούσουμε, θα αποκρούσομεθα αποκρουστώθα αποκρουστούμε
θα αποκρούσειςθα αποκρούσετεθα αποκρουστείςθα αποκρουστείτε
θα αποκρούσειθα αποκρούσουν(ε)θα αποκρουστείθα αποκρουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αποκρούσειθα έχουμε αποκρούσειθα έχω αποκρουστείθα έχουμε αποκρουστεί
θα έχεις αποκρούσειθα έχετε αποκρούσειθα έχεις αποκρουστείθα έχετε αποκρουστεί
θα έχει αποκρούσειθα έχουν αποκρούσειθα έχει αποκρουστείθα έχουν αποκρουστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αποκρούωνα αποκρούουμε, να αποκρούομενα αποκρούομαινα αποκρουόμαστε
να αποκρούειςνα αποκρούετενα αποκρούεσαινα αποκρούεστε, να αποκρουόσαστε
να αποκρούεινα αποκρούουν(ε)να αποκρούεταινα αποκρούονται
Aoristνα αποκρούσωνα αποκρούσουμε, να αποκρούσομενα αποκρουστώνα αποκρουστούμε
να αποκρούσειςνα αποκρούσετενα αποκρουστείςνα αποκρουστείτε
να αποκρούσεινα αποκρούσουν(ε)να αποκρουστείνα αποκρουστούν(ε)
Perfνα έχω αποκρούσεινα έχουμε αποκρούσεινα έχω αποκρουστείνα έχουμε αποκρουστεί
να έχεις αποκρούσεινα έχετε αποκρούσεινα έχεις αποκρουστείνα έχετε αποκρουστεί
να έχει αποκρούσεινα έχουν αποκρούσεινα έχει αποκρουστείνα έχουν αποκρουστεί
Imper
ativ
Presαπόκρουεαποκρούετεαποκρούεστε
Aoristαπόκρουσεαποκρούσετε, αποκρούστεαποκρούσουαποκρουστείτε
Part
izip
Presαποκρούοντας
Perfέχοντας αποκρούσειαποκρουσμένος, -η, -οαποκρουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαποκρούσειαποκρουστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback