Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die Satzung, die ich abändern soll. | -Αυτός που πρέπει να αλλάξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Satzung, die ich hätte abändern sollen. | Αυτόν που προσπαθώ να αλλάξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deswegen musste ich sie ja abändern. | Γι' αυτό θέλουν να τον αλλάξω. Übersetzung nicht bestätigt |
Lasst mich das abändern. | Ας κάνω κάτι γι' αυτό. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir müssen sie ein wenig abändern. | Αλλαγή σχεδίου. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verändern |
ändern |
editieren |
abändern |
abwandeln |
modifizieren |
bearbeiten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ändre ab ändere ab | ||
du | änderst ab | |||
er, sie, es | ändert ab | |||
Präteritum | ich | änderte ab | ||
Konjunktiv II | ich | änderte ab | ||
Imperativ | Singular | ändre ab! ändere ab! | ||
Plural | ändert ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgeändert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abändern |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αλλάζω, αλλάσσω | αλλάζουμε, αλλάζομε | αλλάζομαι | αλλαζόμαστε |
αλλάζεις | αλλάζετε | αλλάζεσαι | αλλάζεστε, αλλαζόσαστε | ||
αλλάζει | αλλάζουν(ε) | αλλάζεται | αλλάζονται | ||
Imper fekt | άλλαζα | αλλάζαμε | αλλαζόμουν(α) | αλλαζόμαστε, αλλαζόμασταν | |
άλλαζες | αλλάζατε | αλλαζόσουν(α) | αλλαζόσαστε, αλλαζόσασταν | ||
άλλαζε | άλλαζαν, αλλάζαν(ε) | αλλαζόταν(ε) | αλλάζονταν, αλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν | ||
Aorist | άλλαξα | αλλάξαμε | αλλάχτηκα | αλλαχτήκαμε | |
άλλαξες | αλλάξατε | αλλάχτηκες | αλλαχτήκατε | ||
άλλαξε | άλλαξαν, αλλάξαν(ε) | αλλάχτηκε | αλλάχτηκαν, αλλαχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αλλάξει έχω αλλαγμένο | έχουμε αλλάξει έχουμε αλλαγμένο | έχω αλλαχτεί είμαι αλλαγμένος, -η | έχουμε αλλαχτεί είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
έχεις αλλάξει έχεις αλλαγμένο | έχετε αλλάξει έχετε αλλαγμένο | έχεις αλλαχτεί είσαι αλλαγμένος, -η | έχετε αλλαχτεί είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
έχει αλλάξει έχει αλλαγμένο | έχουν αλλάξει έχουν αλλαγμένο | έχει αλλαχτεί είναι αλλαγμένος, -η, -ο | έχουν αλλαχτεί είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αλλάξει είχα αλλαγμένο | είχαμε αλλάξει είχαμε αλλαγμένο | είχα αλλαχτεί ήμουν αλλαγμένος, -η | είχαμε αλλαχτεί ήμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
είχες αλλάξει είχες αλλαγμένο | είχατε αλλάξει είχατε αλλαγμένο | είχες αλλαχτεί ήσουν αλλαγμένος, -η | είχατε αλλαχτεί ήσαστε αλλαγμένοι, -ες | ||
είχε αλλάξει είχε αλλαγμένο | είχαν αλλάξει είχαν αλλαγμένο | είχε αλλαχτεί ήταν αλλαγμένος, -η, -ο | είχαν αλλαχτεί ήταν αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αλλάζω | θα αλλάζουμε, θα αλλάζομε | θα αλλάζομαι | θα αλλαζόμαστε | |
θα αλλάζεις | θα αλλάζετε | θα αλλάζεσαι | θα αλλάζεστε, θα αλλαζόσαστε | ||
θα αλλάζει | θα αλλάζουν(ε) | θα αλλάζεται | θα αλλάζονται | ||
Fut ur | θα αλλάξω | θα αλλάξουμε, θα αλλάξομε | θα αλλαχτώ | θα αλλαχτούμε | |
θα αλλάξεις | θα αλλάξετε | θα αλλαχτείς | θα αλλαχτείτε | ||
θα αλλάξει | θα αλλάξουν(ε) | θα αλλαχτεί | θα αλλαχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αλλάξει θα έχω αλλαγμένο | θα έχουμε αλλάξει θα έχουμε αλλαγμένο | θα έχω αλλαχτεί θα είμαι αλλαγμένος, -η | θα έχουμε αλλαχτεί θα είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
θα έχεις αλλάξει θα έχεις αλλαγμένο | θα έχετε αλλάξει θα έχετε αλλαγμένο | θα έχεις αλλαχτεί θα είσαι αλλαγμένος, -η | θα έχετε αλλαχτεί θα είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
θα έχει αλλάξει θα έχει αλλαγμένο | θα έχουν αλλάξει θα έχουν αλλαγμένο | θα έχει αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένος, -η, -ο | θα έχουν αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αλλάζω | να αλλάζουμε, να αλλάζομε | να αλλάζομαι | να αλλαζόμαστε |
να αλλάζεις | να αλλάζετε | να αλλάζεσαι | να αλλάζεστε, να αλλαζόσαστε | ||
να αλλάζει | να αλλάζουν(ε) | να αλλάζεται | να αλλάζονται | ||
Aorist | να αλλάξω | να αλλάξουμε, να αλλάξομε | να αλλαχτώ | να αλλαχτούμε | |
να αλλάξεις | να αλλάξετε | να αλλαχτείς | να αλλαχτείτε | ||
να αλλάξει | να αλλάξουν(ε) | να αλλαχτεί | να αλλαχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αλλάξει να έχω αλλαγμένο | να έχουμε αλλάξει να έχουμε αλλαγμένο | να έχω αλλαχτεί να είμαι αλλαγμένος, -η | να έχουμε αλλαχτεί να είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
να έχεις αλλάξει να έχεις αλλαγμένο | να έχετε αλλάξει να έχετε αλλαγμένο | να έχεις αλλαχτεί να είσαι αλλαγμένος, -η | να έχετε αλλαχτεί να είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
να έχει αλλάξει να έχει αλλαγμένο | να έχουν αλλάξει να έχουν αλλαγμένο | να έχει αλλαχτεί να είναι αλλαγμένος, -η, -ο | να έχουν αλλαχτεί να είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | άλλαζε | αλλάζετε | αλλάζεστε | |
Aorist | άλλαξε | αλλάξτε, αλλάχτε | αλλάξου | αλλαχτείτε | |
Part izip | Pres | αλλάζοντας | |||
Perf | έχοντας αλλάξει, έχοντας αλλαγμένο | αλλαγμένος, -η, -ο | αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αλλάξει | αλλαχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.