nutzen
 Verb

εκμεταλλεύομαι Verb
(4)
ωφελώ Verb
(0)
χρησιμεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Frau Präsidentin, ich möchte die Gelegenheit nutzen und die Kollegin Torres Marques und die anderen Kollegen zu der geleisteten Arbeit beglückwünschen.Κυρία Πρόεδρε, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να συγχαρώ τη συνάδελφο κ. Torres Marques και τους άλλους συναδέλφους για την εργασία τους.

Übersetzung bestätigt

Wie Sie nun sicherlich wissen ich möchte, da die Frage nun einmal gestellt ist, die Gelegenheit nutzen, dies zu sagen -, hat die französische Regierung im Dezember 1997 im Amtsblatt eine neue Ausschreibung veröffentlicht, die regelmäßige Flüge zumindest von einigen Städten aus nach Straßburg ermöglichen wird, und zwar, wenn alles gut geht, im Prinzip ab dieser Woche.Για τον λόγο αυτό, γνωρίζετε βέβαια εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, εφόσον τέθηκε η ερώτηση ότι τον Δεκέμβριο του 1997 η γαλλική κυβέρνηση δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα μια νέα προκήρυξη διαγωνισμού που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση τακτικών πτήσεων, τουλάχιστον από ορισμένες πόλεις, προς το Στρασβούργο, και μάλιστα από την αρχή αυτής της εβδομάδας, εάν όλα πάνε καλά.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκμεταλλεύομαιεκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλεύεσαιεκμεταλλεύεστε, εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλεύεταιεκμεταλλεύονται
Imper
fekt
εκμεταλλευόμουν(α)εκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλευόσουν(α)εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλευόταν(ε)εκμεταλλεύονταν
Aoristεκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκαεκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευθήκαμε
εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύθηκεςεκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλευθήκατε
εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλεύθηκεεκμεταλλεύτηκαν, εκμεταλλευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Plu
per
fekt
είχα εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχες εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχατε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκμεταλλεύομαιθα εκμεταλλευόμαστε
θα εκμεταλλεύεσαιθα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλευόσαστε
θα εκμεταλλεύεταιθα εκμεταλλεύονται
Fut
ur
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευθώθα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευθούμε
θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευθείςθα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευθείτε
θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευθείθα εκμεταλλευτούν(ε), θα εκμεταλλευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκμεταλλεύομαινα εκμεταλλευόμαστε
να εκμεταλλεύεσαινα εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλευόσαστε
να εκμεταλλεύεταινα εκμεταλλεύονται
Aoristνα εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευθώνα εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευθούμε
να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευθείςνα εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευθείτε
να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευθείνα εκμεταλλευτούν(ε), να εκμεταλλευθούν(ε)
Perfνα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Imper
ativ
Presεκμεταλλεύεστε
Aoristεκμεταλλεύσου, εκμεταλλέψουεκμεταλλευτείτε, εκμεταλλευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεκμεταλλευτεί, εκμεταλλευθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ωφελώωφελούμεωφελούμαιωφελούμαστε
ωφελείςωφελείτεωφελείσαιωφελείστε
ωφελείωφελούν(ε)ωφελείταιωφελούνται
Imper
fekt
ωφελούσαωφελούσαμεωφελούμουνωφελούμαστε
ωφελούσεςωφελούσατε
ωφελούσεωφελούσαν(ε)ωφελούνταν, ωφελείτοωφελούνταν, ωφελούντο
Aoristωφέλησαωφελήσαμεωφελήθηκαωφεληθήκαμε
ωφέλησεςωφελήσατεωφελήθηκεςωφεληθήκατε
ωφέλησεωφέλησαν, ωφελήσαν(ε)ωφελήθηκεωφελήθηκαν, ωφεληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ωφελήσει
έχω ωφελημένο
έχουμε ωφελήσει
έχουμε ωφελημένο
έχω ωφεληθεί
είμαι ωφελημένος, -η
έχουμε ωφεληθεί
είμαστε ωφελημένοι, -ες
έχεις ωφελήσει
έχεις ωφελημένο
έχετε ωφελήσει
έχετε ωφελημένο
έχεις ωφεληθεί
είσαι ωφελημένος, -η
έχετε ωφεληθεί
είστε ωφελημένοι, -ες
έχει ωφελήσει
έχει ωφελημένο
έχουν ωφελήσει
έχουν ωφελημένο
έχει ωφεληθεί
είναι ωφελημένος, -η, -ο
έχουν ωφεληθεί
είναι ωφελημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ωφελήσει
είχα ωφελημένο
είχαμε ωφελήσει
είχαμε ωφελημένο
είχα ωφεληθεί
ήμουν ωφελημένος, -η
είχαμε ωφεληθεί
ήμαστε ωφελημένοι, -ες
είχες ωφελήσει
είχες ωφελημένο
είχατε ωφελήσει
είχατε ωφελημένο
είχες ωφεληθεί
ήσουν ωφελημένος, -η
είχατε ωφεληθεί
ήσαστε ωφελημένοι, -ες
είχε ωφελήσει
είχε ωφελημένο
είχαν ωφελήσει
είχαν ωφελημένο
είχε ωφεληθεί
ήταν ωφελημένος, -η, -ο
είχαν ωφεληθεί
ήταν ωφελημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ωφελώθα ωφελούμεθα ωφελούμαιθα ωφελούμαστε
θα ωφελείςθα ωφελείτεθα ωφελείσαιθα ωφελείστε
θα ωφελείθα ωφελούν(ε)θα ωφελείταιθα ωφελούνται
Fut
ur
θα ωφελήσωθα ωφελήσουμεθα ωφεληθώθα ωφεληθούμε
θα ωφελήσειςθα ωφελήσετεθα ωφεληθείςθα ωφεληθείτε
θα ωφελήσειθα ωφελήσουν(ε)θα ωφεληθείθα ωφεληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ωφελήσει
θα έχω ωφελημένο
θα έχουμε ωφελήσει
θα έχουμε ωφελημένο
θα έχω ωφεληθεί
θα είμαι ωφελημένος, -η
θα έχουμε ωφεληθεί
θα είμαστε ωφελημένοι, -ες
θα έχεις ωφελήσει
θα έχεις ωφελημένο
θα έχετε ωφελήσει
θα έχετε ωφελημένο
θα έχεις ωφεληθεί
θα είσαι ωφελημένος, -η
θα έχετε ωφεληθεί
θα είστε ωφελημένοι, -η
θα έχει ωφελήσει
θα έχει ωφελημένο
θα έχουν ωφελήσει
θα έχουν ωφελημένο
θα έχει ωφεληθεί
θα είναι ωφελημένος, -η, -ο
θα έχουν ωφεληθεί
θα είναι ωφελημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ωφελώνα ωφελούμενα ωφελούμαινα ωφελούμαστε
να ωφελείςνα ωφελείτενα ωφελείσαινα ωφελείστε
να ωφελείνα ωφελούν(ε)να ωφελείταινα ωφελούνται
Aoristνα ωφελήσωνα ωφελήσουμε, να ωφελήσομενα ωφεληθώνα ωφεληθούμε
να ωφελήσειςνα ωφελήσετενα ωφεληθείςνα ωφεληθείτε
να ωφελήσεινα ωφελήσουν(ε)να ωφεληθείνα ωφεληθούν(ε)
Perfνα έχω ωφελήσει
να έχω ωφελημένο
να έχουμε ωφελήσει
να έχουμε ωφελημένο
να έχω ωφεληθεί
να είμαι ωφελημένος, -η
να έχουμε ωφεληθεί
να είμαστε ωφελημένοι, -ες
να έχεις ωφελήσει
να έχεις ωφελημένο
να έχετε ωφελήσει
να έχετε ωφελημένο
να έχεις ωφεληθεί
να είσαι ωφελημένος, -η
να έχετε ωφεληθεί
να είστε ωφελημένοι, -ες
να έχει ωφελήσει
να έχει ωφελημένο
να έχουν ωφελήσει
να έχουν ωφελημένο
να έχει ωφεληθεί
να είναι ωφελημένος, -η, -ο
να έχουν ωφεληθεί
να είναι ωφελημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presωφελείτεωφελείστε
Aoristωφέλησεωφελήστε, ωφελήσετεωφελήσουωφεληθείτε
Part
izip
Presωφελώντας
Perfέχοντας ωφελήσει, έχοντας ωφελημένοωφελημένος, -η, -οωφελημένοι, -ες, -α
InfinAoristωφελήσειωφεληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback