επιθυμώ altgriechisch ἐπιθυμέω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κύριε καθηγητά Monti, δεν επιθυμώ μια γενική ρήτρα για την Επιτροπή, ώστε να μπορεί να επεμβαίνει παντού.Σε εσάς, κύριε καθηγητά Monti, έχουμε εμπιστοσύνη ότι δεν επιθυμείτε να ελέγχετε τα πάντα. | Herr Professor Monti, ich möchte keine Generalklausel für die Kommission, damit sie in alles und jedes eingreifen kann. Ihnen, Herr Professor Monti, vertrauen wir, daß Sie nicht alles kontrollieren wollen. Übersetzung bestätigt |
Χωρίς να επιθυμώ να προσβάλλω την πόλη που μας φιλοξενεί, το Στρασβούργο, οι μηνιαίες σύνοδοι που κάνουμε στην πόλη αυτή δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από μια μεγαλειώδη σπατάλη χρόνου, χρημάτων και δυνατοτήτων του Κοινοβουλίου να είναι αποτελεσματικό και αποδοτικό. | Ohne unsere Gastgeberstadt Straßburg beleidigen zu wollen, finde ich doch, dass unsere monatlichen Plenarsitzungen in dieser Stadt eine gewaltige Verschwendung von Zeit und Geld darstellen und die Fähigkeit des Parlaments zu effektiver und effizienter Arbeit beeinträchtigen. Übersetzung bestätigt |
Γι' αυτόν το λόγο επιθυμώ, τελειώνοντας, να επαναλάβω την ευχή που πολλές φορές διατύπωσα και στην έκθεσή μου, δηλαδή το να μας δώσει αυτή η δέκατη επέτειος του καθεστώτος σύνδεσης την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε την ισχυρή πολιτική μας βούληση απέναντι σ' αυτές τις χώρες που πάρα πολύ καιρό τώρα έχουν αφεθεί στις διαθέσεις των τεσσάρων ανέμων σ' όλους τους ωκεανούς του κόσμου, όσον αφορά οριστικές και αποφασιστικές δεσμεύσεις προς την κατεύθυνση της εταιρικής σχέσης και της ευθύνης, με άλλα λόγια προς την κατεύθυνση της συνολικής ανάπτυξης. | Aus diesem Grund möchte ich abschließend erneut den Wunsch äußern, den ich in meinem Bericht mehrfach formuliert habe: Dieser 10. Jahrestag des Assoziationsstatus sollte dazu genutzt werden, gegenüber diesen Gebieten, die allzu lange sich selbst überlassen waren, den eindeutigen politischen Willen zu bekräftigen, definitiv und entschlossen den Weg der Partnerschaft und Verantwortung und somit der Entwicklung aller beschreiten zu wollen. Übersetzung bestätigt |
Ορισμένα μέλη της Συνέλευσης υποπτεύονται ότι επιθυμώ να ενισχύσω τη γραφειοκρατία της Ευρώπης, ενώ, αντίθετα, εγώ θέλω να την περιορίσω. | Bestimmte Mitglieder dieses Parlaments verdächtigten mich der Absicht, mehr Bürokratie in Europa schaffen zu wollen, während ich im Grunde genommen weniger Bürokratie möchte. Übersetzung bestätigt |
Χωρίς, βεβαίως, να επιθυμώ να υποβαθμίσω τη σημασία των καθαυτό ανθρωπίνων δικαιωμάτων -απεναντίας μάλισταθέλω να τονίσω την καίρια σημασία των πολιτικών κομμάτων σε κάθε δημοκρατική διαδικασία. | Ohne selbstverständlich die Bedeutung der Menschenrechte an sich schmälern zu wollen ganz im Gegenteil -, möchte ich gleichzeitig unterstreichen, von welch entscheidender Wichtigkeit politische Parteien in jedem Demokratisierungsprozess sind. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | επιθυμώ | επιθυμούμε |
επιθυμείς | επιθυμείτε | ||
επιθυμεί | επιθυμούν(ε) | ||
Imper fekt | επιθυμούσα | επιθυμούσαμε | |
επιθυμούσες | επιθυμούσατε | ||
επιθυμούσε | επιθυμούσαν(ε) | ||
Aorist | επιθύμησα | επιθυμήσαμε | |
επιθύμησες | επιθυμήσατε | ||
επιθύμησε | επιθύμησαν, επιθυμήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω επιθυμήσει | έχουμε επιθυμήσει | |
έχεις επιθυμήσει | έχετε επιθυμήσει | ||
έχει επιθυμήσει | έχουν επιθυμήσει | ||
Plu perf ekt | είχα επιθυμήσει | είχαμε επιθυμήσει | |
είχες επιθυμήσει | είχατε επιθυμήσει | ||
είχε επιθυμήσει | είχαν επιθυμήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα επιθυμώ | θα επιθυμούμε | |
θα επιθυμείς | θα επιθυμείτε | ||
θα επιθυμεί | θα επιθυμούν(ε) | ||
Fut ur | θα επιθυμήσω | θα επιθυμήσουμε | |
θα επιθυμήσεις | θα επιθυμήσετε | ||
θα επιθυμήσει | θα επιθυμήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω επιθυμήσει | θα έχουμε επιθυμήσει | |
θα έχεις επιθυμήσει | θα έχετε επιθυμήσει | ||
θα έχει επιθυμήσει | θα έχουν επιθυμήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να επιθυμώ | να επιθυμούμε |
να επιθυμείς | να επιθυμείτε | ||
να επιθυμεί | να επιθυμούν(ε) | ||
Aorist | να επιθυμήσω | να επιθυμήσουμε, να επιθυμήσομε | |
να επιθυμήσεις | να επιθυμήσετε | ||
να επιθυμήσει | να επιθυμήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω επιθυμήσει | να έχουμε επιθυμήσει | |
να έχεις επιθυμήσει | να έχετε επιθυμήσει | ||
να έχει επιθυμήσει | να έχουν επιθυμήσει | ||
Imper ativ | Pres | επιθυμείτε | |
Aorist | επιθύμησε | επιθυμήστε, επιθυμήσετε | |
Part izip | Pres | επιθυμώντας | |
Perf | έχοντας επιθυμήσει | ||
Infin | Aorist | επιθυμήσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | will | ||
du | willst | |||
er, sie, es | will | |||
Präteritum | ich | wollte | ||
Konjunktiv II | ich | wollte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewollt wollen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wollen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | wünsche | ||
du | wünschst wünscht | |||
er, sie, es | wünscht | |||
Präteritum | ich | wünschte | ||
Konjunktiv II | ich | wünschte | ||
Imperativ | Singular | wünsche! | ||
Plural | wünscht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewünscht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wünschen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ersehne | ||
du | ersehnst | |||
er, sie, es | ersehnt | |||
Präteritum | ich | ersehnte | ||
Konjunktiv II | ich | ersehnte | ||
Imperativ | Singular | ersehn! ersehne! | ||
Plural | ersehnt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ersehnt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ersehnen |
επιθυμώ [epiθimó] .9α : έχω, αισθάνομαι ορισμένη επιθυμία, για να αποκτήσω ή για να πραγματοποιήσω κτ.· (πρβ. θέλω): Ο καθένας επιθυμεί τον πλούτο / τη δόξα / την ευτυχία. Έχει στο σπίτι της καθετί που μπορεί να επιθυμήσει μια γυναίκα. Στα μεγάλα πολυκαταστήματα βρίσκεις ό,τι επιθυμεί η ψυχή σου. || (σε επίσημο ύφος): Ο πρόεδρος επιθυμεί να Tι επιθυμείτε, κύριε; || (ειρ.): Ό,τι επιθυμείτε, όταν ανταποκρινόμαστε με απροθυμία στην απαίτηση κάποιου. α. αξιώνω, απαιτώ: Επιθυμώ οι εντολές μου να εκτελούνται χωρίς συζήτηση. β. επιζητώ έντονα, θέλω να δω, να συναντήσω κπ.: Είχαμε καιρό να σε δούμε και σ΄ επιθυμήσαμε. || (για ερωτική επιθυμία) ποθώ.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.