βρίσκω Verb (513) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, obgleich ich meine Notizen nicht finden kann, glaube ich mich zu entsinnen, dass ich gegen den Bericht McCartin zum Thema Landwirtschaft und Milchpulver gestimmt habe. | Κύριε Πρόεδρε, αν και δεν βρίσκω πια τις σημειώσεις μου, νομίζω ότι θυμάμαι πως ψήφισα κατά της έκθεσης McCartin, η οποία μιλά για τη γεωργία και για το γάλα σε σκόνη. Übersetzung bestätigt |
Lassen Sie mich abschließend sagen, dass der mörderische Wahnsinn anders kann man es nicht nennen in Gestalt der Fortsetzung der Gewalt und des Terrorismus sich von Tag zu Tag mehr als vollkommen ungeeignet erweist, um einen Ausweg aus der Krise zu finden. | Για να ολοκληρώσω, κυρία Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, κύριε Επίτροπε, η φονική παραφροσύνη διότι δεν βρίσκω άλλα λόγια να τη χαρακτηρίσω που εκφράζεται με τη συνέχιση της βίας και της τρομοκρατίας, αποκαλύπτει καθημερινά την παντελή αναποτελεσματικότητά της όσον αφορά την έξοδο από την κρίση. Übersetzung bestätigt |
Ich hatte sie hier auf ihren Platz gelegt, und als ich wiederkam, konnte ich sie nicht finden. | Την είχα εδώ στη θέση της και έρχομαι και δεν την βρίσκω. Übersetzung bestätigt |
Es fällt mir nicht leicht, im Namen der PPE-DE-Fraktion über Freiheit und die Europäische Union zu sprechen, vor allem weil es in meiner Fraktion persönliche Erfahrungen gibt, die für die Verteidigung der Freiheit exemplarisch sind und sich erst in jüngster Vergangenheit ereignet haben, sodass ich nicht die gebührenden oder richtigen Worte finden kann, um den tiefen und wahren Sinn der Europäischen Union für unsere Fraktion zu erklären. | Δεν μου είναι εύκολο να μιλώ εξ ονόματος της Ομάδας ΕΛΚ-ΕΔ σχετικά με την ελευθερία και την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως επειδή μέλη της Ομάδας μου έχουν προσωπικά βιώματα που καθιστούν τόσο αναγκαία την υπεράσπιση της ελευθερίας και που είναι τόσο πρόσφατα, ώστε δεν βρίσκω επαρκή λόγια για να εξηγήσω το βαθύ και πραγματικό νόημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ομάδα μας. Übersetzung bestätigt |
Ich kann Ihnen versichern und ich denke, dass Sie meiner Fähigkeit, die richtigen Lösungen zum richtigen Zeitpunkt zu finden, Glauben schenken dass dies der Weg zur Verwaltung des Systems unter den gegebenen Umständen sein wird. | Μπορώ μόνο να σας διαβεβαιώσω και θεωρώ ότι πιστεύετε στην ικανότητά μου να βρίσκω τη σωστή λύση στη σωστή στιγμή ότι έτσι θα διαχειριστούμε το σύστημα υπό αυτές τις συνθήκες. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
finden |
vorfinden |
(zufällig) begegnen |
auffinden |
antreffen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | finde | ||
du | findest | |||
er, sie, es | findet | |||
Präteritum | ich | fand | ||
Konjunktiv II | ich | fände | ||
Imperativ | Singular | finde! | ||
Plural | findet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefunden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:finden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βρίσκω | βρίσκουμε, βρίσκομε | βρίσκομαι | βρισκόμαστε |
βρίσκεις | βρίσκετε | βρίσκεσαι | βρίσκεστε, βρισκόσαστε | ||
βρίσκει | βρίσκουν(ε) | βρίσκεται | βρίσκονται | ||
Imper fekt | έβρισκα | βρίσκαμε | βρισκόμουν(α) | βρισκόμαστε, βρισκόμασταν | |
έβρισκες | βρίσκατε | βρισκόσουν(α) | βρισκόσαστε, βρισκόσασταν | ||
έβρισκε | έβρισκαν, βρίσκαν(ε) | βρισκόταν(ε), βρίσκονταν | βρίσκονταν, βρισκόντανε, βρισκόντουσαν | ||
Aorist | βρήκα | βρήκαμε | βρέθηκα | βρεθήκαμε | |
βρήκες | βρήκατε | βρέθηκες | βρεθήκατε | ||
βρήκε | βρήκαν(ε) | βρέθηκε | βρέθηκαν, βρεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα βρίσκω | θα βρίσκουμε, | θα βρίσκομαι | θα βρισκόμαστε | |
θα βρίσκεις | θα βρίσκετε | θα βρίσκεσαι | θα βρίσκεστε, | ||
θα βρίσκει | θα βρίσκουν(ε) | θα βρίσκεται | θα βρίσκονται | ||
Fut ur | θα βρω, θά βρω | θα βρούμε, | θα βρεθώ | θα βρεθούμε | |
θα βρεις, θά βρεις | θα βρείτε, θά βρετε | θα βρεθείς | θα βρεθείτε | ||
θα βρει, θά βρει | θα βρουν, θα βρούνε, θά βρουν(ε) | θα βρεθεί | θα βρεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βρίσκω | να βρίσκουμε, | να βρίσκομαι | να βρισκόμαστε |
να βρίσκεις | να βρίσκετε | να βρίσκεσαι | να βρίσκεστε, | ||
να βρίσκει | να βρίσκουν(ε) | να βρίσκεται | να βρίσκονται | ||
Aorist | να βρω | να βρούμε | να βρεθώ | να βρεθούμε | |
να βρεις | να βρείτε | να βρεθείς | να βρεθείτε | ||
να βρει | να βρουν, βρούνε | να βρεθεί | να βρεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | βρίσκε | βρίσκετε | βρίσκεστε | |
Aorist | βρες | βρείτε, βρέστε | βρεθείτε | ||
Part izip | Pres | βρίσκοντας | βρισκόμενος | ||
Perf | έχοντας βρει/έβρει | ||||
Infin | Aorist | βρει/έβρει | βρεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.