verbreiten
 Verb

διαδίδω Verb
(4)
εκπέμπω Verb
(1)
διασπείρω Verb
(1)
κοινολογώ Verb
(0)
μεταδίδω Verb
(0)
διαλαλώ Verb
(0)
διαχέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Naja, ich möchte ja keinen bösen Tratsch verbreiten...Δε θέλω να διαδίδω κακοήθη σχόλια...

Übersetzung nicht bestätigt

Ich sorgte lediglich für Wege, um freie Informationen zu verbreiten. Das Medienzentrum war ein Erfolg.Οργάνωσα μια δομή για να διαδίδω ελεύθερα πληροφορίες και δούλεψε, το κέντρο τύπου είχε μεγάλη επιτυχία.

Übersetzung nicht bestätigt

Sagen Sie es einfach, dann werde ich die Nachricht verbreiten.Λέτε το πότε κι εγώ το διαδίδω.

Übersetzung nicht bestätigt

Das gibt mir nicht das Recht, sie einfach so zu verbreiten.Αυτό δεν μου δίνει το δικαίωμα να τις διαδίδω ελεύθερα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταδίδωμεταδίδουμε, μεταδίδομεμεταδίδομαιμεταδιδόμαστε
μεταδίδειςμεταδίδετεμεταδίδεσαιμεταδίδεστε, μεταδιδόσαστε
μεταδίδειμεταδίδουν(ε)μεταδίδεταιμεταδίδονται
Imper
fekt
μετέδιδαμεταδίδαμεμεταδιδόμουν(α)μεταδιδόμαστε
μετέδιδεςμεταδίδατεμεταδιδόσουν(α)μεταδιδόσαστε
μετέδιδεμετέδιδαν, μεταδίδαν(ε)μεταδιδόταν(ε)μεταδίδονταν
Aoristμετέδωσα, μετάδωσαμεταδώσαμεμεταδόθηκαμεταδοθήκαμε
μετέδωσες, μετάδωσεςμεταδώσατεμεταδόθηκεςμεταδοθήκατε
μετέδωσε, μετάδωσεμετέδωσαν, μεταδώσαν(ε)μεταδόθηκεμεταδόθηκαν, μεταδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταδώσειέχουμε μεταδώσειέχω μεταδοθεί
(είμαι μεταδομένος, -η)
έχουμε μεταδοθεί
(είμαστε μεταδομένοι, -ες)
έχεις μεταδώσειέχετε μεταδώσειέχεις μεταδοθεί
(είσαι μεταδομένος, -η)
έχετε μεταδοθεί
(είστε μεταδομένοι, -ες)
έχει μεταδώσειέχουν μεταδώσειέχει μεταδοθεί
(είναι μεταδομένος, -η, -ο)
έχουν μεταδοθεί
(είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα μεταδώσειείχαμε μεταδώσειείχα μεταδοθεί
(ήμουν μεταδομένος, -η)
είχαμε μεταδοθεί
(ήμαστε μεταδομένος, -η)
είχες μεταδώσειείχατε μεταδώσειείχες μεταδοθεί
(ήσουν μεταδομένος, -η)
είχατε μεταδοθεί
(ήσαστε μεταδομένος, -η)
είχε μεταδώσειείχαν μεταδώσειείχε μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένος, -η, -ο)
είχαν μεταδοθεί
(ήταν μεταδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταδίδωθα μεταδίδουμε, θα μεταδίδομεθα μεταδίδομαιθα μεταδιδόμαστε
θα μεταδίδειςθα μεταδίδετεθα μεταδίδεσαιθα μεταδίδεστε, θα μεταδιδόσαστε
θα μεταδίδειθα μεταδίδουν(ε)θα μεταδίδεταιθα μεταδίδονται
Fut
ur
θα μεταδώσωθα μεταδώσουμε, θα μεταδώσομεθα μεταδοθώθα μεταδοθούμε
θα μεταδώσειςθα μεταδώσετεθα μεταδοθείςθα μεταδοθείτε
θα μεταδώσειθα μεταδώσουν(ε)θα μεταδοθείθα μεταδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταδώσειθα έχουμε μεταδώσειθα έχω μεταδοθεί
(θα είμαι μεταδομένος, -η)
θα έχουμε μεταδοθεί
(θα είμαστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχεις μεταδώσειθα έχετε μεταδώσειθα έχεις μεταδοθεί
(θα είσαι μεταδομένος, -η)
θα έχετε μεταδοθεί
(θα είστε μεταδομένοι, -ες)
θα έχει μεταδώσειθα έχουν μεταδώσειθα έχει μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένος, -η, -ο)
θα έχουν μεταδοθεί
(θα είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταδίδωνα μεταδίδουμε, να μεταδίδομενα μεταδίδομαινα μεταδιδόμαστε
να μεταδίδειςνα μεταδίδετενα μεταδίδεσαινα μεταδίδεστε, να μεταδιδόσαστε
να μεταδίδεινα μεταδίδουν(ε)να μεταδίδεταινα μεταδίδονται
Aoristνα μεταδώσωνα μεταδώσουμε, να μεταδώσομενα μεταδοθώνα μεταδοθούμε
να μεταδώσειςνα μεταδώσετενα μεταδοθείςνα μεταδοθείτε
να μεταδώσεινα μεταδώσουν(ε)να μεταδοθείνα μεταδοθούν(ε)
Perfνα έχω μεταδώσεινα έχουμε μεταδώσεινα έχω μεταδοθεί
(να είμαι μεταδομένος, -η)
να έχουμε μεταδοθεί
(να είμαστε μεταδομένοι, -ες)
να έχεις μεταδώσεινα έχετε μεταδώσεινα έχεις μεταδοθεί
(να είσαι μεταδομένος, -η)
να έχετε μεταδοθεί
(να είστε μεταδομένοι, -ες)
να έχει μεταδώσεινα έχουν μεταδώσεινα έχει μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένος, -η, -ο)
να έχουν μεταδοθεί
(να είναι μεταδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presμετάδιδεμεταδίδετεμεταδίδεστε
Aoristμετάδωσεμεταδώστε, μεταδώσετεμεταδώσουμεταδοθείτε
Part
izip
Presμεταδίδονταςμεταδιδόμενος
Perfέχοντας μεταδώσειμεταδομένος, -η, -ομεταδομένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταδώσειμεταδοθεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαχέω, xino">χύνωδιαχέουμε, διαχέομεδιαχέομαιδιαχεόμαστε
διαχέειςδιαχέετεδιαχέεσαιδιαχέεστε, διαχεόσαστε
διαχέειδιαχέουν(ε)διαχέεταιδιαχέονται
Imper
fekt
διέχεαδιαχέαμεδιαχεόμουν(α)διαχεόμαστε
διέχεεςδιαχέατεδιαχεόσουν(α)διαχεόσαστε
διέχεεδιέχεαν, διαχέαν(ε)διαχεόταν(ε)διαχέονταν
Aoristδιέχυσαδιαχύσαμεδιαχύθηκαδιαχυθήκαμε
διέχυσεςδιαχύσατεδιαχύθηκεςδιαχυθήκατε
διέχυσεδιέχυσαν, διαχύσαν(ε)διαχύθηκεδιαχύθηκαν, διαχυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαχύσει
έχω διαχυμένο
έχουμε διαχύσει
έχουμε διαχυμένο
έχω διαχυθεί
είμαι διαχυμένος, -η
έχουμε διαχυθεί
είμαστε διαχυμένοι, -ες
έχεις διαχύσει
έχεις διαχυμένο
έχετε διαχύσει
έχετε διαχυμένο
έχεις διαχυθεί
είσαι διαχυμένος, -η
έχετε διαχυθεί
είστε διαχυμένοι, -ες
έχει διαχύσει
έχει διαχυμένο
έχουν διαχύσει
έχουν διαχυμένο
έχει διαχυθεί
είναι διαχυμένος, -η, -ο
έχουν διαχυθεί
είναι διαχυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαχύσει
είχα διαχυμένο
είχαμε διαχύσει
είχαμε διαχυμένο
είχα διαχυθεί
ήμουν διαχυμένος, -η
είχαμε διαχυθεί
ήμαστε διαχυμένοι, -ες
είχες διαχύσει
είχες διαχυμένο
είχατε διαχύσει
είχατε διαχυμένο
είχες διαχυθεί
ήσουν διαχυμένος, -η
είχατε διαχυθεί
ήσαστε διαχυμένοι, -ες
είχε διαχύσει
είχε διαχυμένο
είχαν διαχύσει
είχαν διαχυμένο
είχε διαχυθεί
ήταν διαχυμένος, -η, -ο
είχαν διαχυθεί
ήταν διαχυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαχέωθα διαχέουμεθα διαχέομαιθα διαχεόμαστε
θα διαχέειςθα διαχέετεθα διαχέεσαιθα διαχέεστε, θα διαχεόσαστε
θα διαχέειθα διαχέουνθα διαχέεταιθα διαχέονται
Fut
ur
θα διαχύσωθα διαχύσουμεθα διαχυθώθα διαχυθούμε
θα διαχύσειςθα διαχύσετεθα διαχυθείςθα διαχυθείτε
θα διαχύσειθα διαχύσουνθα διαχυθείθα διαχυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαχύσει
θα έχω διαχυμένο
θα έχουμε διαχύσει
θα έχουμε διαχυμένο
θα έχω διαχυθεί
θα είμαι διαχυμένος, -η
θα έχουμε διαχυθεί
θα είμαστε διαχυμένοι, -ες
θα έχεις διαχύσει
θα έχεις διαχυμένο
θα έχετε διαχύσει
θα έχετε διαχυμένο
θα έχεις διαχυθεί
θα είσαι διαχυμένος, -η
θα έχετε διαχυθεί
θα είστε διαχυμένοι, -ες
θα έχει διαχύσει
θα έχει διαχυμένο
θα έχουν διαχύσει
θα έχουν διαχυμένο
θα έχει διαχυθεί
θα είναι διαχυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαχυθεί
θα είναι διαχυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαχέωνα διαχέουμενα διαχέομαινα διαχεόμαστε
να διαχέειςνα διαχέετενα διαχέεσαινα διαχέεστε, να διαχεόσαστε
να διαχέεινα διαχέουννα διαχέεταινα διαχέονται
Aoristνα διαχύσωνα διαχύσουμενα διαχυθώνα διαχυθούμε
να διαχύσειςνα διαχύσετενα διαχυθείςνα διαχυθείτε
να διαχύσεινα διαχύσουννα διαχυθείνα διαχυθούν(ε)
Perfνα έχω διαχύσει
να έχω διαχυμένο
να έχουμε διαχύσει
να έχουμε διαχυμένο
να έχω διαχυθεί
να είμαι διαχυμένος, -η
να έχουμε διαχυθεί
να είμαστε διαχυμένοι, -ες
να έχεις διαχύσει
να έχεις διαχυμένο
να έχετε διαχύσει
να έχετε διαχυμένο
να έχεις διαχυθεί
να είσαι διαχυμένος, -η
να έχετε διαχυθεί
να είστε διαχυμένοι, -ες
να έχει διαχύσει
να έχει διαχυμένο
να έχουν διαχύσει
να έχουν διαχυμένο
να έχει διαχυθεί
να είναι διαχυμένος, -η, -ο
να έχουν διαχυθεί
να είναι διαχυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαχέεδιαχέετεδιαχέεστε
Aoristδιαχύσεδιαχύσετε, διαχύστεδιαχύσουδιαχυθείτε
Part
izip
Presδιαχέονταςδιαχεόμενος
Perfέχοντας διαχύσει, έχοντας διαχυμένο(διαχυμένος, -η, -ο)(διαχυμένοι, -ες, -α)
InfinAoristδιαχύσειδιαχυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback