ausnutzen
 Verb

εκμεταλλεύομαι Verb
(11)
επωφελούμαι Verb
(1)
DeutschGriechisch
Ich werde die Gelegenheit aber nicht ausnutzen, um eine unwichtige Wortmeldung zur Geschäftsordnung zu machen.Δεν επωφελούμαι κατ' αυτόν τον τρόπο για να θέσω διαδικαστικό το οποίο είναι άσχετο.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκμεταλλεύομαιεκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλεύεσαιεκμεταλλεύεστε, εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλεύεταιεκμεταλλεύονται
Imper
fekt
εκμεταλλευόμουν(α)εκμεταλλευόμαστε
εκμεταλλευόσουν(α)εκμεταλλευόσαστε
εκμεταλλευόταν(ε)εκμεταλλεύονταν
Aoristεκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκαεκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευθήκαμε
εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύθηκεςεκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλευθήκατε
εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλεύθηκεεκμεταλλεύτηκαν, εκμεταλλευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείέχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Plu
per
fekt
είχα εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχες εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχατε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
είχε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείείχαν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκμεταλλεύομαιθα εκμεταλλευόμαστε
θα εκμεταλλεύεσαιθα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλευόσαστε
θα εκμεταλλεύεταιθα εκμεταλλεύονται
Fut
ur
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευθώθα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευθούμε
θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευθείςθα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευθείτε
θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευθείθα εκμεταλλευτούν(ε), θα εκμεταλλευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
θα έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείθα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκμεταλλεύομαινα εκμεταλλευόμαστε
να εκμεταλλεύεσαινα εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλευόσαστε
να εκμεταλλεύεταινα εκμεταλλεύονται
Aoristνα εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευθώνα εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευθούμε
να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευθείςνα εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευθείτε
να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευθείνα εκμεταλλευτούν(ε), να εκμεταλλευθούν(ε)
Perfνα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
να έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθείνα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί
Imper
ativ
Presεκμεταλλεύεστε
Aoristεκμεταλλεύσου, εκμεταλλέψουεκμεταλλευτείτε, εκμεταλλευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεκμεταλλευτεί, εκμεταλλευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback