einspannen
 Verb

πακτώνω Verb
(0)
στερεώνω Verb
(0)
βάζω Verb
(0)
ζεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Könnten Sie das Gespann einspannen und den Draht von Graftons holen?Παμε να ζεψουμε τα αλογα και να φερουμε το συρμα απο του Γκραφτον;

Übersetzung nicht bestätigt

Lassen Sie sofort einspannen, ich verreise.Φεύγω αμέσως.

Übersetzung nicht bestätigt

Lasst sofort die Pferde einspannen und fahrt zum Blauen See.Σέλωσε τώρα αμέσως τ΄άλογα και πήγαινε στην μπλε λίμνη.

Übersetzung nicht bestätigt

Die werde ich für meine schmutzige Arbeit einspannen.Εσείς θα κάvετε τη βρώμικη δουλειά για μέvα.

Übersetzung nicht bestätigt

Hoffentlich. Er ist genau der Typ, den Vantika einspannen würde.Το ελπίζω, επειδή είναι ακριβώς το είδος που ο Βάντικα θα χρησιμοποιούσε στα σχέδιά του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερεώνωστερεώνουμε, στερεώνομεστερεώνομαιστερεωνόμαστε
στερεώνειςστερεώνετεστερεώνεσαιστερεώνεστε, στερεωνόσαστε
στερεώνειστερεώνουν(ε)στερεώνεταιστερεώνονται
Imper
fekt
στερέωναστερεώναμεστερεωνόμουν(α)στερεωνόμαστε, στερεωνόμασταν
στερέωνεςστερεώνατεστερεωνόσουν(α)στερεωνόσαστε, στερεωνόσασταν
στερέωνεστερέωναν, στερεώναν(ε)στερεωνόταν(ε)στερεώνονταν, στερεωνόντανε, στερεωνόντουσαν
Aoristστερέωσαστερεώσαμεστερεώθηκαστερεωθήκαμε
στερέωσεςστερεώσατεστερεώθηκεςστερεωθήκατε
στερέωσεστερέωσαν, στερεώσαν(ε)στερεώθηκεστερεώθηκαν, στερεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στερεώσει
έχω στερεωμένο
έχουμε στερεώσει
έχουμε στερεωμένο
έχω στερεωθεί
είμαι στερεωμένος, -η
έχουμε στερεωθεί
είμαστε στερεωμένοι, -ες
έχεις στερεώσει
έχεις στερεωμένο
έχετε στερεώσει
έχετε στερεωμένο
έχεις στερεωθεί
είσαι στερεωμένος, -η
έχετε στερεωθεί
είστε στερεωμένοι, -ες
έχει στερεώσει
έχει στερεωμένο
έχουν στερεώσει
έχουν στερεωμένο
έχει στερεωθεί
είναι στερεωμένος, -η, -ο
έχουν στερεωθεί
είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στερεώσει
είχα στερεωμένο
είχαμε στερεώσει
είχαμε στερεωμένο
είχα στερεωθεί
ήμουν στερεωμένος, -η
είχαμε στερεωθεί
ήμαστε στερεωμένοι, -ες
είχες στερεώσει
είχες στερεωμένο
είχατε στερεώσει
είχατε στερεωμένο
είχες στερεωθεί
ήσουν στερεωμένος, -η
είχατε στερεωθεί
ήσαστε στερεωμένοι, -ες
είχε στερεώσει
είχε στερεωμένο
είχαν στερεώσει
είχαν στερεωμένο
είχε στερεωθεί
ήταν στερεωμένος, -η, -ο
είχαν στερεωθεί
ήταν στερεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερεώνωθα στερεώνουμε, θα στερεώνομεθα στερεώνομαιθα στερεωνόμαστε
θα στερεώνειςθα στερεώνετεθα στερεώνεσαιθα στερεώνεστε, θα στερεωνόσαστε
θα στερεώνειθα στερεώνουν(ε)θα στερεώνεταιθα στερεώνονται
Fut
ur
θα στερεώσωθα στερεώσουμε, θα στερεώσομεθα στερεωθώθα στερεωθούμε
θα στερεώσειςθα στερεώσετεθα στερεωθείςθα στερεωθείτε
θα στερεώσειθα στερεώσουνθα στερεωθείθα στερεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερεώσει
θα έχω στερεωμένο
θα έχουμε στερεώσει
θα έχουμε στερεωμένο
θα έχω στερεωθεί
θα είμαι στερεωμένος, -η
θα έχουμε στερεωθεί
θα είμαστε στερεωμένοι, -ες
θα έχεις στερεώσει
θα έχεις στερεωμένο
θα έχετε στερεώσει
θα έχετε στερεωμένο
θα έχεις στερεωθεί
θα είσαι στερεωμένος, -η
θα έχετε στερεωθεί
θα είστε στερεωμένοι, -ες
θα έχει στερεώσει
θα έχει στερεωμένο
θα έχουν στερεώσει
θα έχουν στερεωμένο
θα έχει στερεωθεί
θα είναι στερεωμένος, -η, -ο
θα έχουν στερεωθεί
θα είναι στερεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερεώνωνα στερεώνουμε, να στερεώνομενα στερεώνομαινα στερεωνόμαστε
να στερεώνειςνα στερεώνετενα στερεώνεσαινα στερεώνεστε, να στερεωνόσαστε
να στερεώνεινα στερεώνουν(ε)να στερεώνεταινα στερεώνονται
Aoristνα στερεώσωνα στερεώσουμε, να στερεώσομενα στερεωθώνα στερεωθούμε
να στερεώσειςνα στερεώσετενα στερεωθείςνα στερεωθείτε
να στερεώσεινα στερεώσουν(ε)να στερεωθείνα στερεωθούν(ε)
Perfνα έχω στερεώσει
να έχω στερεωμένο
να έχουμε στερεώσει
να έχουμε στερεωμένο
να έχω στερεωθεί
να είμαι στερεωμένος, -η
να έχουμε στερεωθεί
να είμαστε στερεωμένοι, -ες
να έχεις στερεώσει
να έχεις στερεωμένο
να έχετε στερεώσει
να έχετε στερεωμένο
να έχεις στερεωθεί
να είσαι στερεωμένος, -η
να έχετε στερεωθεί
να είστε στερεωμένοι, -ες
να έχει στερεώσει
να έχει στερεωμένο
να έχουν στερεώσει
να έχουν στερεωμένο
να έχει στερεωθεί
να είναι στερεωμένος, -η, -ο
να έχουν στερεωθεί
να είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερέωνεστερεώνετεστερεώνεστε
Aoristστερέωσεστερεώστε, στερεώσετεστερεώσουστερεωθείτε
Part
izip
Presστερεώνοντας
Perfέχοντας στερεώσει, έχοντας στερεωμένοστερεωμένος, -η, -οστερεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristστερεώσειστερεωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback