stecken
 Verb

χώνω Verb
(5)
βυθίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich muss meine Nase in allerlei Privates stecken. Das... gehört leider zu meinem Beruf.Είναι αναγκαίο, δυστυχώς, να χώνω τη μύτη μου στα προσωπικά των άλλων.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich klebte ihr ein paar Haare meines Freundes auf... und begann, Nadeln in den Körper zu stecken.Της κόλλησα λίγες τρίχες του αρραβωνιαστικού μου... και άρχισα να χώνω βελόνες στο σώμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Allein der Gedanke meinen Finger in mein Auge zu stecken ...Μόνο η σκέψη να χώνω το δάχτυλό μου στο μάτι μου...

Übersetzung nicht bestätigt

Stellen Sie sich vor Ich stecken Sie es in Ihrem Darm.Φαντάσου με να σου το χώνω στην κοιλιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Du erzeugst ein kleines Ablenkungsmanöver und ich werde sie in ihre Handtasche stecken.Δημιουργείς αντιπερισπασμό και της το χώνω στην τσάντα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χώνωχώνουμε, χώνομεχώνομαιχωνόμαστε
χώνειςχώνετεχώνεσαιχώνεστε, χωνόσαστε
χώνειχώνουν(ε)χώνεταιχώνονται
Imper
fekt
έχωναχώναμεχωνόμουν(α)χωνόμαστε, χωνόμασταν
έχωνεςχώνατεχωνόσουν(α)χωνόσαστε, χωνόσασταν
έχωνεέχωναν, χώναν(ε)χωνόταν(ε)χώνονταν, χωνόντανε, χωνόντουσαν
Aoristέχωσαχώσαμεχώθηκαχωθήκαμε
έχωσεςχώσατεχώθηκεςχωθήκατε
έχωσεέχωσαν, χώσαν(ε)χώθηκεχώθηκαν, χωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω χώσει
έχω χωμένο
έχουμε χώσει
έχουμε χωμένο
έχω χωθεί
είμαι χωμένος, -η
έχουμε χωθεί
είμαστε χωμένοι, -ες
έχεις χώσει
έχεις χωμένο
έχετε χώσει
έχετε χωμένο
έχεις χωθεί
είσαι χωμένος, -η
έχετε χωθεί
είστε χωμένοι, -ες
έχει χώσει
έχει χωμένο
έχουν χώσει
έχουν χωμένο
έχει χωθεί
είναι χωμένος, -η, -ο
έχουν χωθεί
είναι χωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα χώσει
είχα χωμένο
είχαμε χώσει
είχαμε χωμένο
είχα χωθεί
ήμουν χωμένος, -η
είχαμε χωθεί
ήμαστε χωμένοι, -ες
είχες χώσει
είχες χωμένο
είχατε χώσει
είχατε χωμένο
είχες χωθεί
ήσουν χωμένος, -η
είχατε χωθεί
ήσαστε χωμένοι, -ες
είχε χώσει
είχε χωμένο
είχαν χώσει
είχαν χωμένο
είχε χωθεί
ήταν χωμένος, -η, -ο
είχαν χωθεί
ήταν χωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χώνωθα χώνουμε, θα χώνομεθα χώνομαιθα χωνόμαστε
θα χώνειςθα χώνετεθα χώνεσαιθα χώνεστε, θα χωνόσαστε
θα χώνειθα χώνουν(ε)θα χώνεταιθα χώνονται
Fut
ur
θα χώσωθα χώσουμε, θα χώσομεθα χωθώθα χωθούμε
θα χώσειςθα χώσετεθα χωθείςθα χωθείτε
θα χώσειθα χώσουνθα χωθείθα χωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χώσει
θα έχω χωμένο
θα έχουμε χώσει
θα έχουμε χωμένο
θα έχω χωθεί
θα είμαι χωμένος, -η
θα έχουμε χωθεί
θα είμαστε χωμένοι, -ες
θα έχεις χώσει
θα έχεις χωμένο
θα έχετε χώσει
θα έχετε χωμένο
θα έχεις χωθεί
θα είσαι χωμένος, -η
θα έχετε χωθεί
θα είστε χωμένοι, -ες
θα έχει χώσει
θα έχει χωμένο
θα έχουν χώσει
θα έχουν χωμένο
θα έχει χωθεί
θα είναι χωμένος, -η, -ο
θα έχουν χωθεί
θα είναι χωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χώνωνα χώνουμε, να χώνομενα χώνομαινα χωνόμαστε
να χώνειςνα χώνετενα χώνεσαινα χώνεστε, να χωνόσαστε
να χώνεινα χώνουν(ε)να χώνεταινα χώνονται
Aoristνα χώσωνα χώσουμε, να χώσομενα χωθώνα χωθούμε
να χώσειςνα χώσετενα χωθείςνα χωθείτε
να χώσεινα χώσουν(ε)να χωθείνα χωθούν(ε)
Perfνα έχω χώσει
να έχω χωμένο
να έχουμε χώσει
να έχουμε χωμένο
να έχω χωθεί
να είμαι χωμένος, -η
να έχουμε χωθεί
να είμαστε χωμένοι, -ες
να έχεις χώσει
να έχεις χωμένο
να έχετε χώσει
να έχετε χωμένο
να έχεις χωθεί
να είσαι χωμένος, -η
να έχετε χωθεί
να είστε χωμένοι, -ες
να έχει χώσει
να έχει χωμένο
να έχουν χώσει
να έχουν χωμένο
να έχει χωθεί
να είναι χωμένος, -η, -ο
να έχουν χωθεί
να είναι χωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presχώνεχώνετεχώνεστε
Aoristχώσεχώστε, χώσετεχώσουχωθείτε
Part
izip
Presχώνοντας
Perfέχοντας χώσει, έχοντας χωμένοχωμένος, -η, -οχωμένοι, -ες, -α
InfinAoristχώσειχωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βυθίζωβυθίζουμε, βυθίζομεβυθίζομαιβυθιζόμαστε
βυθίζειςβυθίζετεβυθίζεσαιβυθίζεστε, βυθιζόσαστε
βυθίζειβυθίζουν(ε)βυθίζεταιβυθίζονται
Imper
fekt
βύθιζαβυθίζαμεβυθιζόμουν(α)βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν
βύθιζεςβυθίζατεβυθιζόσουν(α)βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν
βύθιζεβύθιζαν, βυθίζαν(ε)βυθιζόταν(ε)βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν
Aoristβύθισαβυθίσαμεβυθίστηκαβυθιστήκαμε
βύθισεςβυθίσατεβυθίστηκεςβυθιστήκατε
βύθισεβύθισαν, βυθίσαν(ε)βυθίστηκεβυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βυθίσει
έχω βυθισμένο
έχουμε βυθίσει
έχουμε βυθισμένο
έχω βυθιστεί
είμαι βυθισμένος, -η
έχουμε βυθιστεί
είμαστε βυθισμένοι, -ες
έχεις βυθίσει
έχεις βυθισμένο
έχετε βυθίσει
έχετε βυθισμένο
έχεις βυθιστεί
είσαι βυθισμένος, -η
έχετε βυθιστεί
είστε βυθισμένοι, -ες
έχει βυθίσει
έχει βυθισμένο
έχουν βυθίσει
έχουν βυθισμένο
έχει βυθιστεί
είναι βυθισμένος, -η, -ο
έχουν βυθιστεί
είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βυθίσει
είχα βυθισμένο
είχαμε βυθίσει
είχαμε βυθισμένο
είχα βυθιστεί
ήμουν βυθισμένος, -η
είχαμε βυθιστεί
ήμαστε βυθισμένοι, -ες
είχες βυθίσει
είχες βυθισμένο
είχατε βυθίσει
είχατε βυθισμένο
είχες βυθιστεί
ήσουν βυθισμένος, -η
είχατε βυθιστεί
ήσαστε βυθισμένοι, -ες
είχε βυθίσει
είχε βυθισμένο
είχαν βυθίσει
είχαν βυθισμένο
είχε βυθιστεί
ήταν βυθισμένος, -η, -ο
είχαν βυθιστεί
ήταν βυθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βυθίζωθα βυθίζουμε, θα βυθίζομεθα βυθίζομαιθα βυθιζόμαστε
θα βυθίζειςθα βυθίζετεθα βυθίζεσαιθα βυθίζεστε, θα βυθιζόσαστε
θα βυθίζειθα βυθίζουν(ε)θα βυθίζεταιθα βυθίζονται
Fut
ur
θα βυθίσωθα βυθίσουμε, θα βυθίζομεθα βυθιστώθα βυθιστούμε
θα βυθίσειςθα βυθίσετεθα βυθιστείςθα βυθιστείτε
θα βυθίσειθα βυθίσουν(ε)θα βυθιστείθα βυθιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βυθίσει
θα έχω βυθισμένο
θα έχουμε βυθίσει
θα έχουμε βυθισμένο
θα έχω βυθιστεί
θα είμαι βυθισμένος, -η
θα έχουμε βυθιστεί
θα είμαστε βυθισμένοι, -ες
θα έχεις βυθίσει
θα έχεις βυθισμένο
θα έχετε βυθίσει
θα έχετε βυθισμένο
θα έχεις βυθιστεί
θα είσαι βυθισμένος, -η
θα έχετε βυθιστεί
θα είστε βυθισμένοι, -ες
θα έχει βυθίσει
θα έχει βυθισμένο
θα έχουν βυθίσει
θα έχουν βυθισμένο
θα έχει βυθιστεί
θα είναι βυθισμένος, -η, -ο
θα έχουν βυθιστεί
θα είναι βυθισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βυθίζωνα βυθίζουμε, να βυθίζομενα βυθίζομαινα βυθιζόμαστε
να βυθίζειςνα βυθίζετενα βυθίζεσαινα βυθίζεστε, να βυθιζόσαστε
να βυθίζεινα βυθίζουν(ε)να βυθίζεταινα βυθίζονται
Aoristνα βυθίσωνα βυθίσουμε, να βυθίσομενα βυθιστώνα βυθιστούμε
να βυθίσειςνα βυθίσετενα βυθιστείςνα βυθιστείτε
να βυθίσεινα βυθίσουν(ε)να βυθιστείνα βυθιστούν(ε)
Perfνα έχω βυθίσει
να έχω βυθισμένο
να έχουμε βυθίσει
να έχουμε βυθισμένο
να έχω βυθιστεί
να είμαι βυθισμένος, -η
να έχουμε βυθιστεί
να είμαστε βυθισμένοι, -ες
να έχεις βυθίσει
να έχεις βυθισμένο
να έχετε βυθίσει
να έχετε βυθισμένο
να έχεις βυθιστεί
να είσαι βυθισμένος, -η
να έχετε βυθιστεί
να είστε βυθισμένοι, -ες
να έχει βυθίσει
να έχει βυθισμένο
να έχουν βυθίσει
να έχουν βυθισμένο
να έχει βυθιστεί
να είναι βυθισμένος, -η, -ο
να έχουν βυθιστεί
να είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβύθιζεβυθίζετεβυθίζεστε
Aoristβύθισεβυθίστεβυθίσουβυθιστείτε
Part
izip
Presβυθίζονταςβυθιζόμενος
Perfέχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένοβυθισμένος, -η, -οβυθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβυθίσειβυθιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback