werten
 Verb

κρίνω Verb
(2)
εκτιμώ Verb
(1)
βαθμολογώ Verb
(0)
αποτιμώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich möchte dies nicht werten, es nicht auf die Waagschale legen, aber in beiden Fällen herrscht ein Fanatismus, ein in diesem Fall religiös begründeter Fanatismus und Extremismus, der diesen Krisenherd immer wieder gefährlich werden läßt.Δεν θέλω να το κρίνω, να το σταθμίσω, και στις δύο περιπτώσεις όμως κυριαρχεί ένας φανατισμός, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει θρησκευτικά αίτια, και ένας εξτρεμισμός που καθιστά διαρκώς επικίνδυνη την εστία αυτή.

Übersetzung bestätigt

Ich will jetzt nicht werten, ob es am Ende gut oder schlecht für uns ist, aber ich möchte doch vielleicht vorher wissen, wie die Auswirkungen im Bereich Soziales eingeschätzt werden, wie es im Umweltbereich oder im Bereich des Arbeitsmarktes aussieht.Δεν σκοπεύω να κρίνω κατά πόσο είναι καλή ή κακή για εμάς σε τελική ανάλυση. Ωστόσο, θα ήθελα να γνωρίζω εκ των προτέρων πώς θα αξιολογηθούν οι κοινωνικές συνέπειες και πως φαίνονται τα πράγματα από την άποψη του περιβάλλοντος ή της αγοράς εργασίας.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρίνωκρίνουμε, κρίνομεκρίνομαικρινόμαστε
κρίνειςκρίνετεκρίνεσαικρίνεστε, κρινόσαστε
κρίνεικρίνουν(ε)κρίνεταικρίνονται
Imper
fekt
έκρινακρίναμεκρινόμουν(α)κρινόμαστε, κρινόμασταν
έκρινεςκρίνατεκρινόσουν(α)κρινόσαστε, κρινόσασταν
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρινόταν(ε)κρίνονταν, κρινόντανε, κρινόντουσαν
Aoristέκρινακρίναμεκρίθηκακριθήκαμε
έκρινεςκρίνατεκρίθηκεςκριθήκατε
έκρινεέκριναν, κρίναν(ε)κρίθηκεκρίθηκαν, κριθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κρίνειέχουμε κρίνειέχω κριθεί
είμαι κριμένος, -η
έχουμε κριθεί
είμαστε κριμένοι, -ες
έχεις κρίνειέχετε κρίνειέχεις κριθεί
είσαι κριμένος, -η
έχετε κριθεί
είστε κριμένοι, -ες
έχει κρίνειέχουν κρίνειέχει κριθεί
είναι κριμένος, -η, -ο
έχουν κριθεί
είναι κριμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κρίνειείχαμε κρίνειείχα κριθεί
ήμουν κριμένος, -η
είχαμε κριθεί
ήμαστε κριμένοι, -ες
είχες κρίνειείχατε κρίνειείχες κριθεί
ήσουν κριμένος, -η
είχατε κριθεί
ήσαστε κριμένοι, -ες
είχε κρίνειείχαν κρίνειείχε κριθεί
ήταν κριμένος, -η, -ο
είχαν κριθεί
ήταν κριμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κρίνομαιθα κρινόμαστε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κρίνεσαιθα κρίνεστε, θα κρινόσαστε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κρίνεταιθα κρίνονται
Fut
ur
θα κρίνωθα κρίνουμε, θα κρίνομεθα κριθώθα κριθούμε
θα κρίνειςθα κρίνετεθα κριθείςθα κριθείτε
θα κρίνειθα κρίνουν(ε)θα κριθείθα κριθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρίνειθα έχουμε κρίνειθα έχω κριθεί
θα είμαι κριμένος, -η
θα έχουμε κριθεί
θα είμαστε κριμένοι, -ες
θα έχεις κρίνειθα έχετε κρίνειθα έχεις κριθεί
θα είσαι κριμένος, -η
θα έχετε κριθεί
θα είστε κριμένοι, -ες
θα έχει κρίνειθα έχουν κρίνειθα έχει κριθεί
θα είναι κριμένος, -η, -ο
θα έχουν κριθεί
θα είναι κριμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κρίνομαινα κρινόμαστε
να κρίνειςνα κρίνετενα κρίνεσαινα κρίνεστε, να κρινόσαστε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κρίνεταινα κρίνονται
Aoristνα κρίνωνα κρίνουμε, να κρίνομενα κριθώνα κριθούμε
να κρίνειςνα κρίνετενα κριθείςνα κριθείτε
να κρίνεινα κρίνουν(ε)να κριθείνα κριθούν(ε)
Perfνα έχω κρίνεινα έχουμε κρίνεινα έχω κριθεί
να είμαι κριμένος, -η
να έχουμε κριθεί
να είμαστε κριμένοι, -ες
να έχεις κρίνεινα έχετε κρίνεινα έχεις κριθεί
να είσαι κριμένος, -η
να έχετε κριθεί
να είστε κριμένοι, -ες
να έχει κρίνεινα έχουν κρίνεινα έχει κριθεί
να είναι κριμένος, -η, -ο
να έχουν κριθεί
να είναι κριμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκρίνεκρίνετεκρίνεστε
Aoristκρίνεκρίνετεκρίνουκριθείτε
Part
izip
Presκρίνοντας
Perfέχοντας κρίνει, έχοντας κριμένοκριμένος, -η, -οκριμένοι, -ες, -α
InfinAoristκρίνεικριθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκτιμάω, εκτιμώεκτιμάμε, εκτιμούμεεκτιμώμαιεκτιμόμαστε, εκτιμώμεθα
εκτιμάςεκτιμάτεεκτιμάσαιεκτιμάστε, εκτιμάσθε
εκτιμάει, εκτιμάεκτιμάν(ε), εκτιμούν(ε)εκτιμάταιεκτιμώνται
Imper
fekt
εκτιμούσαεκτιμούσαμε
εκτιμούσεςεκτιμούσατε
εκτιμούσεεκτιμούσαν(ε)
Aoristεκτίμησαεκτιμήσαμεεκτιμήθηκαεκτιμηθήκαμε
εκτίμησεςεκτιμήσατεεκτιμήθηκεςεκτιμηθήκατε
εκτίμησεεκτίμησαν, εκτιμήσαν(ε)εκτιμήθηκεεκτιμήθηκαν, εκτιμηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εκτιμήσει
έχω εκτιμημένο
έχουμε εκτιμήσει
έχουμε εκτιμημένο
έχω εκτιμηθείέχουμε εκτιμηθεί
έχεις εκτιμήσει
έχεις εκτιμημένο
έχετε εκτιμήσει
έχετε εκτιμημένο
έχεις εκτιμηθείέχετε εκτιμηθεί
έχει εκτιμήσει
έχει εκτιμημένο
έχουν εκτιμήσει
έχουν εκτιμημένο
έχει εκτιμηθείέχουν εκτιμηθεί
Plu
perf
ekt
είχα εκτιμήσει
είχα εκτιμημένο
είχαμε εκτιμήσει
είχαμε εκτιμημένο
είχα εκτιμηθείείχαμε εκτιμηθεί
είχες εκτιμήσει
είχες εκτιμημένο
είχατε εκτιμήσει
είχατε εκτιμημένο
είχες εκτιμηθείείχατε εκτιμηθεί
είχε εκτιμήσει
είχε εκτιμημένο
είχαν εκτιμήσει
είχαν εκτιμημένο
είχε εκτιμηθείείχαν εκτιμηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκτιμάω, θα εκτιμώθα εκτιμάμε, θα εκτιμούμεθα εκτιμώμαιθα εκτιμόμαστε, θα εκτιμώμεθα
θα εκτιμάςθα εκτιμάτεθα εκτιμάσαιθα εκτιμάστε, θα εκτιμάσθε
θα εκτιμάει, θα εκτιμάθα εκτιμάν(ε), θα εκτιμούν(ε)θα εκτιμάταιθα εκτιμώνται
Fut
ur
θα εκτιμήσωθα εκτιμήσουμε, θα εκτιμήσομεθα εκτιμηθώθα εκτιμηθούμε
θα εκτιμήσειςθα εκτιμήσετεθα εκτιμηθείςθα εκτιμηθείτε
θα εκτιμήσειθα εκτιμήσουν(ε)θα εκτιμηθείθα εκτιμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκτιμήσει
θα έχω εκτιμημένο
θα έχουμε εκτιμήσει
θα έχουμε εκτιμημένο
θα έχω εκτιμηθείθα έχουμε εκτιμηθεί
θα έχεις εκτιμήσει
θα έχεις εκτιμημένο
θα έχετε εκτιμήσει
θα έχετε εκτιμημένο
θα έχεις εκτιμηθείθα έχετε εκτιμηθεί
θα έχει εκτιμήσει
θα έχει εκτιμημένο
θα έχουν εκτιμήσει
θα έχουν εκτιμημένο
θα έχει εκτιμηθείθα έχουν εκτιμηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκτιμάω, να εκτιμώνα εκτιμάμε, να εκτιμούμενα εκτιμώμαινα εκτιμόμαστε, να εκτιμώμεθα
να εκτιμάςνα εκτιμάτενα εκτιμάσαινα εκτιμάστε, να εκτιμάσθε
να εκτιμάει, να εκτιμάνα εκτιμάν(ε), να εκτιμούν(ε)να εκτιμάταινα εκτιμώνται
Aoristνα εκτιμήσωνα εκτιμήσουμε, να εκτιμήσομενα εκτιμηθώνα εκτιμηθούμε
να εκτιμήσειςνα εκτιμήσετενα εκτιμηθείςνα εκτιμηθείτε
να εκτιμήσεινα εκτιμήσουν(ε)να εκτιμηθείνα εκτιμηθούν(ε)
Perfνα έχω εκτιμήσει
να έχω εκτιμημένο
να έχουμε εκτιμήσει
να έχουμε εκτιμημένο
να έχω εκτιμηθείνα έχουμε εκτιμηθεί
να έχεις εκτιμήσει
να έχεις εκτιμημένο
να έχετε εκτιμήσει
να έχετε εκτιμημένο
να έχεις εκτιμηθείνα έχετε εκτιμηθεί
να έχει εκτιμήσει
να έχει εκτιμημένο
να έχουν εκτιμήσει
να έχουν εκτιμημένο
να έχει εκτιμηθείνα έχουν εκτιμηθεί
Imper
ativ
Presεκτίμαεκτιμάτεεκτιμάστε, εκτιμάσθε
Aoristεκτίμησε, εκτίμαεκτιμήστεεκτιμήσουεκτιμηθείτε
Part
izip
Presεκτιμώντας
Perfέχοντας εκτιμήσειεκτιμημένος, -η, -οεκτιμημένοι, -ες, -α
InfinAoristεκτιμήσειεκτιμηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback