εκπληρώνω Verb (8) |
γεμίζω Verb (2) |
πληρώ Verb (1) |
ικανοποιώ Verb (1) |
διεκπεραιώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
„Ich verpflichte mich feierlich, die mir als Mitglied des Personals des Satellitenzentrums der Europäischen Union übertragenen Aufgaben loyal, diskret und gewissenhaft zu erfüllen, mich dabei ausschließlich von den Interessen des Zentrums leiten zu lassen und weder von einer Regierung noch von einer anderen Stelle außerhalb des Zentrums Weisungen hinsichtlich der Wahrnehmung meiner Dienstpflichten anzufordern oder entgegenzunehmen.“ | «Αναλαμβάνω επισήμως την υποχρέωση να ασκήσω με απόλυτη εντιμότητα, διακριτικότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου ανατίθενται ως μέλος του προσωπικού του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εκπληρώνω τα καθήκοντα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα του Κέντρου, να μη ζητώ ούτε να δέχομαι οδηγίες που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων μου από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιαδήποτε αρχή ξένη προς το Κέντρο.». Übersetzung bestätigt |
„Ich verpflichte mich feierlich, die mir als Mitglied des Personals des Instituts der Europäischen Union für Sicherheitsstudien übertragenen Aufgaben loyal, diskret und gewissenhaft zu erfüllen, mich dabei ausschließlich von den Interessen des Instituts leiten zu lassen und weder von einer Regierung noch von einer anderen Stelle außerhalb des Instituts Weisungen hinsichtlich der Wahrnehmung meiner Dienstpflichten anzufordern oder entgegenzunehmen.“ | «Αναλαμβάνω επισήμως την υποχρέωση να ασκήσω με απόλυτη εντιμότητα, διακριτικότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου ανατίθενται ως μέλος του προσωπικού του Ινστιτούτου Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας και να εκπληρώνω τα καθήκοντα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα του Ινστιτούτου, να μη ζητώ ούτε να δέχομαι οδηγίες που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων μου από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιαδήποτε αρχή ξένη προς το Ινστιτούτο.» Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
absolvieren |
erledigen |
zu Potte kommen |
erfüllen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erfülle | ||
du | erfüllst | |||
er, sie, es | erfüllt | |||
Präteritum | ich | erfüllte | ||
Konjunktiv II | ich | erfüllte | ||
Imperativ | Singular | erfülle! erfüll! | ||
Plural | erfüllt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfüllt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfüllen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | γεμίζω | γεμίζουμε, γεμίζομε |
γεμίζεις | γεμίζετε | ||
γεμίζει | γεμίζουν(ε) | ||
Imper fekt | γέμιζα | γεμίζαμε | |
γέμιζες | γεμίζατε | ||
γέμιζε | γέμιζαν, γεμίζαν(ε) | ||
Aorist | γέμισα | γεμίσαμε | |
γέμισες | γεμίσατε | ||
γέμισε | γέμισαν, γεμίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω γεμίσει | έχουμε γεμίσει | |
έχεις γεμίσει | έχετε γεμίσει | ||
έχει γεμίσει | έχουν γεμίσει | ||
Plu per fekt | είχα γεμίσει | είχαμε γεμίσει | |
είχες γεμίσει | είχατε γεμίσει | ||
είχε γεμίσει | είχαν γεμίσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα γεμίζω | θα γεμίζουμε, θα γεμίζομε | |
θα γεμίζεις | θα γεμίζετε | ||
θα γεμίζει | θα γεμίζουν(ε) | ||
Fut ur | θα γεμίσω | θα γεμίσουμε, θα γεμίζομε | |
θα γεμίσεις | θα γεμίσετε | ||
θα γεμίσει | θα γεμίσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω γεμίσει | θα έχουμε γεμίσει | |
θα έχεις γεμίσει | θα έχετε γεμίσει | ||
θα έχει γεμίσει | θα έχουν γεμίσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να γεμίζω | να γεμίζουμε, να γεμίζομε |
να γεμίζεις | να γεμίζετε | ||
να γεμίζει | να γεμίζουν(ε) | ||
Aorist | να γεμίσω | να γεμίσουμε, να γεμίσομε | |
να γεμίσεις | να γεμίσετε | ||
να γεμίσει | να γεμίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω γεμίσει | να έχουμε γεμίσει | |
να έχεις γεμίσει | να έχετε γεμίσει | ||
να έχει γεμίσει | να έχουν γεμίσει | ||
Imper ativ | Pres | γέμιζε | γεμίζετε |
Aorist | γέμισε | γεμίστε | |
Part izip | Pres | γεμίζοντας | |
Perf | έχοντας γεμίσει | ||
Infin | Aorist | γεμίσει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληρώ | πληρούμε | πληρούμαι | πληρούμαστε, πληρούμεθα |
πληροίς | πληροίτε | πληρούσαι | πληρούστε, πληρούσθε | ||
πληροί | πληρούν(ε) | πληρούται | πληρούνται | ||
Imper fekt | πληρούσα | πληρούσαμε | πληρούμουν | πληρούμαστε | |
πληρούσες | πληρούσατε | – | – | ||
πληρούσε | πληρούσαν(ε) | πληρούνταν, επληρούτο | πληρούνταν, επληρούντο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληρώ | θα πληρούμε | θα πληρούμαι | θα πληρούμαστε, θα πληρούμεθα | |
θα πληροίς | θα πληροίτε | θα πληρούσαι | θα πληρούστε, θα πληρούσθε | ||
θα πληροί | θα πληρούν(ε) | θα πληρούται | θα πληρούνται | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να πληρώ | να πληρούμε | να πληρούμαι | να πληρούμαστε, να πληρούμεθα |
να πληροίς | να πληροίτε | να πληρούσαι | να πληρούστε, να πληρούσθε | ||
να πληροί | να πληρούν(ε) | να πληρούται | να πληρούνται | ||
Imper ativ | Pres | πληροίτε | |||
Part izip | Pres | πληρώντας | πληρούμενος |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ικανοποιώ | ικανοποιούμε | ικανοποιούμαι | ικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε |
ικανοποιείς | ικανοποιείτε | ικανοποιείσαι | ικανοποιείστε, ικανοποιόσαστε | ||
ικανοποιεί | ικανοποιούν(ε) | ικανοποιείται | ικανοποιούνται | ||
Imper fekt | ικανοποιούσα | ικανοποιούσαμε | ικανοποιούμουν ικανοπιόμουν(α) | ικανοποιούμαστε ικανοποιόμαστε, ικανοποιόμασταν | |
ικανοποιούσες | ικανοποιούσατε | ικανοποιόσουν(α) | ικανοποιόσαστε, ικανοποιόσασταν | ||
ικανοποιούσε | ικανοποιούσαν(ε) | ικανοποιούνταν, ικανοποιείτο ικανοποιόταν(ε) | ικανοποιούνταν, ικανοποιούντο ικανοποιόνταν(ε), ικανοποιόντουσαν | ||
Aorist | ικανοποίησα | ικανοποιήσαμε | ικανοποιήθηκα | ικανοποιηθήκαμε | |
ικανοποίησες | ικανοποιήσατε | ικανοποιήθηκες | ικανοποιηθήκατε | ||
ικανοποίησε | ικανοποίησαν, ικανοποιήσαν(ε) | ικανοποιήθηκε | ικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ικανοποιώ | θα ικανοποιούμε | θα ικανοποιούμαι | θα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιόμαστε | |
θα ικανοποιείς | θα ικανοποιείτε | θα ικανοποιείσαι | θα ικανοποιείστε, θα ικανοποιόσαστε | ||
θα ικανοποιεί | θα ικανοποιούν(ε) | θα ικανοποιείται | θα ικανοποιούνται | ||
Fut ur | θα ικανοποιήσω | θα ικανοποιήσουμε | θα ικανοποιηθώ | θα ικανοποιηθούμε | |
θα ικανοποιήσεις | θα ικανοποιήσετε | θα ικανοποιηθείς | θα ικανοποιηθείτε | ||
θα ικανοποιήσει | θα ικανοποιήσουν(ε) | θα ικανοποιηθεί | θα ικανοποιηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ικανοποιώ | να ικανοποιούμε | να ικανοποιούμαι | να ικανοποιούμαστε, να ικανοποιόμαστε |
να ικανοποιείς | να ικανοποιείτε | να ικανοποιείσαι | να ικανοποιείστε, να ικανοποιόσαστε | ||
να ικανοποιεί | να ικανοποιούν(ε) | να ικανοποιείται | να ικανοποιούνται | ||
Aorist | να ικανοποιήσω | να ικανοποιηθώ | να ικανοποιηθούμε | ||
να ικανοποιήσεις | να ικανοποιήσετε | να ικανοποιηθείς | να ικανοποιηθείτε | ||
να ικανοποιήσει | να ικανοποιήσουν(ε) | να ικανοποιηθεί | να ικανοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ικανοποιείτε | ικανοποιείστε | ||
Aorist | ικανοποίησε | ικανοποιήστε, ικανοποιήσετε | ικανοποιήσου | ικανοποιηθείτε | |
Part izip | Pres | ικανοποιώντας | |||
Perf | έχοντας ικανοποιήσει, | ικανοποιημένος, -η, -ο | ικανοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ικανοποιήσει | ικανοποιηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.