treffen
 Verb

συναντώ Verb
(51)
πετυχαίνω Verb
(6)
ευστοχώ Verb
(0)
σκοράρω (sport.)  Verb
(0)
λαχαίνω Verb
(0)
πληγώνω Verb
(0)
ανδαμώνω Verb
(0)
ανταμώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich bin sehr erfreut, heute zusammen mit der Präsidentin des Ausschusses der Regionen, Mercedes Bresso, die Vertreter der europäischen Regionen und Städte treffen zu können.Είμαι πολύ χαρούμενος που συναντώ, από κοινού με την Πρόεδρο της Επιτροπής των Περιφερειών κ.

Übersetzung bestätigt

Ich muss rausgehen und jeden Tag gewöhnliche Menschen treffen und mich mit ihren gewöhnlichen Sorgen beschäftigen.Εγώ θα πρέπει να βγω έξω και να συναντώ απλούς ανθρώπους κάθε μέρα και να μοιράζομαι τις συνηθισμένες τους ανησυχίες.

Übersetzung bestätigt

Wir müssen eine Bewegung unter all diesen Menschen schaffen, die ich auf meinen Reisen treffe die Sie vermutlich ebenso treffen die sich in irgendeiner Form vereinigen wollen und ihren Glauben zurückfordern wollen, den sie wie ich sage als gekapert empfinden.Είναι ανάγκη και δημιουργήσουμε ένα κίνημα όλων αυτών των ανθρώπων που συναντώ στα ταξίδια μου -κι εσείς πιθανώς τους συναντάτε -που θέλουν να πάρουν μέρος, με κάποιον τρόπο, και να ανακτήσουν την πίστη τους, που αισθάνονται -όπως λέω -ότι τους την έχουν απαγάγει.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie sind alle Problemlöser, und dies sind nur einige von vielen Vorbildern, so dass ich wirklich privilegiert bin, diese Vorbilder bei meiner Arbeit zu sehen, zu treffen und von ihnen zu lernen.Επιλύουν προβλήματα και αποτελούν κάποια από τα πολλά παραδείγματα που έχω τη χαρά να βλέπω, να συναντώ και να μαθαίνω, τα παραδείγματα της δουλειάς που κάνω τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
treffend

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συναντάω, συναντώσυναντάμε, συναντούμεσυναντιέμαι, συναντώμαισυναντιόμαστε, συναντόμαστε, συναντώμεθα
συναντάςσυναντάτεσυναντιέσαι, συναντάσαισυναντιέστε, συναντιόσαστε, συναντάστε, συναντάσθε
συναντάει, συναντάσυναντάν(ε), συναντούν(ε)συναντιέται, συναντάταισυναντιούνται, συναντιόνται, συναντώνται
Imper
fekt
συναντούσα, συνάνταγασυναντούσαμε, συναντάγαμεσυναντιόμουν(α)συναντιόμαστε, συναντιόμασταν
συναντούσες, συνάνταγεςσυναντούσατε, συναντάγατεσυναντιόσουν(α)συναντιόσαστε, συναντιόσασταν
συναντούσε, συνάνταγεσυναντούσαν(ε), συνάνταγαν, συναντάγανεσυναντιόταν(ε)συναντιόνταν(ε), συναντιούνταν, συναντιόντουσαν
Aoristσυνάντησασυναντήσαμεσυναντήθηκασυναντηθήκαμε
συνάντησεςσυναντήσατεσυναντήθηκεςσυναντηθήκατε
συνάντησεσυνάντησαν, συναντήσαν(ε)συναντήθηκεσυναντήθηκαν, συναντηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συναντήσειέχουμε συναντήσειέχω συναντηθείέχουμε συναντηθεί
έχεις συναντήσειέχετε συναντήσειέχεις συναντηθείέχετε συναντηθεί
έχει συναντήσειέχουν συναντήσειέχει συναντηθείέχουν συναντηθεί
Plu
perf
ekt
είχα συναντήσειείχαμε συναντήσειείχα συναντηθείείχαμε συναντηθεί
είχες συναντήσειείχατε συναντήσειείχες συναντηθείείχατε συναντηθεί
είχε συναντήσειείχαν συναντήσειείχε συναντηθείείχαν συναντηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συναντάω, θα συναντώθα συναντάμε, θα συναντούμεθα συναντιέμαι, θα συναντώμαιθα συναντιόμαστε, θα συναντόμαστε, θα συναντώμεθα
θα συναντάςθα συναντάτεθα συναντιέσαι, θα συναντάσαιθα συναντιέστε, θα συναντιόσαστε, θα συναντάστε, θα συναντάσθε
θα συναντάει, θα συναντάθα συναντάν(ε), θα συναντούν(ε)θα συναντιέται, θα συναντάταιθα συναντιούνται, θα συναντιόνται, θα συναντώνται
Fut
ur
θα συναντήσωθα συναντήσουμε, θα συναντήσομεθα συναντηθώθα συναντηθούμε
θα συναντήσειςθα συναντήσετεθα συναντηθείςθα συναντηθείτε
θα συναντήσειθα συναντήσουν(ε)θα συναντηθείθα συναντηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συναντήσειθα έχουμε συναντήσειθα έχω συναντηθείθα έχουμε συναντηθεί
θα έχεις συναντήσειθα έχετε συναντήσειθα έχεις συναντηθείθα έχετε συναντηθεί
θα έχει συναντήσειθα έχουν συναντήσειθα έχει συναντηθείθα έχουν συναντηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συναντάω, να συναντώνα συναντάμε, να συναντούμενα συναντιέμαι, να συναντώμαινα συναντιόμαστε, να συναντόμαστε, να συναντώμεθα
να συναντάςνα συναντάτενα συναντιέσαι, να συναντάσαινα συναντιέστε, να συναντιόσαστε, να συναντάστε, να συναντάσθε
να συναντάει, να συναντάνα συναντάν(ε), να συναντούν(ε)να συναντιέται, να συναντάταινα συναντιούνται, να συναντιόνται, να συναντώνται
Aoristνα συναντήσωνα συναντήσουμε, να συναντήσομενα συναντηθώνα συναντηθούμε
να συναντήσειςνα συναντήσετενα συναντηθείςνα συναντηθείτε
να συναντήσεινα συναντήσουν(ε)να συναντηθείνα συναντηθούν(ε)
Perfνα έχω συναντήσεινα έχουμε συναντήσεινα έχω συναντηθείνα έχουμε συναντηθεί
να έχεις συναντήσεινα έχετε συναντήσεινα έχεις συναντηθείνα έχετε συναντηθεί
να έχει συναντήσεινα έχουν συναντήσεινα έχει συναντηθείνα έχουν συναντηθεί
Imper
ativ
Presσυνάντα, συνάνταγεσυναντάτεσυναντιέστε, συναντάστε, συναντάσθε
Aoristσυνάντησε, συνάντασυναντήστεσυναντήσουσυναντηθείτε
Part
izip
Presσυναντώνταςσυναντώμενος
Perfέχοντας συναντήσει
InfinAoristσυναντήσεισυναντηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετυχαίνω, epitugxano">επιτυγχάνωπετυχαίνουμε
πετυχαίνειςπετυχαίνετε
πετυχαίνειπετυχαίνουν(ε)
Imper
fekt
πετύχαιναπετυχαίναμε
πετύχαινεςπετυχαίνατε
πετύχαινεπετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)
Aoristπέτυχαπετύχαμε
πέτυχεςπετύχατε
πέτυχεπέτυχαν, πετύχαν(ε)
Per
fekt
έχω πετύχειέχουμε πετύχει
έχεις πετύχειέχετε πετύχει
έχει πετύχειέχουν πετύχει
Plu
per
fekt
είχα πετύχειείχαμε πετύχει
είχες πετύχειείχατε πετύχει
είχε πετύχειείχαν πετύχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετυχαίνωθα πετυχαίνουμε
θα πετυχαίνειςθα πετυχαίνετε
θα πετυχαίνειθα πετυχαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πετύχωθα πετύχουμε
θα πετύχειςθα πετύχετε
θα πετύχειθα πετύχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετύχειθα έχουμε πετύχει
θα έχεις πετύχειθα έχετε πετύχει
θα έχει πετύχειθα έχουν πετύχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετυχαίνωνα πετυχαίνουμε
να πετυχαίνειςνα πετυχαίνετε
να πετυχαίνεινα πετυχαίνουν(ε)
Aoristνα πετύχωνα πετύχουμε
να πετύχειςνα πετύχετε
να πετύχεινα πετύχουν(ε)
Perfνα έχω πετύχεινα έχουμε πετύχει
να έχεις πετύχεινα έχετε πετύχει
να έχει πετύχεινα έχουν πετύχει
Imper
ativ
Presπετυχαίνεπετυχαίνετε
Aoristπέτυχεπετύχετε
Part
izip
Presπετυχαίνοντας
Perfέχοντας πετύχει
InfinAoristπετύχει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λαχαίνωλαχαίνουμε, λαχαίνομε
λαχαίνειςλαχαίνετε
λαχαίνειλαχαίνουν(ε)
Imper
fekt
λάχαιναλαχαίναμε
λάχαινεςλαχαίνατε
λάχαινελάχαιναν, λαχαίναν(ε)
Aoristέλαχαλάχαμε
έλαχεςλάχατε
έλαχεέλαχαν, λάχαναν(ε)
Per
fekt
έχω λάχειέχουμε λάχει
έχεις λάχειέχετε λάχει
έχει λάχειέχουν λάχει
Plu
per
fekt
είχα λάχειείχαμε λάχει
είχες λάχειείχατε λάχει
είχε λάχειείχαν λάχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λαχαίνωθα λαχαίνουμε, θα λαχαίνομε
θα λαχαίνειςθα λαχαίνετε
θα λαχαίνειθα λαχαίνουν(ε)
Fut
ur
θα λάχωθα λάχουμε, θα λάχομε
θα λάχειςθα λάχετε
θα λάχειθα λάχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λάχειθα έχουμε λάχει
θα έχεις λάχειθα έχετε λάχει
θα έχει λάχειθα έχουν λάχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λαχαίνωνα λαχαίνουμε, να λαχαίνομε
να λαχαίνειςνα λαχαίνετε
να λαχαίνεινα λαχαίνουν(ε)
Aoristνα λάχωνα λάχουμε, να λάχομε
να λάχειςνα λάχετε
να λάχεινα λάχουν(ε)
Perfνα έχω λάχεινα έχουμε λάχει
να έχεις λάχεινα έχετε λάχει
να έχει λάχεινα έχουν λάχει
Imper
ativ
Presλάχαινελαχαίνετε
Aoristλάχελάχετε
Part
izip
Presλαχαίνοντας
Perfέχοντας λάχει
InfinAoristλάχει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πληγώνωπληγώνουμε, πληγώνομεπληγώνομαιπληγωνόμαστε
πληγώνειςπληγώνετεπληγώνεσαιπληγώνεστε, πληγωνόσαστε
πληγώνειπληγώνουν(ε)πληγώνεταιπληγώνονται
Imper
fekt
πλήγωναπληγώναμεπληγωνόμουν(α)πληγωνόμαστε, πληγωνόμασταν
πλήγωνεςπληγώνατεπληγωνόσουν(α)πληγωνόσαστε, πληγωνόσασταν
πλήγωνεπλήγωναν, πληγώναν(ε)πληγωνόταν(ε)πληγώνονταν, πληγωνόντανε, πληγωνόντουσαν
Aoristπλήγωσαπληγώσαμεπληγώθηκαπληγωθήκαμε
πλήγωσεςπληγώσατεπληγώθηκεςπληγωθήκατε
πλήγωσεπλήγωσαν, πληγώσαν(ε)πληγώθηκεπληγώθηκαν, πληγωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πληγώσει
έχω πληγωμένο
έχουμε πληγώσει
έχουμε πληγωμένο
έχω πληγωθεί
είμαι πληγωμένος, -η
έχουμε πληγωθεί
είμαστε πληγωμένοι, -ες
έχεις πληγώσει
έχεις πληγωμένο
έχετε πληγώσει
έχετε πληγωμένο
έχεις πληγωθεί
είσαι πληγωμένος, -η
έχετε πληγωθεί
είστε πληγωμένοι, -ες
έχει πληγώσει
έχει πληγωμένο
έχουν πληγώσει
έχουν πληγωμένο
έχει πληγωθεί
είναι πληγωμένος, -η, -ο
έχουν πληγωθεί
είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πληγώσει
είχα πληγωμένο
είχαμε πληγώσει
είχαμε πληγωμένο
είχα πληγωθεί
ήμουν πληγωμένος, -η
είχαμε πληγωθεί
ήμαστε πληγωμένοι, -ες
είχες πληγώσει
είχες πληγωμένο
είχατε πληγώσει
είχατε πληγωμένο
είχες πληγωθεί
ήσουν πληγωμένος, -η
είχατε πληγωθεί
ήσαστε πληγωμένοι, -ες
είχε πληγώσει
είχε πληγωμένο
είχαν πληγώσει
είχαν πληγωμένο
είχε πληγωθεί
ήταν πληγωμένος, -η, -ο
είχαν πληγωθεί
ήταν πληγωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πληγώνωθα πληγώνουμε, θα πληγώνομεθα πληγώνομαιθα πληγωνόμαστε
θα πληγώνειςθα πληγώνετεθα πληγώνεσαιθα πληγώνεστε, θα πληγωνόσαστε
θα πληγώνειθα πληγώνουν(ε)θα πληγώνεταιθα πληγώνονται
Fut
ur
θα πληγώσωθα πληγώσουμε, θα πληγώσομεθα πληγωθώθα πληγωθούμε
θα πληγώσειςθα πληγώσετεθα πληγωθείςθα πληγωθείτε
θα πληγώσειθα πληγώσουνθα πληγωθείθα πληγωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πληγώσει
θα έχω πληγωμένο
θα έχουμε πληγώσει
θα έχουμε πληγωμένο
θα έχω πληγωθεί
θα είμαι πληγωμένος, -η
θα έχουμε πληγωθεί
θα είμαστε πληγωμένοι, -ες
θα έχεις πληγώσει
θα έχεις πληγωμένο
θα έχετε πληγώσει
θα έχετε πληγωμένο
θα έχεις πληγωθεί
θα είσαι πληγωμένος, -η
θα έχετε πληγωθεί
θα είστε πληγωμένοι, -ες
θα έχει πληγώσει
θα έχει πληγωμένο
θα έχουν πληγώσει
θα έχουν πληγωμένο
θα έχει πληγωθεί
θα είναι πληγωμένος, -η, -ο
θα έχουν πληγωθεί
θα είναι πληγωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πληγώνωνα πληγώνουμε, να πληγώνομενα πληγώνομαινα πληγωνόμαστε
να πληγώνειςνα πληγώνετενα πληγώνεσαινα πληγώνεστε, να πληγωνόσαστε
να πληγώνεινα πληγώνουν(ε)να πληγώνεταινα πληγώνονται
Aoristνα πληγώσωνα πληγώσουμε, να πληγώσομενα πληγωθώνα πληγωθούμε
να πληγώσειςνα πληγώσετενα πληγωθείςνα πληγωθείτε
να πληγώσεινα πληγώσουν(ε)να πληγωθείνα πληγωθούν(ε)
Perfνα έχω πληγώσει
να έχω πληγωμένο
να έχουμε πληγώσει
να έχουμε πληγωμένο
να έχω πληγωθεί
να είμαι πληγωμένος, -η
να έχουμε πληγωθεί
να είμαστε πληγωμένοι, -ες
να έχεις πληγώσει
να έχεις πληγωμένο
να έχετε πληγώσει
να έχετε πληγωμένο
να έχεις πληγωθεί
να είσαι πληγωμένος, -η
να έχετε πληγωθεί
να είστε πληγωμένοι, -ες
να έχει πληγώσει
να έχει πληγωμένο
να έχουν πληγώσει
να έχουν πληγωμένο
να έχει πληγωθεί
να είναι πληγωμένος, -η, -ο
να έχουν πληγωθεί
να είναι πληγωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλήγωνεπληγώνετεπληγώνεστε
Aoristπλήγωσεπληγώστε, πληγώσετεπληγώσουπληγωθείτε
Part
izip
Presπληγώνοντας
Perfέχοντας πληγώσει, έχοντας πληγωμένοπληγωμένος, -η, -οπληγωμένοι, -ες, -α
InfinAoristπληγώσειπληγωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback