Deutsch | Griechisch |
---|---|
Jetzt, da die USA bei der nächsten Sitzung in Genf eine UN-Resolution zu China unterstützen wollen, appelliere ich an den Rat, das ebenfalls zu tun, und zwar einstimmig. | Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστηρίξουν κατά την επόμενη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη ένα ψήφισμα για την Κίνα, θέλω να καλέσω και εγώ το Συμβούλιο να υποστηρίξει ομόφωνα ένα τέτοιο ψήφισμα. Übersetzung bestätigt |
Darf ich einfach darauf verweisen, ohne in irgendeiner Weise Lehren oder auch nur Ratschläge erteilen zu wollen, daß ich in meiner Zeit als Europaminister meines Landes ebenfalls das Bedürfnis hatte, das direkte Gespräch mit den Bürgern zu suchen und daß ich dann bei diesen direkten wöchentlichen Gesprächen in den einzelnen Regionen feststellten konnte, wie stark der Wunsch war, daß die Europäische Union ein konkretes Gesicht haben möge. | Επιτρέψτε μου απλά, χωρίς να θέλω να κάνω μάθημα σε καμία περίπτωση ούτε καν να δώσω συμβουλές, να αναφέρω πως όταν είχα την τιμή να είμαι Υπουργός υπεύθυνος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στην πατρίδα μου είχα αισθανθεί αυτή την ανάγκη άμεσου διαλόγου με τους πολίτες και διεξάγοντας κάθε εβδομάδα αυτόν τον διάλογο άμεσα σε κάθε περιφέρεια αντιλήφθηκα πως υπήρχε εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη να έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα πρόσωπο. Übersetzung bestätigt |
Zweitens: Ich möchte ganz klar und deutlich sagen, wir wollen, daß FYROM/Mazedonien der Weg in die Europäische Union offen steht und angeboten wird. | Δεύτερον, θέλω να πω ξεκάθαρα ότι θέλουμε να προταθεί στην FYROM/Μακεδονία να ακολουθήσει τον δρόμο που οδηγεί στην ΕΕ και θέλουμε επίσης ο δρόμος αυτός να είναι ανοιχτός. Übersetzung bestätigt |
Wenn Sie mit uns zusammenarbeiten wollen, und wenn wir beide, Sie, Herr Prodi, für die Kommission, und wir, das Europäische Parlament, sagen, unser aller Erfolgskontrolle sind die Wahlen 2004 und die Wahlbeteiligung, dann möchte ich von Ihnen hören, daß alle Änderungsanträge, über die dieses Parlament mit Mehrheit abstimmt, von der Kommission übernommen werden. | Αν θέλετε να συνεργασθείτε μαζί μας και λέμε και οι δύο, εσείς εκ μέρους της Επιτροπής και εμείς ως Κοινοβούλιο, ότι το μέτρο της επιτυχίας μας θα είναι οι εκλογές του 2004 και η συμμετοχή σε αυτές, τότε θέλω να με βεβαιώσετε ότι θα γίνονται δεκτές όλες οι τροπολογίες που εγκρίνονται με πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο. Übersetzung bestätigt |
Zwischenzeitlich möchte ich Ihnen sagen, daß die Kommission bei der Revision des transeuropäischen Netzes, die wir bis August abgeschlossen haben wollen, die Ergebnisse der Arbeit des Verkehrsbeobachtungspunktes in den Pyrenäen berücksichtigen wird. | Στο μεταξύ θέλω να σας πω ότι η Επιτροπή θα λάβει υπόψη τα αποτελέσματα του έργου του παρατηρητηρίου της κυκλοφορίας στα Πυρηναία όταν έλθει η στιγμή να προβεί στην αναθεώρηση των διευρωπαϊκών δικτύων, αναθεώρηση που αναμένουμε να είναι έτοιμη πριν τον Αύγουστο. Übersetzung bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | will | ||
du | willst | |||
er, sie, es | will | |||
Präteritum | ich | wollte | ||
Konjunktiv II | ich | wollte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewollt wollen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wollen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιθυμώ | επιθυμούμε |
επιθυμείς | επιθυμείτε | ||
επιθυμεί | επιθυμούν(ε) | ||
Imper fekt | επιθυμούσα | επιθυμούσαμε | |
επιθυμούσες | επιθυμούσατε | ||
επιθυμούσε | επιθυμούσαν(ε) | ||
Aorist | επιθύμησα | επιθυμήσαμε | |
επιθύμησες | επιθυμήσατε | ||
επιθύμησε | επιθύμησαν, επιθυμήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω επιθυμήσει | έχουμε επιθυμήσει | |
έχεις επιθυμήσει | έχετε επιθυμήσει | ||
έχει επιθυμήσει | έχουν επιθυμήσει | ||
Plu perf ekt | είχα επιθυμήσει | είχαμε επιθυμήσει | |
είχες επιθυμήσει | είχατε επιθυμήσει | ||
είχε επιθυμήσει | είχαν επιθυμήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιθυμώ | θα επιθυμούμε | |
θα επιθυμείς | θα επιθυμείτε | ||
θα επιθυμεί | θα επιθυμούν(ε) | ||
Fut ur | θα επιθυμήσω | θα επιθυμήσουμε | |
θα επιθυμήσεις | θα επιθυμήσετε | ||
θα επιθυμήσει | θα επιθυμήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιθυμήσει | θα έχουμε επιθυμήσει | |
θα έχεις επιθυμήσει | θα έχετε επιθυμήσει | ||
θα έχει επιθυμήσει | θα έχουν επιθυμήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιθυμώ | να επιθυμούμε |
να επιθυμείς | να επιθυμείτε | ||
να επιθυμεί | να επιθυμούν(ε) | ||
Aorist | να επιθυμήσω | να επιθυμήσουμε, να επιθυμήσομε | |
να επιθυμήσεις | να επιθυμήσετε | ||
να επιθυμήσει | να επιθυμήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω επιθυμήσει | να έχουμε επιθυμήσει | |
να έχεις επιθυμήσει | να έχετε επιθυμήσει | ||
να έχει επιθυμήσει | να έχουν επιθυμήσει | ||
Imper ativ | Pres | επιθυμείτε | |
Aorist | επιθύμησε | επιθυμήστε, επιθυμήσετε | |
Part izip | Pres | επιθυμώντας | |
Perf | έχοντας επιθυμήσει | ||
Infin | Aorist | επιθυμήσει |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βούλομαι | βουλόμαστε |
βούλεσαι | βούλεστε, βουλόσαστε | ||
βούλεται | βούλονται | ||
Imper fekt | βουλόμουν(α) | βουλόμαστε, βουλόμασταν | |
βουλόσουν(α) | βουλόσαστε, βουλόσασταν | ||
βουλόταν(ε) | βούλονταν, βουλόντανε, βουλόντουσαν | ||
Aorist | βουλήθηκα | βουληθήκαμε | |
βουλήθηκες | βουληθήκατε | ||
βουλήθηκε | βουλήθηκαν, βουληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βουληθεί | έχουμε βουληθεί | |
έχεις βουληθεί | έχετε βουληθεί | ||
έχει βουληθεί | έχουν βουληθεί | ||
Plu per fekt | είχα βουληθεί | είχαμε βουληθεί | |
είχες βουληθεί | είχατε βουληθεί | ||
είχε βουληθεί | είχαν βουληθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βούλομαι | θα βουλόμαστε | |
θα βούλεσαι | θα βούλεστε, θα βουλόσαστε | ||
θα βούλεται | θα βούλονται | ||
Fut ur | θα βουληθώ | θα βουληθούμε | |
θα βουληθείς | θα βουληθείτε | ||
θα βουληθεί | θα βουληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βουληθεί | θα έχουμε βουληθεί | |
θα έχεις βουληθεί | θα έχετε βουληθεί | ||
θα έχει βουληθεί | θα έχουν βουληθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βούλομαι | να βουλόμαστε |
να βούλεσαι | να βούλεστε, να βουλόσαστε | ||
να βούλεται | να βούλονται | ||
Aorist | να βουληθώ | να βουληθούμε | |
να βουληθείς | να βουληθείτε | ||
να βουληθεί | να βουληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω βουληθεί | να έχουμε βουληθεί | |
να έχεις βουληθεί | να έχετε βουληθεί | ||
να έχει βουληθεί | να έχουν βουληθεί | ||
Imper ativ | Pres | βούλεστε | |
Aorist | βουλήσου | βουληθείτε | |
Part izip | Pres | βουλόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | βουληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.