διαχέω altgriechisch διαχέω διά και χέω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διαχέω, xino">χύνω | διαχέουμε, διαχέομε | διαχέομαι | διαχεόμαστε |
διαχέεις | διαχέετε | διαχέεσαι | διαχέεστε, διαχεόσαστε | ||
διαχέει | διαχέουν(ε) | διαχέεται | διαχέονται | ||
Imper fekt | διέχεα | διαχέαμε | διαχεόμουν(α) | διαχεόμαστε | |
διέχεες | διαχέατε | διαχεόσουν(α) | διαχεόσαστε | ||
διέχεε | διέχεαν, διαχέαν(ε) | διαχεόταν(ε) | διαχέονταν | ||
Aorist | διέχυσα | διαχύσαμε | διαχύθηκα | διαχυθήκαμε | |
διέχυσες | διαχύσατε | διαχύθηκες | διαχυθήκατε | ||
διέχυσε | διέχυσαν, διαχύσαν(ε) | διαχύθηκε | διαχύθηκαν, διαχυθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διαχέω | θα διαχέουμε | θα διαχέομαι | θα διαχεόμαστε | |
θα διαχέεις | θα διαχέετε | θα διαχέεσαι | θα διαχέεστε, | ||
θα διαχέει | θα διαχέουν | θα διαχέεται | θα διαχέονται | ||
Fut ur | θα διαχύσω | θα διαχύσουμε | θα διαχυθώ | θα διαχυθούμε | |
θα διαχύσεις | θα διαχύσετε | θα διαχυθείς | θα διαχυθείτε | ||
θα διαχύσει | θα διαχύσουν | θα διαχυθεί | θα διαχυθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διαχέω | να διαχέουμε | να διαχέομαι | να διαχεόμαστε |
να διαχέεις | να διαχέετε | να διαχέεσαι | να διαχέεστε, | ||
να διαχέει | να διαχέουν | να διαχέεται | να διαχέονται | ||
Aorist | να διαχύσω | να διαχύσουμε | να διαχυθώ | να διαχυθούμε | |
να διαχύσεις | να διαχύσετε | να διαχυθείς | να διαχυθείτε | ||
να διαχύσει | να διαχύσουν | να διαχυθεί | να διαχυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διαχύσει να έχεις διαχυμένο | να έχετε διαχύσει να έχετε διαχυμένο | να έχεις διαχυθεί να είσαι διαχυμένος, -η | να έχετε διαχυθεί να είστε διαχυμένοι, -ες | ||
να έχει διαχύσει να έχει διαχυμένο | να έχουν διαχύσει να έχουν διαχυμένο | να έχει διαχυθεί να είναι διαχυμένος, -η, -ο | να έχουν διαχυθεί να είναι διαχυμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | διαχέε | διαχέετε | διαχέεστε | |
Aorist | διαχύσε | διαχύσετε, διαχύστε | διαχύσου | διαχυθείτε | |
Part izip | Pres | διαχέοντας | διαχεόμενος | ||
Perf | έχοντας διαχύσει, έχοντας διαχυμένο | (διαχυμένος, -η, -ο) | (διαχυμένοι, -ες, -α) | ||
Infin | Aorist | διαχύσει | διαχυθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verbreite | ||
du | verbreitest | |||
er, sie, es | verbreitet | |||
Präteritum | ich | verbreitete | ||
Konjunktiv II | ich | verbreitete | ||
Imperativ | Singular | verbreite! | ||
Plural | verbreitet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verbreitet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verbreiten |
διαχέω [δiaxéo] -ομαι Ρ αόρ. διέχυσα, απαρέμφ. διαχύσει, παθ. αόρ. διαχύθηκα, απαρέμφ. διαχυθεί : (επιστ., λόγ., συνήθ. παθ.) διασκορπίζω, συνήθ. για το φαινόμενο της διάχυσης: Tο φως διαχέεται όταν προσκρούει σε ανώμαλη επιφάνεια. Ο ήχος / το άρωμα διαχέεται παντού.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.