ωφελώ Verb  [ofelo, wfelw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ωφελώ

ωφελώ altgriechisch ὠφελέω / ὠφελῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ωφελώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ωφελώωφελούμεωφελούμαιωφελούμαστε
ωφελείςωφελείτεωφελείσαιωφελείστε
ωφελείωφελούν(ε)ωφελείταιωφελούνται
Imper
fekt
ωφελούσαωφελούσαμεωφελούμουνωφελούμαστε
ωφελούσεςωφελούσατε
ωφελούσεωφελούσαν(ε)ωφελούνταν, ωφελείτοωφελούνταν, ωφελούντο
Aoristωφέλησαωφελήσαμεωφελήθηκαωφεληθήκαμε
ωφέλησεςωφελήσατεωφελήθηκεςωφεληθήκατε
ωφέλησεωφέλησαν, ωφελήσαν(ε)ωφελήθηκεωφελήθηκαν, ωφεληθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ωφελήσει
έχω ωφελημένο
έχουμε ωφελήσει
έχουμε ωφελημένο
έχω ωφεληθεί
είμαι ωφελημένος, -η
έχουμε ωφεληθεί
είμαστε ωφελημένοι, -ες
έχεις ωφελήσει
έχεις ωφελημένο
έχετε ωφελήσει
έχετε ωφελημένο
έχεις ωφεληθεί
είσαι ωφελημένος, -η
έχετε ωφεληθεί
είστε ωφελημένοι, -ες
έχει ωφελήσει
έχει ωφελημένο
έχουν ωφελήσει
έχουν ωφελημένο
έχει ωφεληθεί
είναι ωφελημένος, -η, -ο
έχουν ωφεληθεί
είναι ωφελημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ωφελήσει
είχα ωφελημένο
είχαμε ωφελήσει
είχαμε ωφελημένο
είχα ωφεληθεί
ήμουν ωφελημένος, -η
είχαμε ωφεληθεί
ήμαστε ωφελημένοι, -ες
είχες ωφελήσει
είχες ωφελημένο
είχατε ωφελήσει
είχατε ωφελημένο
είχες ωφεληθεί
ήσουν ωφελημένος, -η
είχατε ωφεληθεί
ήσαστε ωφελημένοι, -ες
είχε ωφελήσει
είχε ωφελημένο
είχαν ωφελήσει
είχαν ωφελημένο
είχε ωφεληθεί
ήταν ωφελημένος, -η, -ο
είχαν ωφεληθεί
ήταν ωφελημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ωφελώθα ωφελούμεθα ωφελούμαιθα ωφελούμαστε
θα ωφελείςθα ωφελείτεθα ωφελείσαιθα ωφελείστε
θα ωφελείθα ωφελούν(ε)θα ωφελείταιθα ωφελούνται
Fut
ur
θα ωφελήσωθα ωφελήσουμεθα ωφεληθώθα ωφεληθούμε
θα ωφελήσειςθα ωφελήσετεθα ωφεληθείςθα ωφεληθείτε
θα ωφελήσειθα ωφελήσουν(ε)θα ωφεληθείθα ωφεληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ωφελήσει
θα έχω ωφελημένο
θα έχουμε ωφελήσει
θα έχουμε ωφελημένο
θα έχω ωφεληθεί
θα είμαι ωφελημένος, -η
θα έχουμε ωφεληθεί
θα είμαστε ωφελημένοι, -ες
θα έχεις ωφελήσει
θα έχεις ωφελημένο
θα έχετε ωφελήσει
θα έχετε ωφελημένο
θα έχεις ωφεληθεί
θα είσαι ωφελημένος, -η
θα έχετε ωφεληθεί
θα είστε ωφελημένοι, -η
θα έχει ωφελήσει
θα έχει ωφελημένο
θα έχουν ωφελήσει
θα έχουν ωφελημένο
θα έχει ωφεληθεί
θα είναι ωφελημένος, -η, -ο
θα έχουν ωφεληθεί
θα είναι ωφελημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ωφελώνα ωφελούμενα ωφελούμαινα ωφελούμαστε
να ωφελείςνα ωφελείτενα ωφελείσαινα ωφελείστε
να ωφελείνα ωφελούν(ε)να ωφελείταινα ωφελούνται
Aoristνα ωφελήσωνα ωφελήσουμε, να ωφελήσομενα ωφεληθώνα ωφεληθούμε
να ωφελήσειςνα ωφελήσετενα ωφεληθείςνα ωφεληθείτε
να ωφελήσεινα ωφελήσουν(ε)να ωφεληθείνα ωφεληθούν(ε)
Perfνα έχω ωφελήσει
να έχω ωφελημένο
να έχουμε ωφελήσει
να έχουμε ωφελημένο
να έχω ωφεληθεί
να είμαι ωφελημένος, -η
να έχουμε ωφεληθεί
να είμαστε ωφελημένοι, -ες
να έχεις ωφελήσει
να έχεις ωφελημένο
να έχετε ωφελήσει
να έχετε ωφελημένο
να έχεις ωφεληθεί
να είσαι ωφελημένος, -η
να έχετε ωφεληθεί
να είστε ωφελημένοι, -ες
να έχει ωφελήσει
να έχει ωφελημένο
να έχουν ωφελήσει
να έχουν ωφελημένο
να έχει ωφεληθεί
να είναι ωφελημένος, -η, -ο
να έχουν ωφεληθεί
να είναι ωφελημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presωφελείτεωφελείστε
Aoristωφέλησεωφελήστε, ωφελήσετεωφελήσουωφεληθείτε
Part
izip
Presωφελώντας
Perfέχοντας ωφελήσει, έχοντας ωφελημένοωφελημένος, -η, -οωφελημένοι, -ες, -α
InfinAoristωφελήσειωφεληθεί





Griechische Definition zu ωφελώ

ωφελώ [ofeló] -ούμαι : 1α. έχω μια καλή επίδραση ή προκαλώ ένα καλό αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ· κάνω καλό. ANT βλάπτω: Πάμε στο βουνό· ο καθαρός αέρας σίγουρα θα σε ωφελήσει. Tα πολλά φάρμακα δεν ωφελούν την υγεία μας. Tα λάθη μας ωφέλησαν τους ανταγωνιστές μας. β. (παθ.) δέχομαι μια καλή επίδραση ή ένα καλό αποτέλεσμα: Δεν ωφελήθηκα και πολύ από τις συμβουλές τους. || (προφ.) ωφελούμαι από οικονομική άποψη, έχω οικονομικό όφελος· κερδίζω. ANT ζημιώνω: Nα κερδίσεις, δε λέω όχι, αλλά να ωφεληθώ κάτι κι εγώ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback