antreffen
 Verb

συναντώ Verb
(1)
πετυχαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Könnt ich nur einmal sie am Tag antreffen, es würd mein Herz von schwerer Last befreien.Αν μπορούσα να τους συναντώ μια φορά τη μέρα, η καρδιά μου θα ξαλάφρωνε, από αυτό που τη βαραίνει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συναντάω, συναντώσυναντάμε, συναντούμεσυναντιέμαι, συναντώμαισυναντιόμαστε, συναντόμαστε, συναντώμεθα
συναντάςσυναντάτεσυναντιέσαι, συναντάσαισυναντιέστε, συναντιόσαστε, συναντάστε, συναντάσθε
συναντάει, συναντάσυναντάν(ε), συναντούν(ε)συναντιέται, συναντάταισυναντιούνται, συναντιόνται, συναντώνται
Imper
fekt
συναντούσα, συνάνταγασυναντούσαμε, συναντάγαμεσυναντιόμουν(α)συναντιόμαστε, συναντιόμασταν
συναντούσες, συνάνταγεςσυναντούσατε, συναντάγατεσυναντιόσουν(α)συναντιόσαστε, συναντιόσασταν
συναντούσε, συνάνταγεσυναντούσαν(ε), συνάνταγαν, συναντάγανεσυναντιόταν(ε)συναντιόνταν(ε), συναντιούνταν, συναντιόντουσαν
Aoristσυνάντησασυναντήσαμεσυναντήθηκασυναντηθήκαμε
συνάντησεςσυναντήσατεσυναντήθηκεςσυναντηθήκατε
συνάντησεσυνάντησαν, συναντήσαν(ε)συναντήθηκεσυναντήθηκαν, συναντηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συναντήσειέχουμε συναντήσειέχω συναντηθείέχουμε συναντηθεί
έχεις συναντήσειέχετε συναντήσειέχεις συναντηθείέχετε συναντηθεί
έχει συναντήσειέχουν συναντήσειέχει συναντηθείέχουν συναντηθεί
Plu
perf
ekt
είχα συναντήσειείχαμε συναντήσειείχα συναντηθείείχαμε συναντηθεί
είχες συναντήσειείχατε συναντήσειείχες συναντηθείείχατε συναντηθεί
είχε συναντήσειείχαν συναντήσειείχε συναντηθείείχαν συναντηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συναντάω, θα συναντώθα συναντάμε, θα συναντούμεθα συναντιέμαι, θα συναντώμαιθα συναντιόμαστε, θα συναντόμαστε, θα συναντώμεθα
θα συναντάςθα συναντάτεθα συναντιέσαι, θα συναντάσαιθα συναντιέστε, θα συναντιόσαστε, θα συναντάστε, θα συναντάσθε
θα συναντάει, θα συναντάθα συναντάν(ε), θα συναντούν(ε)θα συναντιέται, θα συναντάταιθα συναντιούνται, θα συναντιόνται, θα συναντώνται
Fut
ur
θα συναντήσωθα συναντήσουμε, θα συναντήσομεθα συναντηθώθα συναντηθούμε
θα συναντήσειςθα συναντήσετεθα συναντηθείςθα συναντηθείτε
θα συναντήσειθα συναντήσουν(ε)θα συναντηθείθα συναντηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συναντήσειθα έχουμε συναντήσειθα έχω συναντηθείθα έχουμε συναντηθεί
θα έχεις συναντήσειθα έχετε συναντήσειθα έχεις συναντηθείθα έχετε συναντηθεί
θα έχει συναντήσειθα έχουν συναντήσειθα έχει συναντηθείθα έχουν συναντηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συναντάω, να συναντώνα συναντάμε, να συναντούμενα συναντιέμαι, να συναντώμαινα συναντιόμαστε, να συναντόμαστε, να συναντώμεθα
να συναντάςνα συναντάτενα συναντιέσαι, να συναντάσαινα συναντιέστε, να συναντιόσαστε, να συναντάστε, να συναντάσθε
να συναντάει, να συναντάνα συναντάν(ε), να συναντούν(ε)να συναντιέται, να συναντάταινα συναντιούνται, να συναντιόνται, να συναντώνται
Aoristνα συναντήσωνα συναντήσουμε, να συναντήσομενα συναντηθώνα συναντηθούμε
να συναντήσειςνα συναντήσετενα συναντηθείςνα συναντηθείτε
να συναντήσεινα συναντήσουν(ε)να συναντηθείνα συναντηθούν(ε)
Perfνα έχω συναντήσεινα έχουμε συναντήσεινα έχω συναντηθείνα έχουμε συναντηθεί
να έχεις συναντήσεινα έχετε συναντήσεινα έχεις συναντηθείνα έχετε συναντηθεί
να έχει συναντήσεινα έχουν συναντήσεινα έχει συναντηθείνα έχουν συναντηθεί
Imper
ativ
Presσυνάντα, συνάνταγεσυναντάτεσυναντιέστε, συναντάστε, συναντάσθε
Aoristσυνάντησε, συνάντασυναντήστεσυναντήσουσυναντηθείτε
Part
izip
Presσυναντώνταςσυναντώμενος
Perfέχοντας συναντήσει
InfinAoristσυναντήσεισυναντηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετυχαίνω, epitugxano">επιτυγχάνωπετυχαίνουμε
πετυχαίνειςπετυχαίνετε
πετυχαίνειπετυχαίνουν(ε)
Imper
fekt
πετύχαιναπετυχαίναμε
πετύχαινεςπετυχαίνατε
πετύχαινεπετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)
Aoristπέτυχαπετύχαμε
πέτυχεςπετύχατε
πέτυχεπέτυχαν, πετύχαν(ε)
Per
fekt
έχω πετύχειέχουμε πετύχει
έχεις πετύχειέχετε πετύχει
έχει πετύχειέχουν πετύχει
Plu
per
fekt
είχα πετύχειείχαμε πετύχει
είχες πετύχειείχατε πετύχει
είχε πετύχειείχαν πετύχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετυχαίνωθα πετυχαίνουμε
θα πετυχαίνειςθα πετυχαίνετε
θα πετυχαίνειθα πετυχαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πετύχωθα πετύχουμε
θα πετύχειςθα πετύχετε
θα πετύχειθα πετύχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετύχειθα έχουμε πετύχει
θα έχεις πετύχειθα έχετε πετύχει
θα έχει πετύχειθα έχουν πετύχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετυχαίνωνα πετυχαίνουμε
να πετυχαίνειςνα πετυχαίνετε
να πετυχαίνεινα πετυχαίνουν(ε)
Aoristνα πετύχωνα πετύχουμε
να πετύχειςνα πετύχετε
να πετύχεινα πετύχουν(ε)
Perfνα έχω πετύχεινα έχουμε πετύχει
να έχεις πετύχεινα έχετε πετύχει
να έχει πετύχεινα έχουν πετύχει
Imper
ativ
Presπετυχαίνεπετυχαίνετε
Aoristπέτυχεπετύχετε
Part
izip
Presπετυχαίνοντας
Perfέχοντας πετύχει
InfinAoristπετύχει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback