umlegen
 (ugs.)  Verb

μεταφέρω Verb
(0)
μετατοπίζω Verb
(0)
τραβώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Rico soll vorsichtig sein. Little Arnies Gang will ihn umlegen.Πες στον Ρίκο να προσέχει, συμμορία του Άρνι έρχεται να τον καθαρίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Du hättest Joe umlegen sollen.Έπρεπε να σκοτώσεις τον Τζο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich brauche Leute. Ich will jemanden an Bord umlegen.Θέλω να καθαρίσω έναν τύπο στο πλοίο και μου λείπουν άτομα.

Übersetzung nicht bestätigt

Hätten vor dem Loslegen umlegen sollen.Τώρα θα 'χει βρωμίσει πολύ.

Übersetzung nicht bestätigt

Damit kann man ja den stärksten Elefanten umlegen.Μ' αυτα μπορει κανεις να κομματιασει και τον ισχυροτερο ελεφαντα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μεταφέρωμεταφέρουμε, μεταφέρομεμεταφέρομαιμεταφερόμαστε
μεταφέρειςμεταφέρετεμεταφέρεσαιμεταφέρεστε, μεταφερόσαστε
μεταφέρειμεταφέρουν(ε)μεταφέρεταιμεταφέρονται
Imper
fekt
μετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφερόμουν(α)μεταφερόμαστε, μεταφερόμασταν
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφερόσουν(α)μεταφερόσαστε, μεταφερόσασταν
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφερόταν(ε)μεταφέρονταν, μεταφερόντανε, μεταφερόντουσαν
Aoristμετέφερα, μετάφεραμεταφέραμεμεταφέρθηκαμεταφερθήκαμε
μετέφερες, μετάφερεςμεταφέρατεμεταφέρθηκεςμεταφερθήκατε
μετέφερε, μετάφερεμετέφεραν, μετάφεραν, μεταφέραν(ε)μεταφέρθηκεμεταφέρθηκαν, μεταφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μεταφέρειέχουμε μεταφέρειέχω μεταφερθείέχουμε μεταφερθεί
έχεις μεταφέρειέχετε μεταφέρειέχεις μεταφερθείέχετε μεταφερθεί
έχει μεταφέρειέχουν μεταφέρειέχει μεταφερθείέχουν μεταφερθεί
Plu
per
fekt
είχα μεταφέρειείχαμε μεταφέρειείχα μεταφερθείείχαμε μεταφερθεί
είχες μεταφέρειείχατε μεταφέρειείχες μεταφερθείείχατε μεταφερθεί
είχε μεταφέρειείχαν μεταφέρειείχε μεταφερθείείχαν μεταφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφέρομαιθα μεταφερόμαστε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφέρεσαιθα μεταφέρεστε, θα μεταφερόσαστε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφέρεταιθα μεταφέρονται
Fut
ur
θα μεταφέρωθα μεταφέρουμε, θα μεταφέρομεθα μεταφερθώθα μεταφερθούμε
θα μεταφέρειςθα μεταφέρετεθα μεταφερθείςθα μεταφερθείτε
θα μεταφέρειθα μεταφέρουν(ε)θα μεταφερθείθα μεταφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μεταφέρειθα έχουμε μεταφέρειθα έχω μεταφερθείθα έχουμε μεταφερθεί
θα έχεις μεταφέρειθα έχετε μεταφέρειθα έχεις μεταφερθείθα έχετε μεταφερθεί
θα έχει μεταφέρειθα έχουν μεταφέρειθα έχει μεταφερθείθα έχουν μεταφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφέρομαινα μεταφερόμαστε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφέρεσαινα μεταφέρεστε, να μεταφερόσαστε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφέρεταινα μεταφέρονται
Aoristνα μεταφέρωνα μεταφέρουμε, να μεταφέρομενα μεταφερθώνα μεταφερθούμε
να μεταφέρειςνα μεταφέρετενα μεταφερθείςνα μεταφερθείτε
να μεταφέρεινα μεταφέρουν(ε)να μεταφερθείνα μεταφερθούν(ε)
Perfνα έχω μεταφέρεινα έχουμε μεταφέρεινα έχω μεταφερθείνα έχουμε μεταφερθεί
να έχεις μεταφέρεινα έχετε μεταφέρεινα έχεις μεταφερθείνα έχετε μεταφερθεί
να έχει μεταφέρεινα έχουν μεταφέρεινα έχει μεταφερθείνα έχουν μεταφερθεί
Imper
ativ
Presμεταφέρεμεταφέρετεμεταφέρεστε
Aoristμεταφέρεμεταφέρετε, μεταφέρτεμεταφέρουμεταφερθείτε
Part
izip
Presμεταφέρονταςμεταφερόμενος
Perfέχοντας μεταφέρειμεταφερμένος, -η, -ομεταφερμένοι, -ες, -α
InfinAoristμεταφέρειμεταφερθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τραβάω, τραβώτραβάμε, τραβούμετραβιέμαιτραβιόμαστε
τραβάςτραβάτετραβιέσαιτραβιέστε, τραβιόσαστε
τραβάει, τραβάτραβάν(ε), τραβούν(ε)τραβιέταιτραβιούνται, τραβιόνται
Imper
fekt
τραβούσα, τράβαγατραβούσαμε, τραβάγαμετραβιόμουν(α)τραβιόμαστε, τραβιόμασταν
τραβούσες, τράβαγεςτραβούσατε, τραβάγατετραβιόσουν(α)τραβιόσαστε, τραβιόσασταν
τραβούσε, τράβαγετραβούσαν(ε), τράβαγαν, τραβάγανετραβιόταν(ε)τραβιόνταν(ε), τραβιούνταν, τραβιόντουσαν
Aoristτράβηξατραβήξαμετραβήχτηκατραβηχτήκαμε
τράβηξεςτραβήξατετραβήχτηκεςτραβηχτήκατε
τράβηξετράβηξαν, τραβήξαν(ε)τραβήχτηκετραβήχτηκαν, τραβηχτήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τραβήξει
έχω τραβηγμένο
έχουμε τραβήξει
έχουμε τραβηγμένο
έχω τραβηχτεί
είμαι τραβηγμένος, -η
έχουμε τραβηχτεί
είμαστε τραβηγμένοι, -ες
έχεις τραβήξει
έχεις τραβηγμένο
έχετε τραβήξει
έχετε τραβηγμένο
έχεις τραβηχτεί
είσαι τραβηγμένος, -η
έχετε τραβηχτεί
είστε τραβηγμένοι, -ες
έχει τραβήξει
έχει τραβηγμένο
έχουν τραβήξει
έχουν τραβηγμένο
έχει τραβηχτεί
είναι τραβηγμένος, -η, -ο
έχουν τραβηχτεί
είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα τραβήξει
είχα τραβηγμένο
είχαμε τραβήξει
είχαμε τραβηγμένο
είχα τραβηχτεί
ήμουν τραβηγμένος, -η
είχαμε τραβηχτεί
ήμαστε τραβηγμένοι, -ες
είχες τραβήξει
είχες τραβηγμένο
είχατε τραβήξει
είχατε τραβηγμένο
είχες τραβηχτεί
ήσουν τραβηγμένος, -η
είχατε τραβηχτεί
ήσαστε τραβηγμένοι, -ες
είχε τραβήξει
είχε τραβηγμένο
είχαν τραβήξει
είχαν τραβηγμένο
είχε τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένος, -η, -ο
είχαν τραβηχτεί
ήταν τραβηγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τραβάω, θα τραβώθα τραβάμε, θα τραβούμεθα τραβιέμαιθα τραβιόμαστε
θα τραβάςθα τραβάτεθα τραβιέσαιθα τραβιέστε, θα τραβιόσαστε
θα τραβάει, θα τραβάθα τραβάν(ε), θα τραβούν(ε)θα τραβιέταιθα τραβιούνται, θα τραβιόνται
Fut
ur
θα τραβήξωθα τραβήξουμε, θα τραβήξομεθα τραβηχτώθα τραβηχτούμε
θα τραβήξειςθα τραβήξετεθα τραβηχτείςθα τραβηχτείτε
θα τραβήξειθα τραβήξουν(ε)θα τραβηχτείθα τραβηχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τραβήξει
θα έχω τραβηγμένο
θα έχουμε τραβήξει
θα έχουμε τραβηγμένο
θα έχω τραβηχτεί
θα είμαι τραβηγμένος, -η
θα έχουμε τραβηχτεί
θα είμαστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχεις τραβήξει
θα έχεις τραβηγμένο
θα έχετε τραβήξει
θα έχετε τραβηγμένο
θα έχεις τραβηχτεί
θα είσαι τραβηγμένος, -η
θα έχετε τραβηχτεί
θα είστε τραβηγμένοι, -ες
θα έχει τραβήξει
θα έχει τραβηγμένο
θα έχουν τραβήξει
θα έχουν τραβηγμένο
θα έχει τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένος, -η, -ο
θα έχουν τραβηχτεί
θα είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τραβάω, να τραβώνα τραβάμε, να τραβούμενα τραβιέμαινα τραβιόμαστε
να τραβάςνα τραβάτενα τραβιέσαινα τραβιέστε, να τραβιόσαστε
να τραβάει, να τραβάνα τραβάν(ε), να τραβούν(ε)να τραβιέταινα τραβιούνται, να τραβιόνται
Aoristνα τραβήξωνα τραβήξουμε, να τραβήξομενα τραβηχτώνα τραβηχτούμε
να τραβήξειςνα τραβήξετενα τραβηχτείςνα τραβηχτείτε
να τραβήξεινα τραβήξουν(ε)να τραβηχτείνα τραβηχτούν(ε)
Perfνα έχω τραβήξει
να έχω τραβηγμένο
να έχουμε τραβήξει
να έχουμε τραβηγμένο
να έχω τραβηχτεί
να είμαι τραβηγμένος, -η
να έχουμε τραβηχτεί
να είμαστε τραβηγμένοι, -ες
να έχεις τραβήξει
να έχεις τραβηγμένο
να έχετε τραβήξει
να έχετε τραβηγμένο
να έχεις τραβηχτεί
να είσαι τραβηγμένος, -η
να έχετε τραβηχτεί
να είστε τραβηγμένοι, -η
να έχει τραβήξει
να έχει τραβηγμένο
να έχουν τραβήξει
να έχουν τραβηγμένο
να έχει τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένος, -η, -ο
να έχουν τραβηχτεί
να είναι τραβηγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτράβα, τράβαγετραβάτετραβιέστε
Aoristτράβηξε, τράβατραβήξτε, τραβήχτετραβήξουτραβηχτείτε
Part
izip
Presτραβώντας
Perfέχοντας τραβήξει, έχοντας τραβηγμένοτραβηγμένος, -η, -οτραβηγμένοι, -ες, -α
InfinAoristτραβήξειτραβηχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback