befestigen
 Verb

επισυνάπτω Verb
(0)
στερεώνω Verb
(0)
οχυρώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich wünschte, du wärest ein Wunschbrunnen, dann würde ich einen Eimer an dir befestigen und dich absenken.Θα `θελα να `σoυν η σπηλιά τoυ Αλή Μπαμπά... να σε βάλω μέσα και να σε κλείσω μια για πάντα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiß nicht, wo er lebt und es interessiert mich auch nicht. Sie sollten ihn mit einer Kette in der Tasche befestigen.Πρέπει να το δέσεις σε μια αλυσίδα.

Übersetzung nicht bestätigt

Latten befestigen.Ασφαλίστε εκεί κάτω!

Übersetzung nicht bestätigt

Hier. Lassen Sie mich das Ende von dem hier befestigen.Περίμενε μια στιγμή να κολλήσω τις άκρες.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie formen einen Bogen, befestigen ein Ende und fahren fort, bis sie einen Viertelkreis haben.Αναπτύσσονται σε μορφή ημισελήνου, σαρώνοντας κάθε τεταρτημόριο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στερεώνωστερεώνουμε, στερεώνομεστερεώνομαιστερεωνόμαστε
στερεώνειςστερεώνετεστερεώνεσαιστερεώνεστε, στερεωνόσαστε
στερεώνειστερεώνουν(ε)στερεώνεταιστερεώνονται
Imper
fekt
στερέωναστερεώναμεστερεωνόμουν(α)στερεωνόμαστε, στερεωνόμασταν
στερέωνεςστερεώνατεστερεωνόσουν(α)στερεωνόσαστε, στερεωνόσασταν
στερέωνεστερέωναν, στερεώναν(ε)στερεωνόταν(ε)στερεώνονταν, στερεωνόντανε, στερεωνόντουσαν
Aoristστερέωσαστερεώσαμεστερεώθηκαστερεωθήκαμε
στερέωσεςστερεώσατεστερεώθηκεςστερεωθήκατε
στερέωσεστερέωσαν, στερεώσαν(ε)στερεώθηκεστερεώθηκαν, στερεωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στερεώσει
έχω στερεωμένο
έχουμε στερεώσει
έχουμε στερεωμένο
έχω στερεωθεί
είμαι στερεωμένος, -η
έχουμε στερεωθεί
είμαστε στερεωμένοι, -ες
έχεις στερεώσει
έχεις στερεωμένο
έχετε στερεώσει
έχετε στερεωμένο
έχεις στερεωθεί
είσαι στερεωμένος, -η
έχετε στερεωθεί
είστε στερεωμένοι, -ες
έχει στερεώσει
έχει στερεωμένο
έχουν στερεώσει
έχουν στερεωμένο
έχει στερεωθεί
είναι στερεωμένος, -η, -ο
έχουν στερεωθεί
είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στερεώσει
είχα στερεωμένο
είχαμε στερεώσει
είχαμε στερεωμένο
είχα στερεωθεί
ήμουν στερεωμένος, -η
είχαμε στερεωθεί
ήμαστε στερεωμένοι, -ες
είχες στερεώσει
είχες στερεωμένο
είχατε στερεώσει
είχατε στερεωμένο
είχες στερεωθεί
ήσουν στερεωμένος, -η
είχατε στερεωθεί
ήσαστε στερεωμένοι, -ες
είχε στερεώσει
είχε στερεωμένο
είχαν στερεώσει
είχαν στερεωμένο
είχε στερεωθεί
ήταν στερεωμένος, -η, -ο
είχαν στερεωθεί
ήταν στερεωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στερεώνωθα στερεώνουμε, θα στερεώνομεθα στερεώνομαιθα στερεωνόμαστε
θα στερεώνειςθα στερεώνετεθα στερεώνεσαιθα στερεώνεστε, θα στερεωνόσαστε
θα στερεώνειθα στερεώνουν(ε)θα στερεώνεταιθα στερεώνονται
Fut
ur
θα στερεώσωθα στερεώσουμε, θα στερεώσομεθα στερεωθώθα στερεωθούμε
θα στερεώσειςθα στερεώσετεθα στερεωθείςθα στερεωθείτε
θα στερεώσειθα στερεώσουνθα στερεωθείθα στερεωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στερεώσει
θα έχω στερεωμένο
θα έχουμε στερεώσει
θα έχουμε στερεωμένο
θα έχω στερεωθεί
θα είμαι στερεωμένος, -η
θα έχουμε στερεωθεί
θα είμαστε στερεωμένοι, -ες
θα έχεις στερεώσει
θα έχεις στερεωμένο
θα έχετε στερεώσει
θα έχετε στερεωμένο
θα έχεις στερεωθεί
θα είσαι στερεωμένος, -η
θα έχετε στερεωθεί
θα είστε στερεωμένοι, -ες
θα έχει στερεώσει
θα έχει στερεωμένο
θα έχουν στερεώσει
θα έχουν στερεωμένο
θα έχει στερεωθεί
θα είναι στερεωμένος, -η, -ο
θα έχουν στερεωθεί
θα είναι στερεωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στερεώνωνα στερεώνουμε, να στερεώνομενα στερεώνομαινα στερεωνόμαστε
να στερεώνειςνα στερεώνετενα στερεώνεσαινα στερεώνεστε, να στερεωνόσαστε
να στερεώνεινα στερεώνουν(ε)να στερεώνεταινα στερεώνονται
Aoristνα στερεώσωνα στερεώσουμε, να στερεώσομενα στερεωθώνα στερεωθούμε
να στερεώσειςνα στερεώσετενα στερεωθείςνα στερεωθείτε
να στερεώσεινα στερεώσουν(ε)να στερεωθείνα στερεωθούν(ε)
Perfνα έχω στερεώσει
να έχω στερεωμένο
να έχουμε στερεώσει
να έχουμε στερεωμένο
να έχω στερεωθεί
να είμαι στερεωμένος, -η
να έχουμε στερεωθεί
να είμαστε στερεωμένοι, -ες
να έχεις στερεώσει
να έχεις στερεωμένο
να έχετε στερεώσει
να έχετε στερεωμένο
να έχεις στερεωθεί
να είσαι στερεωμένος, -η
να έχετε στερεωθεί
να είστε στερεωμένοι, -ες
να έχει στερεώσει
να έχει στερεωμένο
να έχουν στερεώσει
να έχουν στερεωμένο
να έχει στερεωθεί
να είναι στερεωμένος, -η, -ο
να έχουν στερεωθεί
να είναι στερεωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστερέωνεστερεώνετεστερεώνεστε
Aoristστερέωσεστερεώστε, στερεώσετεστερεώσουστερεωθείτε
Part
izip
Presστερεώνοντας
Perfέχοντας στερεώσει, έχοντας στερεωμένοστερεωμένος, -η, -οστερεωμένοι, -ες, -α
InfinAoristστερεώσειστερεωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
οχυρώνωοχυρώνουμε, οχυρώνομεοχυρώνομαιοχυρωνόμαστε
οχυρώνειςοχυρώνετεοχυρώνεσαιοχυρώνεστε, οχυρωνόσαστε
οχυρώνειοχυρώνουν(ε)οχυρώνεταιοχυρώνονται
Imper
fekt
οχύρωναοχυρώναμεοχυρωνόμουν(α)οχυρωνόμαστε, οχυρωνόμασταν
οχύρωνεςοχυρώνατεοχυρωνόσουν(α)οχυρωνόσαστε, οχυρωνόσασταν
οχύρωνεοχύρωναν, οχυρώναν(ε)οχυρωνόταν(ε)οχυρώνονταν, οχυρωνόντανε, οχυρωνόντουσαν
Aoristοχύρωσαοχυρώσαμεοχυρώθηκαοχυρωθήκαμε
οχύρωσεςοχυρώσατεοχυρώθηκεςοχυρωθήκατε
οχύρωσεοχύρωσαν, οχυρώσαν(ε)οχυρώθηκεοχυρώθηκαν, οχυρωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω οχυρώσει
έχω οχυρωμένο
έχουμε οχυρώσει
έχουμε οχυρωμένο
έχω οχυρωθεί
είμαι οχυρωμένος, -η
έχουμε οχυρωθεί
είμαστε οχυρωμένοι, -ες
έχεις οχυρώσει
έχεις οχυρωμένο
έχετε οχυρώσει
έχετε οχυρωμένο
έχεις οχυρωθεί
είσαι οχυρωμένος, -η
έχετε οχυρωθεί
είστε οχυρωμένοι, -ες
έχει οχυρώσει
έχει οχυρωμένο
έχουν οχυρώσει
έχουν οχυρωμένο
έχει οχυρωθεί
είναι οχυρωμένος, -η, -ο
έχουν οχυρωθεί
είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα οχυρώσει
είχα οχυρωμένο
είχαμε οχυρώσει
είχαμε οχυρωμένο
είχα οχυρωθεί
ήμουν οχυρωμένος, -η
είχαμε οχυρωθεί
ήμαστε οχυρωμένοι, -ες
είχες οχυρώσει
είχες οχυρωμένο
είχατε οχυρώσει
είχατε οχυρωμένο
είχες οχυρωθεί
ήσουν οχυρωμένος, -η
είχατε οχυρωθεί
ήσαστε οχυρωμένοι, -ες
είχε οχυρώσει
είχε οχυρωμένο
είχαν οχυρώσει
είχαν οχυρωμένο
είχε οχυρωθεί
ήταν οχυρωμένος, -η, -ο
είχαν οχυρωθεί
ήταν οχυρωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα οχυρώνωθα οχυρώνουμε, θα οχυρώνομεθα οχυρώνομαιθα οχυρωνόμαστε
θα οχυρώνειςθα οχυρώνετεθα οχυρώνεσαιθα οχυρώνεστε, θα οχυρωνόσαστε
θα οχυρώνειθα οχυρώνουν(ε)θα οχυρώνεταιθα οχυρώνονται
Fut
ur
θα οχυρώσωθα οχυρώσουμε, θα οχυρώσομεθα οχυρωθώθα οχυρωθούμε
θα οχυρώσειςθα οχυρώσετεθα οχυρωθείςθα οχυρωθείτε
θα οχυρώσειθα οχυρώσουνθα οχυρωθείθα οχυρωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω οχυρώσει
θα έχω οχυρωμένο
θα έχουμε οχυρώσει
θα έχουμε οχυρωμένο
θα έχω οχυρωθεί
θα είμαι οχυρωμένος, -η
θα έχουμε οχυρωθεί
θα είμαστε οχυρωμένοι, -ες
θα έχεις οχυρώσει
θα έχεις οχυρωμένο
θα έχετε οχυρώσει
θα έχετε οχυρωμένο
θα έχεις οχυρωθεί
θα είσαι οχυρωμένος, -η
θα έχετε οχυρωθεί
θα είστε οχυρωμένοι, -ες
θα έχει οχυρώσει
θα έχει οχυρωμένο
θα έχουν οχυρώσει
θα έχουν οχυρωμένο
θα έχει οχυρωθεί
θα είναι οχυρωμένος, -η, -ο
θα έχουν οχυρωθεί
θα είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να οχυρώνωνα οχυρώνουμε, να οχυρώνομενα οχυρώνομαινα οχυρωνόμαστε
να οχυρώνειςνα οχυρώνετενα οχυρώνεσαινα οχυρώνεστε, να οχυρωνόσαστε
να οχυρώνεινα οχυρώνουν(ε)να οχυρώνεταινα οχυρώνονται
Aoristνα οχυρώσωνα οχυρώσουμε, να οχυρώσομενα οχυρωθώνα οχυρωθούμε
να οχυρώσειςνα οχυρώσετενα οχυρωθείςνα οχυρωθείτε
να οχυρώσεινα οχυρώσουν(ε)να οχυρωθείνα οχυρωθούν(ε)
Perfνα έχω οχυρώσει
να έχω οχυρωμένο
να έχουμε οχυρώσει
να έχουμε οχυρωμένο
να έχω οχυρωθεί
να είμαι οχυρωμένος, -η
να έχουμε οχυρωθεί
να είμαστε οχυρωμένοι, -ες
να έχεις οχυρώσει
να έχεις οχυρωμένο
να έχετε οχυρώσει
να έχετε οχυρωμένο
να έχεις οχυρωθεί
να είσαι οχυρωμένος, -η
να έχετε οχυρωθεί
να είστε οχυρωμένοι, -ες
να έχει οχυρώσει
να έχει οχυρωμένο
να έχουν οχυρώσει
να έχουν οχυρωμένο
να έχει οχυρωθεί
να είναι οχυρωμένος, -η, -ο
να έχουν οχυρωθεί
να είναι οχυρωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presοχύρωνεοχυρώνετεοχυρώνεστε
Aoristοχύρωσεοχυρώστε, οχυρώσετεοχυρώσουοχυρωθείτε
Part
izip
Presοχυρώνοντας
Perfέχοντας οχυρώσει, έχοντας οχυρωμένοοχυρωμένος, -η, -οοχυρωμένοι, -ες, -α
InfinAoristοχυρώσειοχυρωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback