συναντώ altgriechisch συναντάω, συναντῶ συν- + ἀντάω. Για τις σύγχρονες σημασίες Lehnbedeutung από τη französisch se rencontrer
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Είμαι πολύ χαρούμενος που συναντώ, από κοινού με την Πρόεδρο της Επιτροπής των Περιφερειών κ. | Ich bin sehr erfreut, heute zusammen mit der Präsidentin des Ausschusses der Regionen, Mercedes Bresso, die Vertreter der europäischen Regionen und Städte treffen zu können. Übersetzung bestätigt |
Εγώ θα πρέπει να βγω έξω και να συναντώ απλούς ανθρώπους κάθε μέρα και να μοιράζομαι τις συνηθισμένες τους ανησυχίες. | Ich muss rausgehen und jeden Tag gewöhnliche Menschen treffen und mich mit ihren gewöhnlichen Sorgen beschäftigen. Übersetzung bestätigt |
Είναι ανάγκη και δημιουργήσουμε ένα κίνημα όλων αυτών των ανθρώπων που συναντώ στα ταξίδια μου -κι εσείς πιθανώς τους συναντάτε -που θέλουν να πάρουν μέρος, με κάποιον τρόπο, και να ανακτήσουν την πίστη τους, που αισθάνονται -όπως λέω -ότι τους την έχουν απαγάγει. | Wir müssen eine Bewegung unter all diesen Menschen schaffen, die ich auf meinen Reisen treffe die Sie vermutlich ebenso treffen die sich in irgendeiner Form vereinigen wollen und ihren Glauben zurückfordern wollen, den sie wie ich sage als gekapert empfinden. Übersetzung nicht bestätigt |
Επιλύουν προβλήματα και αποτελούν κάποια από τα πολλά παραδείγματα που έχω τη χαρά να βλέπω, να συναντώ και να μαθαίνω, τα παραδείγματα της δουλειάς που κάνω τώρα. | Sie sind alle Problemlöser, und dies sind nur einige von vielen Vorbildern, so dass ich wirklich privilegiert bin, diese Vorbilder bei meiner Arbeit zu sehen, zu treffen und von ihnen zu lernen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συναντάω, συναντώ | συναντάμε, συναντούμε | συναντιέμαι, συναντώμαι | συναντιόμαστε, συναντόμαστε, συναντώμεθα |
συναντάς | συναντάτε | συναντιέσαι, συναντάσαι | συναντιέστε, συναντιόσαστε, συναντάστε, συναντάσθε | ||
συναντάει, συναντά | συναντάν(ε), συναντούν(ε) | συναντιέται, συναντάται | συναντιούνται, συναντιόνται, συναντώνται | ||
Imper fekt | συναντούσα, συνάνταγα | συναντούσαμε, συναντάγαμε | συναντιόμουν(α) | συναντιόμαστε, συναντιόμασταν | |
συναντούσες, συνάνταγες | συναντούσατε, συναντάγατε | συναντιόσουν(α) | συναντιόσαστε, συναντιόσασταν | ||
συναντούσε, συνάνταγε | συναντούσαν(ε), συνάνταγαν, συναντάγανε | συναντιόταν(ε) | συναντιόνταν(ε), συναντιούνταν, συναντιόντουσαν | ||
Aorist | συνάντησα | συναντήσαμε | συναντήθηκα | συναντηθήκαμε | |
συνάντησες | συναντήσατε | συναντήθηκες | συναντηθήκατε | ||
συνάντησε | συνάντησαν, συναντήσαν(ε) | συναντήθηκε | συναντήθηκαν, συναντηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συναντάω, | θα συναντάμε, | θα συναντιέμαι, | θα συναντιόμαστε, | |
θα συναντάς | θα συναντάτε | θα συναντιέσαι, | θα συναντιέστε, | ||
θα συναντάει, | θα συναντάν(ε), | θα συναντιέται, | θα συναντιούνται, | ||
Fut ur | |||||
θα συναντήσεις | θα συναντήσετε | θα συναντηθείς | θα συναντηθείτε | ||
θα συναντήσει | θα συναντήσουν(ε) | θα συναντηθεί | θα συναντηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συναντάω, | να συναντάμε, | να συναντιέμαι, | να συναντιόμαστε, |
να συναντάς | να συναντάτε | να συναντιέσαι, | να συναντιέστε, | ||
να συναντάει, | να συναντάν(ε), | να συναντιέται, | να συναντιούνται, | ||
Aorist | να συναντήσω | να συναντήσουμε, | να συναντηθώ | να συναντηθούμε | |
να συναντήσεις | να συναντήσετε | να συναντηθείς | να συναντηθείτε | ||
να συναντήσει | να συναντήσουν(ε) | να συναντηθεί | να συναντηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συνάντα, συνάνταγε | συναντάτε | συναντιέστε, συναντάστε, συναντάσθε | |
Aorist | συνάντησε, συνάντα | συναντήστε | συναντήσου | συναντηθείτε | |
Part izip | Pres | συναντώντας | συναντώμενος | ||
Perf | έχοντας συναντήσει | ||||
Infin | Aorist | συναντήσει | συναντηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | treffe | ||
du | triffst | |||
er, sie, es | trifft | |||
Präteritum | ich | traf | ||
Konjunktiv II | ich | träfe | ||
Imperativ | Singular | triff! | ||
Plural | trefft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getroffen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:treffen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | treffe an | ||
du | triffst an | |||
er, sie, es | trifft an | |||
Präteritum | ich | traf an | ||
Konjunktiv II | ich | träfe an | ||
Imperativ | Singular | triff an! | ||
Plural | trefft an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angetroffen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:antreffen |
συναντώ [sinandó] & -άω, -ιέμαι : I.(για πρόσ.) 1α. ακολουθώντας μια πορεία, βρίσκομαι τυχαία κοντά σε κπ. που έρχεται από αντίθετη ή και παράλληλη κατεύθυνση: Tον συναντώ κάθε μέρα στο ασανσέρ / στη στάση του λεωφορείου. Xτες συναντηθήκαμε με το Γιάννη στο δρόμο. β. πηγαίνω και βρίσκω κπ. σε ένα προκαθορισμένο τοπικό και χρονικό σημείο: Θα συναντηθούμε αύριο στις δέκα στην είσοδο του Πανεπιστημίου. γ. έρχομαι σε προσωπική επαφή με κπ.: Σήμερα οι εκπρόσωποι των εργαζομένων συναντώνται με τον υπουργό. Mε τη Mαρία συναντιόμαστε συχνά και τα λέμε. || βλέπω κπ. και γνωρίζομαι με αυτόν: Tο Γιώργο τον συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι της Mαρίας. Δεν έχω συναντήσει εντιμότερο άνθρωπο από το Γιάννη. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.