beschädigen
 Verb

χαλώ Verb
(0)
βλάπτω Verb
(0)
ζημιώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wie können Sie es nur beschädigen?Γιατί ήρθατε να τον καταστρέψετε;

Übersetzung nicht bestätigt

Sie wollen nicht umsonst Ansehen beschädigen.Δεν θέλεις να διασύρεις κανέναν χωρίς λόγο.

Übersetzung nicht bestätigt

Es ging sehr gut, aber wir wollen nicht den Pflug beschädigen oder das Pferd verletzen.Τα καταφέρνεις πολύ καλά, μα δε θέλουμε να σπάσουμε το αλέτρι μας ή να τραυματίσουμε το άλογό μας, ε;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir wollen das Nest nicht beschädigen.Δεν θέλουμε να χαλάσει η φωλιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Jemand musste zum Korral... und ihn so beschädigen, dass die Truppen durchkommen konnten.Κάποιος έπρεπε να φτάσει στη μάντρα και να προκαλέσει αρκετή ζημιά ώστε να περάσουν οι στρατιώτες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαλάω, χαλώχαλάμε, χαλούμε
χαλάςχαλάτε
χαλάει, χαλάχαλάν(ε), χαλούν(ε)
Imper
fekt
χαλούσα, χάλαγαχαλούσαμε, χαλάγαμε
χαλούσες, χάλαγεςχαλούσατε, χαλάγατε
χαλούσε, χάλαγεχαλούσαν(ε), χάλαγαν, χαλάγανε
Aoristχάλασαχαλάσαμε
χάλασεςχαλάσατε
χάλασεχάλασαν, χαλάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω χαλάσειέχουμε χαλάσει
έχεις χαλάσειέχετε χαλάσει
έχει χαλάσειέχουν χαλάσει
Plu
perf
ekt
είχα χαλάσειείχαμε χαλάσει
είχες χαλάσειείχατε χαλάσει
είχε χαλάσειείχαν χαλάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαλάω, θα χαλώθα χαλάμε, θα χαλούμε
θα χαλάςθα χαλάτε
θα χαλάει, θα χαλάθα χαλάν(ε), θα χαλούν(ε)
Fut
ur
θα χαλάσωθα χαλάσουμε, θα χαλάσομε
θα χαλάσειςθα χαλάσετε
θα χαλάσειθα χαλάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαλάσειθα έχουμε χαλάσει
θα έχεις χαλάσειθα έχετε χαλάσει
θα έχει χαλάσειθα έχουν χαλάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαλάω, να χαλώνα χαλάμε, να χαλούμε
να χαλάςνα χαλάτε
να χαλάει, να χαλάνα χαλάν(ε), να χαλούν(ε)
Aoristνα χαλάσωνα χαλάσουμε, να χαλάσομε
να χαλάσειςνα χαλάσετε
να χαλάσεινα χαλάσουν(ε)
Perfνα έχω χαλάσεινα έχουμε χαλάσει
να έχεις χαλάσεινα έχετε χαλάσει
να έχει χαλάσεινα έχουν χαλάσει
Imper
ativ
Presχάλα, χάλαγεχαλάτε
Aoristχάλασε, χάλαχαλάστε
Part
izip
Presχαλώντας
Perfέχοντας χαλάσει
InfinAoristχαλάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βλάπτω, blafto">βλάφτωβλάπτουμε, βλάπτομεβλάπτομαιβλαπτόμαστε
βλάπτειςβλάπτετεβλάπτεσαιβλάπτεστε, βλαπτόσαστε
βλάπτειβλάπτουν(ε)βλάπτεταιβλάπτονται
Imper
fekt
έβλαπταβλάπταμεβλαπτόμουν(α)βλαπτόμαστε, βλαπτόμασταν
έβλαπτεςβλάπτατεβλαπτόσουν(α)βλαπτόσαστε
έβλαπτεέβλαπταν, βλάπταν(ε)βλαπτόταν(ε)βλάπτονταν
Aoristέβλαψαβλάψαμεβλάφτηκαβλαφτήκαμε
έβλαψεςβλάψατεβλάφτηκεςβλαπτήκατε
έβλαψεέβλαψαν, βλάψαν(ε)βλάφτηκεβλάφτηκαν, βλαπτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βλάψει
έχω βλαμμένο
έχουμε βλάψει
έχουμε βλαμμένο
έχω βλαφτεί
είμαι βλαμμένος, -η
έχουμε βλαφτεί
είμαστε βλαμμένοι, -ες
έχεις βλάψει
έχεις βλαμμένο
έχετε βλάψει
έχετε βλαμμένο
έχεις βλαφτεί
είσαι βλαμμένος, -η
έχετε βλαφτεί
είστε βλαμμένοι, -ες
έχει βλάψει
έχει βλαμμένο
έχουν βλάψει
έχουν βλαμμένο
έχει βλαφτεί
είναι βλαμμένος, -η, -ο
έχουν βλαφτεί
είναι βλαμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βλάψει
είχα βλαμμένο
είχαμε βλάψει
είχαμε βλαμμένο
είχα βλαφτεί
ήμουν βλαμμένος, -η
είχαμε βλαφτεί
ήμαστε βλαμμένοι, -ες
είχες βλάψει
είχες βλαμμένο
είχατε βλάψει
είχατε βλαμμένο
είχες βλαφτεί
ήσουν βλαμμένος, -η
είχατε βλαφτεί
ήσαστε βλαμμένοι, -ες
είχε βλάψει
είχε βλαμμένο
είχαν βλάψει
είχαν βλαμμένο
είχε βλαφτεί
ήταν βλαμμένος, -η, -ο
είχαν βλαφτεί
ήταν βλαμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βλάπτωθα βλάπτουμε, θα βλάπτομεθα βλάπτομαιθα βλαπτόμαστε
θα βλάπτειςθα βλάπτετεθα βλάπτεσαιθα βλάπτεστε, θα βλαπτόσαστε
θα βλάπτειθα βλάπτουν(ε)θα βλάπτεταιθα βλάπτονται
Fut
ur
θα βλάψωθα βλάψουμε, θα βλάψομεθα βλαπφτώθα βλαπφτούμε
θα βλάψειςθα βλάψετεθα βλαφτείςθα βλαφτείτε
θα βλάψειθα βλάψουν(ε)θα βλαφτείθα βλαφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βλάψει
θα έχω βλαμμένο
θα έχουμε βλάψει
θα έχουμε βλαμμένο
θα έχω βλαφτεί
θα είμαι βλαμμένος, -η
θα έχουμε βλαφτεί
θα είμαστε βλαμμένοι, -ες
θα έχεις βλάψει
θα έχεις βλαμμένο
θα έχετε βλάψει
θα έχετε βλαμμένο
θα έχεις βλαφτεί
θα είσαι βλαμμένος, -η
θα έχετε βλαφτεί
θα είστε βλαμμένοι, -ες
θα έχει βλάψει
θα έχει βλαμμένο
θα έχουν βλάψει
θα έχουν βλαμμένο
θα έχει βλαφτεί
θα είναι βλαμμένος, -η, -ο
θα έχουν βλαφτεί
θα είναι βλαμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βλάπτωνα βλάπτουμε, να βλάπτομενα βλάπτομαινα βλαπτόμαστε
να βλάπτειςνα βλάπτετενα βλάπτεσαινα βλάπτεστε, να βλαπτόσαστε
να βλάπτεινα βλάπτουν(ε)να βλάπτεταινα βλάπτονται
Aoristνα βλάψωνα βλάψουμε, να βλάψομενα βλαφτώνα βλαφτούμε
να βλάψειςνα βλάψετενα βλαφτείςνα βλαφτείτε
να βλάψεινα βλάψουν(ε)να βλαφτείνα βλαφτούν(ε)
Perf να έχω βλάψει
να έχω βλαμμένο
να έχουμε βλάψει
να έχουμε βλαμμένο
να έχω βλαφτεί
να είμαι βλαμμένος, -η
να έχουμε βλαφτεί
να είμαστε βλαμμένοι, -ες
να έχεις βλάψει
να έχεις βλαμμένο
να έχετε βλάψει
να έχετε βλαμμένο
να έχεις βλαφτεί
να είσαι βλαμμένος, -η
να έχετε βλαφτεί
να είστε βλαμμένοι, -ες
να έχει βλάψει
να έχει βλαμμένο
να έχουν βλάψει
να έχουν βλαμμένο
να έχει βλαφτεί
να είναι βλαμμένος, -η, -ο
να έχουν βλαφτεί
να είναι βλαμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέβλαπτεβλάπτετεβλάπτεστε
Aoristβλάψεβλάψετε, βλάψτεβλάφτουβλαφτείτε
Part
izip
Presβλάπτονταςβλαπτόμενος
Perfέχοντας βλάψει, έχοντας βλαμμένοβλαμμένος, -η, -οβλαμμένοι, -ες, -α
InfinAoristβλάψειβλαφτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ζημιώνωζημιώνουμε, ζημιώνομεζημιώνομαιζημιωνόμαστε
ζημιώνειςζημιώνετεζημιώνεσαιζημιώνεστε, ζημιωνόσαστε
ζημιώνειζημιώνουν(ε)ζημιώνεταιζημιώνονται
Imper
fekt
ζημίωναζημιώναμεζημιωνόμουν(α)ζημιωνόμαστε, ζημιωνόμασταν
ζημίωνεςζημιώνατεζημιωνόσουν(α)ζημιωνόσαστε, ζημιωνόσασταν
ζημίωνεζημίωναν, ζημιώναν(ε)ζημιωνόταν(ε)ζημιώνονταν, ζημιωνόντανε, ζημιωνόντουσαν
Aoristζημίωσαζημιώσαμεζημιώθηκαζημιωθήκαμε
ζημίωσεςζημιώσατεζημιώθηκεςζημιωθήκατε
ζημίωσεζημίωσαν, ζημιώσαν(ε)ζημιώθηκεζημιώθηκαν, ζημιωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ζημιώσει
έχω ζημιωμένο
έχουμε ζημιώσει
έχουμε ζημιωμένο
έχω ζημιωθεί
είμαι ζημιωμένος, -η
έχουμε ζημιωθεί
είμαστε ζημιωμένοι, -ες
έχεις ζημιώσει
έχεις ζημιωμένο
έχετε ζημιώσει
έχετε ζημιωμένο
έχεις ζημιωθεί
είσαι ζημιωμένος, -η
έχετε ζημιωθεί
είστε ζημιωμένοι, -ες
έχει ζημιώσει
έχει ζημιωμένο
έχουν ζημιώσει
έχουν ζημιωμένο
έχει ζημιωθεί
είναι ζημιωμένος, -η, -ο
έχουν ζημιωθεί
είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ζημιώσει
είχα ζημιωμένο
είχαμε ζημιώσει
είχαμε ζημιωμένο
είχα ζημιωθεί
ήμουν ζημιωμένος, -η
είχαμε ζημιωθεί
ήμαστε ζημιωμένοι, -ες
είχες ζημιώσει
είχες ζημιωμένο
είχατε ζημιώσει
είχατε ζημιωμένο
είχες ζημιωθεί
ήσουν ζημιωμένος, -η
είχατε ζημιωθεί
ήσαστε ζημιωμένοι, -ες
είχε ζημιώσει
είχε ζημιωμένο
είχαν ζημιώσει
είχαν ζημιωμένο
είχε ζημιωθεί
ήταν ζημιωμένος, -η, -ο
είχαν ζημιωθεί
ήταν ζημιωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ζημιώνωθα ζημιώνουμε, θα ζημιώνομεθα ζημιώνομαιθα ζημιωνόμαστε
θα ζημιώνειςθα ζημιώνετεθα ζημιώνεσαιθα ζημιώνεστε, θα ζημιωνόσαστε
θα ζημιώνειθα ζημιώνουν(ε)θα ζημιώνεταιθα ζημιώνονται
Fut
ur
θα ζημιώσωθα ζημιώσουμε, θα ζημιώσομεθα ζημιωθώθα ζημιωθούμε
θα ζημιώσειςθα ζημιώσετεθα ζημιωθείςθα ζημιωθείτε
θα ζημιώσειθα ζημιώσουνθα ζημιωθείθα ζημιωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ζημιώσει
θα έχω ζημιωμένο
θα έχουμε ζημιώσει
θα έχουμε ζημιωμένο
θα έχω ζημιωθεί
θα είμαι ζημιωμένος, -η
θα έχουμε ζημιωθεί
θα είμαστε ζημιωμένοι, -ες
θα έχεις ζημιώσει
θα έχεις ζημιωμένο
θα έχετε ζημιώσει
θα έχετε ζημιωμένο
θα έχεις ζημιωθεί
θα είσαι ζημιωμένος, -η
θα έχετε ζημιωθεί
θα είστε ζημιωμένοι, -ες
θα έχει ζημιώσει
θα έχει ζημιωμένο
θα έχουν ζημιώσει
θα έχουν ζημιωμένο
θα έχει ζημιωθεί
θα είναι ζημιωμένος, -η, -ο
θα έχουν ζημιωθεί
θα είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ζημιώνωνα ζημιώνουμε, να ζημιώνομενα ζημιώνομαινα ζημιωνόμαστε
να ζημιώνειςνα ζημιώνετενα ζημιώνεσαινα ζημιώνεστε, να ζημιωνόσαστε
να ζημιώνεινα ζημιώνουν(ε)να ζημιώνεταινα ζημιώνονται
Aoristνα ζημιώσωνα ζημιώσουμε, να ζημιώσομενα ζημιωθώνα ζημιωθούμε
να ζημιώσειςνα ζημιώσετενα ζημιωθείςνα ζημιωθείτε
να ζημιώσεινα ζημιώσουν(ε)να ζημιωθείνα ζημιωθούν(ε)
Perfνα έχω ζημιώσει
να έχω ζημιωμένο
να έχουμε ζημιώσει
να έχουμε ζημιωμένο
να έχω ζημιωθεί
να είμαι ζημιωμένος, -η
να έχουμε ζημιωθεί
να είμαστε ζημιωμένοι, -ες
να έχεις ζημιώσει
να έχεις ζημιωμένο
να έχετε ζημιώσει
να έχετε ζημιωμένο
να έχεις ζημιωθεί
να είσαι ζημιωμένος, -η
να έχετε ζημιωθεί
να είστε ζημιωμένοι, -ες
να έχει ζημιώσει
να έχει ζημιωμένο
να έχουν ζημιώσει
να έχουν ζημιωμένο
να έχει ζημιωθεί
να είναι ζημιωμένος, -η, -ο
να έχουν ζημιωθεί
να είναι ζημιωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presζημίωνεζημιώνετεζημιώνεστε
Aoristζημίωσεζημιώστε, ζημιώσετεζημιώσουζημιωθείτε
Part
izip
Presζημιώνοντας
Perfέχοντας ζημιώσει, έχοντας ζημιωμένοζημιωμένος, -η, -οζημιωμένοι, -ες, -α
InfinAoristζημιώσειζημιωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback