nachkommen
 Verb

ανταποκρίνομαι Verb
(0)
ικανοποιώ Verb
(0)
προλαβαίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Daraus entnehme ich, Madam, dass Sie Ihrer Verpflichtung nicht nachkommen können.Δηλαδή, δεν μπορείτε να πληρώσετε τις υποχρεώσεις σας;

Übersetzung nicht bestätigt

Er soll nachkommen, so lange er kann.Πες του να με συναντήσει όταν θα είναι για καλό.

Übersetzung nicht bestätigt

Er ist bloß der Direktor. Er kann seinen Aufgaben kaum nachkommen.Ενας διευθυντής είναι εκεί, που ακολουθεί και αυτός εντολές.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich, Daniel McGinty, leiste den heiligen Schwur, dass ich meinen Pflichten, die mir als Gouverneur dieses Staates auferlegt sind, nachkommen werde.Εγώ, ο Ντάνιελ ΜακΓκίντυ, ορκίζομαι, ότι θα ασκώ τίμια τα καθήκοντά μου ως κυβερνήτης,

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde mit George nachkommen.Εγώ θα ακολουθήσω με τον Τζορτζ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ικανοποιώικανοποιούμεικανοποιούμαιικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε
ικανοποιείςικανοποιείτεικανοποιείσαιικανοποιείστε, ικανοποιόσαστε
ικανοποιείικανοποιούν(ε)ικανοποιείταιικανοποιούνται
Imper
fekt
ικανοποιούσαικανοποιούσαμεικανοποιούμουν
ικανοπιόμουν(α)
ικανοποιούμαστε
ικανοποιόμαστε, ικανοποιόμασταν
ικανοποιούσεςικανοποιούσατεικανοποιόσουν(α)ικανοποιόσαστε, ικανοποιόσασταν
ικανοποιούσεικανοποιούσαν(ε)ικανοποιούνταν, ικανοποιείτο
ικανοποιόταν(ε)
ικανοποιούνταν, ικανοποιούντο
ικανοποιόνταν(ε), ικανοποιόντουσαν
Aoristικανοποίησαικανοποιήσαμεικανοποιήθηκαικανοποιηθήκαμε
ικανοποίησεςικανοποιήσατεικανοποιήθηκεςικανοποιηθήκατε
ικανοποίησεικανοποίησαν, ικανοποιήσαν(ε)ικανοποιήθηκεικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ικανοποιήσει
έχω ικανοποιημένο
έχουμε ικανοποιήσει
έχουμε ικανοποιημένο
έχω ικανοποιηθεί
είμαι ικανοποιημένος, -η
έχουμε ικανοποιηθεί
είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
έχεις ικανοποιήσει
έχεις ικανοποιημένο
έχετε ικανοποιήσει
έχετε ικανοποιημένο
έχεις ικανοποιηθεί
είσαι ικανοποιημένος, -η
έχετε ικανοποιηθεί
είστε ικανοποιημένοι, -ες
έχει ικανοποιήσει
έχει ικανοποιημένο
έχουν ικανοποιήσει
έχουν ικανοποιημένο
έχει ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
έχουν ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ικανοποιήσει
είχα ικανοποιημένο
είχαμε ικανοποιήσει
είχαμε ικανοποιημένο
είχα ικανοποιηθεί
ήμουν ικανοποιημένος, -η
είχαμε ικανοποιηθεί
ήμαστε ικανοποιημένοι, -ες
είχες ικανοποιήσει
είχες ικανοποιημένο
είχατε ικανοποιήσει
είχατε ικανοποιημένο
είχες ικανοποιηθεί
ήσουν ικανοποιημένος, -η
είχατε ικανοποιηθεί
ήσαστε ικανοποιημένοι, -ες
είχε ικανοποιήσει
είχε ικανοποιημένο
είχαν ικανοποιήσει
είχαν ικανοποιημένο
είχε ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένος, -η, -ο
είχαν ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ικανοποιώθα ικανοποιούμεθα ικανοποιούμαιθα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιόμαστε
θα ικανοποιείςθα ικανοποιείτεθα ικανοποιείσαιθα ικανοποιείστε, θα ικανοποιόσαστε
θα ικανοποιείθα ικανοποιούν(ε)θα ικανοποιείταιθα ικανοποιούνται
Fut
ur
θα ικανοποιήσωθα ικανοποιήσουμεθα ικανοποιηθώθα ικανοποιηθούμε
θα ικανοποιήσειςθα ικανοποιήσετεθα ικανοποιηθείςθα ικανοποιηθείτε
θα ικανοποιήσειθα ικανοποιήσουν(ε)θα ικανοποιηθείθα ικανοποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ικανοποιήσει
θα έχω ικανοποιημένο
θα έχουμε ικανοποιήσει
θα έχουμε ικανοποιημένο
θα έχω ικανοποιηθεί
θα είμαι ικανοποιημένος, -η
θα έχουμε ικανοποιηθεί
θα είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
θα έχεις ικανοποιήσει
θα έχεις ικανοποιημένο
θα έχετε ικανοποιήσει
θα έχετε ικανοποιημένο
θα έχεις ικανοποιηθεί
θα είσαι ικανοποιημένος, -η
θα έχετε ικανοποιηθεί
θα είστε ικανοποιημένοι, -η
θα έχει ικανοποιήσει
θα έχει ικανοποιημένο
θα έχουν ικανοποιήσει
θα έχουν ικανοποιημένο
θα έχει ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
θα έχουν ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ικανοποιώνα ικανοποιούμενα ικανοποιούμαινα ικανοποιούμαστε, να ικανοποιόμαστε
να ικανοποιείςνα ικανοποιείτενα ικανοποιείσαινα ικανοποιείστε, να ικανοποιόσαστε
να ικανοποιείνα ικανοποιούν(ε)να ικανοποιείταινα ικανοποιούνται
Aoristνα ικανοποιήσωνα ικανοποιήσουμε, να ικανοποιήσομενα ικανοποιηθώνα ικανοποιηθούμε
να ικανοποιήσειςνα ικανοποιήσετενα ικανοποιηθείςνα ικανοποιηθείτε
να ικανοποιήσεινα ικανοποιήσουν(ε)να ικανοποιηθείνα ικανοποιηθούν(ε)
Perfνα έχω ικανοποιήσει
να έχω ικανοποιημένο
να έχουμε ικανοποιήσει
να έχουμε ικανοποιημένο
να έχω ικανοποιηθεί
να είμαι ικανοποιημένος, -η
να έχουμε ικανοποιηθεί
να είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
να έχεις ικανοποιήσει
να έχεις ικανοποιημένο
να έχετε ικανοποιήσει
να έχετε ικανοποιημένο
να έχεις ικανοποιηθεί
να είσαι ικανοποιημένος, -η
να έχετε ικανοποιηθεί
να είστε ικανοποιημένοι, -ες
να έχει ικανοποιήσει
να έχει ικανοποιημένο
να έχουν ικανοποιήσει
να έχουν ικανοποιημένο
να έχει ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
να έχουν ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presικανοποιείτεικανοποιείστε
Aoristικανοποίησεικανοποιήστε, ικανοποιήσετεικανοποιήσουικανοποιηθείτε
Part
izip
Presικανοποιώντας
Perfέχοντας ικανοποιήσει, έχοντας ικανοποιημένοικανοποιημένος, -η, -οικανοποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristικανοποιήσειικανοποιηθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προλαβαίνω, prolambano">προλαμβάνωπρολαβαίνουμε, προλαβαίνομε
προλαβαίνειςπρολαβαίνετε
προλαβαίνειπρολαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
προλάβαιναπρολαβαίναμε
προλάβαινεςπρολαβαίνατε
προλάβαινεπρολάβαιναν, προλαβαίναν(ε)
Aoristπρόλαβαπρολάβαμε
πρόλαβεςπρολάβατε
πρόλαβεπρόλαβαν, προλάβαν(ε)
Per
fekt
έχω προλάβειέχουμε προλάβει
έχεις προλάβειέχετε προλάβει
έχει προλάβειέχουν προλάβει
Plu
per
fekt
είχα προλάβειείχαμε προλάβει
είχες προλάβειείχατε προλάβει
είχε προλάβειείχαν προλάβει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προλαβαίνωθα προλαβαίνουμε, θα προλαβαίνομε
θα προλαβαίνειςθα προλαβαίνετε
θα προλαβαίνειθα προλαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα προλάβωθα προλάβουμε, θα προλάβομε
θα προλάβειςθα προλάβετε
θα προλάβειθα προλάβουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προλάβειθα έχουμε προλάβει
θα έχεις προλάβειθα έχετε προλάβει
θα έχει προλάβειθα έχουν προλάβει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προλαβαίνωνα προλαβαίνουμε, να προλαβαίνομε
να προλαβαίνειςνα προλαβαίνετε
να προλαβαίνεινα προλαβαίνουν(ε)
Aoristνα προλάβωνα προλάβουμε, να προλάβομε
να προλάβειςνα προλάβετε
να προλάβεινα προλάβουν(ε)
Perfνα έχω προλάβεινα έχουμε προλάβει
να έχεις προλάβεινα έχετε προλάβει
να έχει προλάβεινα έχουν προλάβει
Imper
ativ
Presπρολάβαινεπρολαβαίνετε
Aoristπρόλαβεπρολάβετε
Part
izip
Presπρολαβαίνοντας
Perfέχοντας προλάβει
InfinAoristπρολάβει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback