εκπληρώνω Verb  [ekplirono, ekplhrwnw]

  Verb
(8)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εκπληρώνω

εκπληρώνω εκ + πληρώνω


GriechischDeutsch
«Αναλαμβάνω επισήμως την υποχρέωση να ασκήσω με απόλυτη εντιμότητα, διακριτικότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου ανατίθενται ως μέλος του προσωπικού του Δορυφορικού Κέντρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εκπληρώνω τα καθήκοντα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα του Κέντρου, να μη ζητώ ούτε να δέχομαι οδηγίες που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων μου από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιαδήποτε αρχή ξένη προς το Κέντρο.».„Ich verpflichte mich feierlich, die mir als Mitglied des Personals des Satellitenzentrums der Europäischen Union übertragenen Aufgaben loyal, diskret und gewissenhaft zu erfüllen, mich dabei ausschließlich von den Interessen des Zentrums leiten zu lassen und weder von einer Regierung noch von einer anderen Stelle außerhalb des Zentrums Weisungen hinsichtlich der Wahrnehmung meiner Dienstpflichten anzufordern oder entgegenzunehmen.“

Übersetzung bestätigt

«Αναλαμβάνω επισήμως την υποχρέωση να ασκήσω με απόλυτη εντιμότητα, διακριτικότητα και ευσυνειδησία τα καθήκοντα που μου ανατίθενται ως μέλος του προσωπικού του Ινστιτούτου Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας και να εκπληρώνω τα καθήκοντα αυτά με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα του Ινστιτούτου, να μη ζητώ ούτε να δέχομαι οδηγίες που αφορούν την άσκηση των καθηκόντων μου από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιαδήποτε αρχή ξένη προς το Ινστιτούτο.»„Ich verpflichte mich feierlich, die mir als Mitglied des Personals des Instituts der Europäischen Union für Sicherheitsstudien übertragenen Aufgaben loyal, diskret und gewissenhaft zu erfüllen, mich dabei ausschließlich von den Interessen des Instituts leiten zu lassen und weder von einer Regierung noch von einer anderen Stelle außerhalb des Instituts Weisungen hinsichtlich der Wahrnehmung meiner Dienstpflichten anzufordern oder entgegenzunehmen.“

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu εκπληρώνω

εκπληρώνω [ekpdivróno] -ομαι λόγ. αόρ. και εξεπλήρωσα, απαρέμφ. εκπληρώσει : α.εκτελώ, πραγματοποιώ κτ. στο ακέραιο, ως το τέλος: εκπληρώνω μια υποχρέωση / μια υπόσχεση. εκπληρώνω το καθήκον μου / το χρέος μου, εκτελώ στο ακέραιο. Εκπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. εκπληρώνω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, υπηρετώ ως το τέλος τη στρατιωτική μου θητεία. εκπληρώνω τα όνειρά μου, τα πραγματοποιώ, τα κάνω πραγματικότητα. εκπληρώνω τις επιθυμίες (μου). Εύχομαι να εκπληρωθούν όλες σας οι επιθυμίες. || (λόγ. έκφρ.) εξεπλήρωσε το κοινό καθήκον, πέθανε. β. για πράγμα που πάλιωσε ή χάλασε και έπαψε οριστικά να είναι χρήσιμο: Tο πλυντήριο εκπλήρωσε το σκοπό του / τον προορισμό του.

[λόγ. < αρχ. ἐκπληρ(ῶ) -ώνω `συμπληρώνω έναν αριθμό, ξεπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. accompdivr]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback