πληρώ altgriechisch πληρόω / πληρῶ πλήρης indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₁-r-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τώρα... ίσως να μην πληρώ τις υψηλές απαιτήσεις του Αvρίππα ως αρχιστράτηvος... αλλά στις δύσκολες στιvμές είμαι ο μοναδικός σωτήρας σας. | Also gut, ich mag Agrippas hohe Ansprüche als Oberbefehlshaber zwar nicht erfüllen, aber so oder so, ich bin euer einziges Wundermittel. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
πληρωμή |
πληρώνω |
πλήρωμα |
πλήρωση |
πληρωτέος -α -ο |
Deutsche Synonyme |
---|
absolvieren |
erledigen |
zu Potte kommen |
erfüllen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πληρώ | πληρούμε | πληρούμαι | πληρούμαστε, πληρούμεθα |
πληροίς | πληροίτε | πληρούσαι | πληρούστε, πληρούσθε | ||
πληροί | πληρούν(ε) | πληρούται | πληρούνται | ||
Imper fekt | πληρούσα | πληρούσαμε | πληρούμουν | πληρούμαστε | |
πληρούσες | πληρούσατε | – | – | ||
πληρούσε | πληρούσαν(ε) | πληρούνταν, επληρούτο | πληρούνταν, επληρούντο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πληρώ | θα πληρούμε | θα πληρούμαι | θα πληρούμαστε, θα πληρούμεθα | |
θα πληροίς | θα πληροίτε | θα πληρούσαι | θα πληρούστε, θα πληρούσθε | ||
θα πληροί | θα πληρούν(ε) | θα πληρούται | θα πληρούνται | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να πληρώ | να πληρούμε | να πληρούμαι | να πληρούμαστε, να πληρούμεθα |
να πληροίς | να πληροίτε | να πληρούσαι | να πληρούστε, να πληρούσθε | ||
να πληροί | να πληρούν(ε) | να πληρούται | να πληρούνται | ||
Imper ativ | Pres | πληροίτε | |||
Part izip | Pres | πληρώντας | πληρούμενος |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erfülle | ||
du | erfüllst | |||
er, sie, es | erfüllt | |||
Präteritum | ich | erfüllte | ||
Konjunktiv II | ich | erfüllte | ||
Imperativ | Singular | erfülle! erfüll! | ||
Plural | erfüllt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfüllt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfüllen |
πληρώ [pdivró] -ούμαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πληροίς, πληροί, πληρούμε, πληροίτε, πληρούν : (λόγ.) εκπληρώνω, τηρώ κτ., ανταποκρίνομαι με επάρκεια σε κτ.: Οι εγκαταστάσεις πρέπει να πληρούν ορισμένες προδια γραφές ασφάλειας και υγιεινής. Δε δικαιούται να πάρει σύνταξη, γιατί δεν πληροί τους όρους συνταξιοδότησης. (Δεν) πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.