durchkommen
 Verb

πετυχαίνω Verb
(0)
σώζομαι 
(0)
επιζώ Verb
(0)
γλυτώνω Verb
(0)
διέρχομαι Verb
(0)
περνώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich weiß nur nicht, ob sie durchkommen oder nicht.Δεν ξέρω αν κατά πόσο θα περάσουν ή όχι...

Übersetzung nicht bestätigt

Wir sollten gut durchkommen.Θα τα καταφέρουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn die damit durchkommen, haben die ihr Leben lang ausgesorgt.Αν καταφέρoυν να ξεφύγoυν, την έχoυν κάνει λαχείo.

Übersetzung nicht bestätigt

Damit werden sie nicht durchkommen.-Δεν θα τη γλιτώσoυν γι` αυτό.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich brauch Freiwillige, die in der Nacht zu Custer durchkommen können.Όταν νυχτώσει, θα ζητήσω εθελοντές για να πάνε στο Στρατηγό Κάστερ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πετυχαίνω, epitugxano">επιτυγχάνωπετυχαίνουμε
πετυχαίνειςπετυχαίνετε
πετυχαίνειπετυχαίνουν(ε)
Imper
fekt
πετύχαιναπετυχαίναμε
πετύχαινεςπετυχαίνατε
πετύχαινεπετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)
Aoristπέτυχαπετύχαμε
πέτυχεςπετύχατε
πέτυχεπέτυχαν, πετύχαν(ε)
Per
fekt
έχω πετύχειέχουμε πετύχει
έχεις πετύχειέχετε πετύχει
έχει πετύχειέχουν πετύχει
Plu
per
fekt
είχα πετύχειείχαμε πετύχει
είχες πετύχειείχατε πετύχει
είχε πετύχειείχαν πετύχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πετυχαίνωθα πετυχαίνουμε
θα πετυχαίνειςθα πετυχαίνετε
θα πετυχαίνειθα πετυχαίνουν(ε)
Fut
ur
θα πετύχωθα πετύχουμε
θα πετύχειςθα πετύχετε
θα πετύχειθα πετύχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πετύχειθα έχουμε πετύχει
θα έχεις πετύχειθα έχετε πετύχει
θα έχει πετύχειθα έχουν πετύχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πετυχαίνωνα πετυχαίνουμε
να πετυχαίνειςνα πετυχαίνετε
να πετυχαίνεινα πετυχαίνουν(ε)
Aoristνα πετύχωνα πετύχουμε
να πετύχειςνα πετύχετε
να πετύχεινα πετύχουν(ε)
Perfνα έχω πετύχεινα έχουμε πετύχει
να έχεις πετύχεινα έχετε πετύχει
να έχει πετύχεινα έχουν πετύχει
Imper
ativ
Presπετυχαίνεπετυχαίνετε
Aoristπέτυχεπετύχετε
Part
izip
Presπετυχαίνοντας
Perfέχοντας πετύχει
InfinAoristπετύχει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιζώεπιζούμε
επιζείςεπιζείτε
επιζείεπιζούν(ε)
Imper
fekt
επιζούσαεπιζούσαμε
επιζούσεςεπιζούσατε
επιζούσεεπιζούσαν(ε)
Aoristεπέζησαεπιζήσαμε
επέζησεςεπιζήσατε
επέζησεεπέζησαν, επιζήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω επιζήσειέχουμε επιζήσει
έχεις επιζήσειέχετε επιζήσει
έχει επιζήσειέχουν επιζήσει
Plu
perf
ekt
είχα επιζήσειείχαμε επιζήσει
είχες επιζήσειείχατε επιζήσει
είχε επιζήσειείχαν επιζήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιζώθα επιζούμε
θα επιζείςθα επιζείτε
θα επιζείθα επιζούν(ε)
Fut
ur
θα επιζήσωθα επιζήσουμε
θα επιζήσειςθα επιζήσετε
θα επιζήσειθα επιζήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιζήσειθα έχουμε επιζήσει
θα έχεις επιζήσειθα έχετε επιζήσει
θα έχει επιζήσειθα έχουν επιζήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιζώνα επιζούμε
να επιζείςνα επιζείτε
να επιζείνα επιζούν(ε)
Aoristνα επιζήσωνα επιζήσουμε, να επιζήσομε
να επιζήσειςνα επιζήσετε
να επιζήσεινα επιζήσουν(ε)
Perfνα έχω επιζήσεινα έχουμε επιζήσει
να έχεις επιζήσεινα έχετε επιζήσει
να έχει επιζήσεινα έχουν επιζήσει
Imper
ativ
Presεπιζείτε
Aoristεπέζησεεπιζήστε, επιζήσετε
Part
izip
Presεπιζώντας
Perfέχοντας επιζήσει
InfinAoristεπιζήσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περνάω, περνώπερνάμε, περνούμεπερνιέμαιπερνιόμαστε
περνάςπερνάτεπερνιέσαιπερνιέστε, περνιόσαστε
περνάει, περνάπερνάν(ε), περνούν(ε)περνιέταιπερνιούνται, περνιόνται
Imper
fekt
περνούσα, πέρναγαπερνούσαμε, περνάγαμεπερνιόμουν(α)περνιόμαστε, περνιόμασταν
περνούσες, πέρναγεςπερνούσατε, περνάγατεπερνιόσουν(α)περνιόσαστε, περνιόσασταν
περνούσε, πέρναγεπερνούσαν(ε), πέρναγαν, περνάγανεπερνιόταν(ε)περνιόνταν(ε), περνιούνταν, περνιόντουσαν
Aoristπέρασαπεράσαμεπεράστηκαπεραστήκαμε
πέρασεςπεράσατεπεράστηκεςπεραστήκατε
πέρασεπέρασαν, περάσαν(ε)περάστηκεπεράστηκαν, περαστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω περάσει
έχω περασμένο
έχουμε περάσει
έχουμε περασμένο
έχω περαστεί
είμαι περασμένος, -η
έχουμε περαστεί
είμαστε περασμένοι, -ες
έχεις περάσει
έχεις περασμένο
έχετε περάσει
έχετε περασμένο
έχεις περαστεί
είσαι περασμένος, -η
έχετε περαστεί
είστε περασμένοι, -ες
έχει περάσει
έχει περασμένο
έχουν περάσει
έχουν περασμένο
έχει περαστεί
είναι περασμένος, -η, -ο
έχουν περαστεί
είναι περασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα περάσει
είχα περασμένο
είχαμε περάσει
είχαμε περασμένο
είχα περαστεί
ήμουν περασμένος, -η
είχαμε περαστεί
ήμαστε περασμένοι, -ες
είχες περάσει
είχες περασμένο
είχατε περάσει
είχατε περασμένο
είχες περαστεί
ήσουν περασμένος, -η
είχατε περαστεί
ήσαστε περασμένοι, -ες
είχε περάσει
είχε περασμένο
είχαν περάσει
είχαν περασμένο
είχε περαστεί
ήταν περνημενος, -η, -ο
είχαν περαστεί
ήταν περασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περνάω, θα περνώθα περνάμε, θα περνούμεθα περνιέμαιθα περνιόμαστε
θα περνάςθα περνάτεθα περνιέσαιθα περνιέστε, θα περνιόσαστε
θα περνάει, θα περνάθα περνάν(ε), θα περνούν(ε)θα περνιέταιθα περνιούνται, θα περνιόνται
Fut
ur
θα περάσωθα περάσουμε, θα περάσομεθα περαστώθα περαστούμε
θα περάσειςθα περάσετεθα περαστείςθα περαστείτε
θα περάσειθα περάσουν(ε)θα περαστείθα περαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περάσει
θα έχω περασμένο
θα έχουμε περάσει
θα έχουμε περασμένο
θα έχω περαστεί
θα είμαι περασμένος, -η
θα έχουμε περαστεί
θα είμαστε περασμένοι, -ες
θα έχεις περάσει
θα έχεις περασμένο
θα έχετε περάσει
θα έχετε περασμένο
θα έχεις περαστεί
θα είσαι περασμένος, -η
θα έχετε περαστεί
θα είστε περνημενοι, -ες
θα έχει περάσει
θα έχει περασμένο
θα έχουν περάσει
θα έχουν περασμένο
θα έχει περαστεί
θα είναι περνημένος, -η, -ο
θα έχουν περαστεί
θα είναι περασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περνάω, να περνώνα περνάμε, να περνούμενα περνιέμαινα περνιόμαστε
να περνάςνα περνάτενα περνιέσαινα περνιέστε
να περνάει, να περνάνα περνάν(ε), να περνούν(ε)να περνιέταινα περνιούνται, να περνιόνται
Aoristνα περάσωνα περάσουμε, να περάσομενα περαστώνα περαστούμε
να περάσειςνα περάσετενα περαστείςνα περαστείτε
να περάσεινα περάσουν(ε)να περαστείνα περαστούν(ε)
Perfνα έχω περάσει
να έχω περασμένο
να έχουμε περάσει
να έχουμε περασμένο
να έχω περαστεί
να είμαι περασμένος, -η
να έχουμε περαστεί
να είμαστε περνημενοι, -ες
να έχεις περάσει
να έχεις περασμένο
να έχετε περάσει
να έχετε περασμένο
να έχεις περαστεί
να είσαι περασμένος, -η
να έχετε περαστεί
να είστε περασμένοι, -η
να έχει περάσει
να έχει περασμένο
να έχουν περάσει
να έχουν περασμένο
να έχει περαστεί
να είναι περνημένος, -η, -ο
να έχουν περαστεί
να είναι περασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπέρνα, πέρναγεπερνάτεπερνιέστε
Aoristπέρασε, πέρναπεράστεπεράσουπεραστείτε
Part
izip
Presπερνώντας
Perfέχοντας περάσει, έχοντας περασμένοπερασμένος, -η, -οπερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπεράσειπεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback