ändern
 Verb

αλλάζω Verb
(43)
μεταβάλλω Verb
(1)
καταντήνω Verb
(0)
αλλαξο- 
(0)
μετατρέπω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Aber als ich begann, an diesem Projekt zu arbeiten, fing ich an, meine Meinung zu ändern.Αλλά αφότου ξεκίνησα αυτό το πρότζεκτ, άρχισα να αλλάζω γνώμη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αλλάζω, αλλάσσωαλλάζουμε, αλλάζομεαλλάζομαιαλλαζόμαστε
αλλάζειςαλλάζετεαλλάζεσαιαλλάζεστε, αλλαζόσαστε
αλλάζειαλλάζουν(ε)αλλάζεταιαλλάζονται
Imper
fekt
άλλαζααλλάζαμεαλλαζόμουν(α)αλλαζόμαστε, αλλαζόμασταν
άλλαζεςαλλάζατεαλλαζόσουν(α)αλλαζόσαστε, αλλαζόσασταν
άλλαζεάλλαζαν, αλλάζαν(ε)αλλαζόταν(ε)αλλάζονταν, αλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν
Aoristάλλαξααλλάξαμεαλλάχτηκααλλαχτήκαμε
άλλαξεςαλλάξατεαλλάχτηκεςαλλαχτήκατε
άλλαξεάλλαξαν, αλλάξαν(ε)αλλάχτηκεαλλάχτηκαν, αλλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αλλάξει
έχω αλλαγμένο
έχουμε αλλάξει
έχουμε αλλαγμένο
έχω αλλαχτεί
είμαι αλλαγμένος, -η
έχουμε αλλαχτεί
είμαστε αλλαγμένοι, -ες
έχεις αλλάξει
έχεις αλλαγμένο
έχετε αλλάξει
έχετε αλλαγμένο
έχεις αλλαχτεί
είσαι αλλαγμένος, -η
έχετε αλλαχτεί
είστε αλλαγμένοι, -ες
έχει αλλάξει
έχει αλλαγμένο
έχουν αλλάξει
έχουν αλλαγμένο
έχει αλλαχτεί
είναι αλλαγμένος, -η, -ο
έχουν αλλαχτεί
είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αλλάξει
είχα αλλαγμένο
είχαμε αλλάξει
είχαμε αλλαγμένο
είχα αλλαχτεί
ήμουν αλλαγμένος, -η
είχαμε αλλαχτεί
ήμαστε αλλαγμένοι, -ες
είχες αλλάξει
είχες αλλαγμένο
είχατε αλλάξει
είχατε αλλαγμένο
είχες αλλαχτεί
ήσουν αλλαγμένος, -η
είχατε αλλαχτεί
ήσαστε αλλαγμένοι, -ες
είχε αλλάξει
είχε αλλαγμένο
είχαν αλλάξει
είχαν αλλαγμένο
είχε αλλαχτεί
ήταν αλλαγμένος, -η, -ο
είχαν αλλαχτεί
ήταν αλλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αλλάζωθα αλλάζουμε, θα αλλάζομεθα αλλάζομαιθα αλλαζόμαστε
θα αλλάζειςθα αλλάζετεθα αλλάζεσαιθα αλλάζεστε, θα αλλαζόσαστε
θα αλλάζειθα αλλάζουν(ε)θα αλλάζεταιθα αλλάζονται
Fut
ur
θα αλλάξωθα αλλάξουμε, θα αλλάξομεθα αλλαχτώθα αλλαχτούμε
θα αλλάξειςθα αλλάξετεθα αλλαχτείςθα αλλαχτείτε
θα αλλάξειθα αλλάξουν(ε)θα αλλαχτείθα αλλαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αλλάξει
θα έχω αλλαγμένο
θα έχουμε αλλάξει
θα έχουμε αλλαγμένο
θα έχω αλλαχτεί
θα είμαι αλλαγμένος, -η
θα έχουμε αλλαχτεί
θα είμαστε αλλαγμένοι, -ες
θα έχεις αλλάξει
θα έχεις αλλαγμένο
θα έχετε αλλάξει
θα έχετε αλλαγμένο
θα έχεις αλλαχτεί
θα είσαι αλλαγμένος, -η
θα έχετε αλλαχτεί
θα είστε αλλαγμένοι, -ες
θα έχει αλλάξει
θα έχει αλλαγμένο
θα έχουν αλλάξει
θα έχουν αλλαγμένο
θα έχει αλλαχτεί
θα είναι αλλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν αλλαχτεί
θα είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αλλάζωνα αλλάζουμε, να αλλάζομενα αλλάζομαινα αλλαζόμαστε
να αλλάζειςνα αλλάζετενα αλλάζεσαινα αλλάζεστε, να αλλαζόσαστε
να αλλάζεινα αλλάζουν(ε)να αλλάζεταινα αλλάζονται
Aoristνα αλλάξωνα αλλάξουμε, να αλλάξομενα αλλαχτώνα αλλαχτούμε
να αλλάξειςνα αλλάξετενα αλλαχτείςνα αλλαχτείτε
να αλλάξεινα αλλάξουν(ε)να αλλαχτείνα αλλαχτούν(ε)
Perfνα έχω αλλάξει
να έχω αλλαγμένο
να έχουμε αλλάξει
να έχουμε αλλαγμένο
να έχω αλλαχτεί
να είμαι αλλαγμένος, -η
να έχουμε αλλαχτεί
να είμαστε αλλαγμένοι, -ες
να έχεις αλλάξει
να έχεις αλλαγμένο
να έχετε αλλάξει
να έχετε αλλαγμένο
να έχεις αλλαχτεί
να είσαι αλλαγμένος, -η
να έχετε αλλαχτεί
να είστε αλλαγμένοι, -ες
να έχει αλλάξει
να έχει αλλαγμένο
να έχουν αλλάξει
να έχουν αλλαγμένο
να έχει αλλαχτεί
να είναι αλλαγμένος, -η, -ο
να έχουν αλλαχτεί
να είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάλλαζεαλλάζετεαλλάζεστε
Aoristάλλαξεαλλάξτε, αλλάχτεαλλάξουαλλαχτείτε
Part
izip
Presαλλάζοντας
Perfέχοντας αλλάξει, έχοντας αλλαγμένοαλλαγμένος, -η, -οαλλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαλλάξειαλλαχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταβάλλωμεταβάλλουμε, μεταβάλλομεμεταβάλλομαιμεταβαλλόμαστε
μεταβάλλειςμεταβάλλετεμεταβάλλεσαιμεταβάλλεστε, μεταβαλλόσαστε
μεταβάλλειμεταβάλλουν(ε)μεταβάλλεταιμεταβάλλονται
Imper
fekt
μετέβαλλαμεταβάλλαμεμεταβαλλόμουν(α)μεταβαλλόμαστε
μετέβαλλεςμεταβάλλατεμεταβαλλόσουν(α)μεταβαλλόσαστε
μετέβαλλεμετέβαλλαν, μεταβάλλαν(ε)μεταβαλλόταν(ε)μεταβάλλονταν
Aoristμετέβαλαμεταβάλαμεμεταβλήθηκαμεταβληθήκαμε
μετέβαλεςμεταβάλατεμεταβλήθηκεςμεταβληθήκατε
μετέβαλεμετέβαλαν, μεταβάλαν(ε)μεταβλήθηκεμεταβλήθηκαν, μεταβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταβάλειέχουμε μεταβάλειέχω μεταβληθεί
είμαι μεταβεβλημένος, -η
έχουμε μεταβληθεί
είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
έχεις μεταβάλειέχετε μεταβάλειέχεις μεταβληθεί
είσαι μεταβεβλημένος, -η
έχετε μεταβληθεί
είστε μεταβεβλημένοι, -ες
έχει μεταβάλειέχουν μεταβάλειέχει μεταβληθεί
είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν μεταβληθεί
είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μεταβάλειείχαμε μεταβάλειείχα μεταβληθεί
ήμουν μεταβεβλημένος, -η
είχαμε μεταβληθεί
ήμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
είχες μεταβάλειείχατε μεταβάλειείχες μεταβληθεί
ήσουν μεταβεβλημένος, -η
είχατε μεταβληθεί
ήσαστε μεταβεβλημένοι, -ες
είχε μεταβάλειείχαν μεταβάλειείχε μεταβληθεί
ήταν μεταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν μεταβληθεί
ήταν μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταβάλλωθα μεταβάλλουμε, θα μεταβάλλομεθα μεταβάλλομαιθα μεταβαλλόμαστε
θα μεταβάλλειςθα μεταβάλλετεθα μεταβάλλεσαιθα μεταβάλλεστε, θα μεταβαλλόσαστε
θα μεταβάλλειθα μεταβάλλουν(ε)θα μεταβάλλεταιθα μεταβάλλονται
Fut
ur
θα μεταβάλωθα μεταβάλουμε, θα μεταβάλομεθα μεταβληθώθα μεταβληθούμε
θα μεταβάλειςθα μεταβάλετεθα μεταβληθείςθα μεταβληθείτε
θα μεταβάλειθα μεταβάλουν(ε)θα μεταβληθείθα μεταβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταβάλειθα έχουμε μεταβάλειθα έχω μεταβληθεί
θα είμαι μεταβεβλημένος, -η
θα έχουμε μεταβληθεί
θα είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις μεταβάλειθα έχετε μεταβάλειθα έχεις μεταβληθεί
θα είσαι μεταβεβλημένος, -η
θα έχετε μεταβάλει
θα είστε μεταβεβλημένοι, -ες
θα έχει μεταβάλειθα έχουν μεταβάλειθα έχει μεταβληθεί
θα είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν μεταβληθεί
θα είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταβάλλωνα μεταβάλλουμε, να μεταβάλλομενα μεταβάλλομαινα μεταβαλλόμαστε
να μεταβάλλειςνα μεταβάλλετενα μεταβάλλεσαινα μεταβάλλεστε, να μεταβαλλόσαστε
να μεταβάλλεινα μεταβάλλουνενα μεταβάλλεταινα μεταβάλλονται
Aoristνα μεταβάλωνα μεταβάλουμενα μεταβληθώνα μεταβληθούμε
να μεταβάλειςνα μεταβάλετενα μεταβληθείςνα μεταβληθείτε
να μεταβάλεινα μεταβάλουν(ε)να μεταβληθείνα μεταβληθούν(ε)
Perfνα έχω μεταβάλεινα έχουμε μεταβάλεινα έχω μεταβληθεί
να είμαι μεταβεβλημένος, -η
να έχουμε μεταβληθεί
να είμαστε μεταβεβλημένοι, -ες
να έχεις μεταβάλεινα έχετε μεταβάλεινα έχεις μεταβληθεί
να είσαι μεταβεβλημένος, -η
να έχετε μεταβληθεί
να είστε μεταβεβλημένοι, -ες
να έχει μεταβάλεινα έχουν μεταβάλεινα έχει μεταβληθεί
να είναι μεταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν μεταβληθεί
να είναι μεταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμετάβαλλεμεταβάλλετεμεταβάλλεστε
Aoristμετάβαλεμεταβάλετεμεταβληθείτε
Part
izip
Presμεταβάλλονταςμεταβαλλόμενος
Perfέχοντας μεταβάλειμεταβεβλημένος, -η, -ομεταβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταβάλειμεταβληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback