άσχημος Adj.  [aschimos, asxhmos]

  Adj.
(284)
  Adj.
(1)
schiech (ugs.)
  Adj.
(0)

Etymologie zu άσχημος

άσχημος altgriechisch ἄσχημος


GriechischDeutsch
Δεν αναφέρομαι σ' εμένα, κύριε Πρόεδρε, που θα μπορούσα να θεωρηθώ άσχημος από πολλούς, αλλά στους νόμους για τις συντάξεις που υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη.Dabei denke ich nicht an mich, Herr Präsident, denn manch einer könnte mich für hässlich halten, sondern an die Rentengesetze in ganz Europa.

Übersetzung bestätigt

Όταν ο άσχημος Τζέρι υπήρχε, ο Τζέρι ήταν δημοφιλής.Wenn der hässlich Jerry da war, war Jerry beliebt.

Übersetzung nicht bestätigt

"Μόλις γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο: δεν έχει πολύ δουλειά και είναι κάπως άσχημος, αστεία φωνή, και είναι καθηγητής στο σχολείο."Ich habe da gerade einen Mann getroffen, der wenig zu tun hat, irgendwie hässlich ist, eine komische Stimme hat und Lehrer ist.

Übersetzung nicht bestätigt

Ο ψυχίατρος λέει, "Εντάξει, είσαι και άσχημος.""Also gut", sagt der Psychiater, "Sie sind hässlich."

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
ασχημομούρης
δυσειδής (λόγιο)
δύσμορφος
κακομούτσουνος
κακός (για συμπεριφορά)
Ähnliche Wörter
άσχημος -η -ο

Grammatik

Noch keine Grammatik zu άσχημος.



Griechische Definition zu άσχημος

άσχημος, επίθ.· άσκημος.

1)
α) Δύσμορφος:
(Eρωτόκρ. B´ 549
β) παραμορφωμένος, αλλοιωμένος (από θάνατο ή άλλη αιτία):
(Aλφ. (Μπουμπ.) II 42).
2)
α) Δυσάρεστος, δυσμενής:
άσχημα μαντάτα (Eρωτόκρ. Δ´ 1224 κριτ. υπ.
β) (προκ. για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός:
(Mαχ. 25018
γ) (προκ. για πράξη) άπρεπος, αισχρός, άνομος:
(Διγ. Άνδρ. 35214).
3) Oικτρός, φρικτός:
τη ζωή τως μ’ άσκημο θάνατο να τη χάσου; (Zήν. B´ 308).
4) (Προκ. για θηρίο) άγριος, αιμοβόρος:
(Zήν. A´ 102).
5) (Προκ. για ηθικό παράπτωμα) σοβαρός:
άσχημον αμάρτημαν, ώσπερ εμοιχείαν (Aσσίζ. 16230).
6) Kακός, εσφαλμένος:
εις τους στίχους μου … είτι σφαλτόν και άσχημον ευρίσκεις να το σάζεις (Aχέλ. 62).
7) (Προκ. για ρούχα) παλιός· φθαρμένος:
(Σαχλ. A´ PM 72).
8) Aδύνατος, κακόμοιρος:
(Διδ. Σολομ. P 127).
9) (Προκ. για δάκρυα, για να δηλωθεί έντονη λύπη):
(Στάθ. A´ 110).
Tο ουδ. ως ουσ. = ασχημία, ανήθικη πράξη:
(Aσσίζ. 1632-3).
[μτγν. επίθ. άσχημος. H λ. και ο τ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback