φωνάζω Verb (1) |
κηρύσσω Verb (0) |
ανακοινώνω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Um die Sache für mich angenehmer zu machen, werde ich Sie nicht beim Namen nennen, sondern das physische Merkmal ausrufen, das mir als Erstes einfällt. | Έτσι, για να γίνει μια πιο ευχάριστη εμπειρία για μένα, δεν θα σας φωνάζω με τα ονόματά σας. Αντιθέτως, θα αναφέρομαι σ' εσάς, ανάλογα με το ποιο σωματικό χαρακτηριστικό σας μου φαίνεται ότι ξεχωρίζει. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verlautbaren lassen |
(öffentlich) bekannt geben |
vermelden |
proklamieren |
kundgeben |
bekannt machen |
ausrufen |
mitteilen (lassen) |
öffentlich bekannt machen |
publikmachen |
zu Kund und Wissen tun |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | rufe aus | ||
du | rufst aus | |||
er, sie, es | ruft aus | |||
Präteritum | ich | rief aus | ||
Konjunktiv II | ich | riefe aus | ||
Imperativ | Singular | ruf aus! rufe aus! | ||
Plural | ruft aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgerufen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausrufen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φωνάζω | φωνάζουμε, φωνάζομε |
φωνάζεις | φωνάζετε | ||
φωνάζει | φωνάζουν(ε) | ||
Imper fekt | φώναζα | φωνάζαμε | |
φώναζες | φωνάζατε | ||
φώναζε | φώναζαν, φωνάζαν(ε) | ||
Aorist | φώναξα | φωνάξαμε | |
φώναξες | φωνάξατε | ||
φώναξε | φώναξαν, φωνάξαν(ε) | ||
Per fekt | έχω φωνάξει | έχουμε φωνάξει | |
έχεις φωνάξει | έχετε φωνάξει | ||
έχει φωνάξει | έχουν φωνάξει | ||
Plu per fekt | είχα φωνάξει | είχαμε φωνάξει | |
είχες φωνάξει | είχατε φωνάξει | ||
είχε φωνάξει | είχαν φωνάξει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα φωνάζω | θα φωνάζουμε, θα φωνάζομε | |
θα φωνάζεις | θα φωνάζετε | ||
θα φωνάζει | θα φωνάζουν(ε) | ||
Fut ur | θα φωνάξω | θα φωνάξουμε, | |
θα φωνάξεις | θα φωνάξετε | ||
θα φωνάξει | θα φωνάξουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω φωνάξει | θα έχουμε φωνάξει | |
θα έχεις φωνάξει | θα έχετε φωνάξει | ||
θα έχει φωνάξει | θα έχουν φωνάξει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φωνάζω | να φωνάζουμε, |
να φωνάζεις | να φωνάζετε | ||
να φωνάζει | να φωνάζουν(ε) | ||
Aorist | να φωνάξω | να φωνάξουμε, | |
να φωνάξεις | να φωνάξετε | ||
να φωνάξει | να φωνάξουν(ε) | ||
Perf | να έχω φωνάξει | να έχουμε φωνάξει | |
να έχεις φωνάξει | να έχετε φωνάξει | ||
να έχει φωνάξει | να έχουν φωνάξει | ||
Imper ativ | Pres | φώναζε | φωνάζετε |
Aorist | φώναξε | φωνάξτε, φωνάχτε | |
Part izip | Pres | φωνάζοντας | |
Perf | έχοντας φωνάξει | ||
Infin | Aorist | φωνάξει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κηρύσσω | κηρύσσουμε, κηρύσσομε | κηρύσσομαι | κηρυσσόμαστε |
κηρύσσεις | κηρύσσετε | κηρύσσεσαι | κηρύσσεστε, κηρυσσόσαστε | ||
κηρύσσει | κηρύσσουν(ε) | κηρύσσεται | κηρύσσονται | ||
Imper fekt | κήρυσσα | κηρύσσαμε | κηρυσσόμουν(α) | κηρυσσόμαστε, κηρυσσόμασταν | |
κήρυσσες | κηρύσσατε | κηρυσσόσουν(α) | κηρυσσόσαστε, κηρυσσόσασταν | ||
κήρυσσε | κήρυσσαν, κηρύσσαν(ε) | κηρυσσόταν(ε) | κηρύσσονταν, κηρυσσόντανε, κηρυσσόντουσαν | ||
Aorist | κήρυξα | κηρύξαμε | κηρύχθηκα, κηρύχτηκα | κηρυχθήκαμε, κηρυχτήκαμε | |
κήρυξες | κηρύξατε | κηρύχθηκες, κηρύχτηκες | κηρυχθήκατε, κηρυχτήκατε | ||
κήρυξε | κήρυξαν, κηρύξαν(ε) | κηρύχθηκε, κηρύχτηκε | κηρύχθηκαν, κηρυχθήκαν(ε) κηρύχτηκαν, κηρυχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κηρύσσω | θα κηρύσσουμε, | θα κηρύσσομαι | θα κηρυσσόμαστε | |
θα κηρύσσεις | θα κηρύσσετε | θα κηρύσσεσαι | θα κηρύσσεστε, | ||
θα κηρύσσει | θα κηρύσσουν(ε) | θα κηρύσσεται | θα κηρύσσονται | ||
Fut ur | θα κηρύξω | θα κηρύξουμε, | θα κηρυχθώ, θα κηρυχτώ | θα κηρυχθούμε, θα κηρυχτούμε | |
θα κηρύξεις | θα κηρύξετε | θα κηρυχθείς, θα κηρυχτείς | θα κηρυχθείτε, θα κηρυχτείτε | ||
θα κηρύξει | θα κηρύξουν(ε) | θα κηρυχθεί, θα κηρυχτεί | θα κηρυχθούν(ε), θα κηρυχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κηρύσσω | να κηρύσσουμε, | να κηρύσσομαι | να κηρυσσόμαστε |
να κηρύσσεις | να κηρύσσετε | να κηρύσσεσαι | να κηρύσσεστε, | ||
να κηρύσσει | να κηρύσσουν(ε) | να κηρύσσεται | να κηρύσσονται | ||
Aorist | να κηρύξω | να κηρύξουμε, | να κηρυχθώ, να κηρυχτώ | να κηρυχθούμε, να κηρυχτούμε | |
να κηρύξεις | να κηρύξετε | να κηρυχθείς, να κηρυχτείς | να κηρυχθείτε, να κηρυχτείτε | ||
να κηρύξει | να κηρύξουν(ε) | να κηρυχθεί, να κηρυχτεί | να κηρυχθούν(ε), να κηρυχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κήρυσσε | κηρύσσετε | κηρύσσεστε | |
Aorist | κήρυξε | κηρύξτε, κηρύξετε | κηρύξου | κηρυχθείτε, κηρυχτείτε | |
Part izip | Pres | κηρύσσοντας | κηρυσσόμενος | ||
Perf | έχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένο | κηρυγμένος, -η, -ο | κηρυγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κηρύξει | κηρυχθεί, κηρυχτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανακοινώνω | ανακοινώνουμε, ανακοινώνομε | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμαστε |
ανακοινώνεις | ανακοινώνετε | ανακοινώνεσαι | ανακοινώνεστε, ανακοινωνόσαστε | ||
ανακοινώνει | ανακοινώνουν(ε) | ανακοινώνεται | ανακοινώνονται | ||
Imper fekt | ανακοίνωνα | ανακοινώναμε | ανακοινωνόμουν(α) | ανακοινωνόμαστε, ανακοινωνόμασταν | |
ανακοίνωνες | ανακοινώνατε | ανακοινωνόσουν(α) | ανακοινωνόσαστε, ανακοινωνόσασταν | ||
ανακοίνωνε | ανακοίνωναν, ανακοινώναν(ε) | ανακοινωνόταν(ε) | ανακοινώνονταν, ανακοινωνόντανε, ανακοινωνόντουσαν | ||
Aorist | ανακοίνωσα | ανακοινώσαμε | ανακοινώθηκα | ανακοινωθήκαμε | |
ανακοίνωσες | ανακοινώσατε | ανακοινώθηκες | ανακοινωθήκατε | ||
ανακοίνωσε | ανακοίνωσαν, ανακοινώσαν(ε) | ανακοινώθηκε | ανακοινώθηκαν, ανακοινωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ανακοινώσει έχω ανακοινωμένο | έχουμε ανακοινώσει έχουμε ανακοινωμένο | έχω ανακοινωθεί είμαι ανακοινωμένος, -η | έχουμε ανακοινωθεί είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
έχεις ανακοινώσει έχεις ανακοινωμένο | έχετε ανακοινώσει έχετε ανακοινωμένο | έχεις ανακοινωθεί είσαι ανακοινωμένος, -η | έχετε ανακοινωθεί είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
έχει ανακοινώσει έχει ανακοινωμένο | έχουν ανακοινώσει έχουν ανακοινωμένο | έχει ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | έχουν ανακοινωθεί είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ανακοινώσει είχα ανακοινωμένο | είχαμε ανακοινώσει είχαμε ανακοινωμένο | είχα ανακοινωθεί ήμουν ανακοινωμένος, -η | είχαμε ανακοινωθεί ήμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
είχες ανακοινώσει είχες ανακοινωμένο | είχατε ανακοινώσει είχατε ανακοινωμένο | είχες ανακοινωθεί ήσουν ανακοινωμένος, -η | είχατε ανακοινωθεί ήσαστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
είχε ανακοινώσει είχε ανακοινωμένο | είχαν ανακοινώσει είχαν ανακοινωμένο | είχε ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένος, -η, -ο | είχαν ανακοινωθεί ήταν ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανακοινώνω | θα ανακοινώνουμε, θα ανακοινώνομε | θα ανακοινώνομαι | θα ανακοινωνόμαστε | |
θα ανακοινώνεις | θα ανακοινώνετε | θα ανακοινώνεσαι | θα ανακοινώνεστε, θα ανακοινωνόσαστε | ||
θα ανακοινώνει | θα ανακοινώνουν(ε) | θα ανακοινώνεται | θα ανακοινώνονται | ||
Fut ur | θα ανακοινώσω | θα ανακοινώσουμε, θα ανακοινώσομε | θα ανακοινωθώ | θα ανακοινωθούμε | |
θα ανακοινώσεις | θα ανακοινώσετε | θα ανακοινωθείς | θα ανακοινωθείτε | ||
θα ανακοινώσει | θα ανακοινώσουν | θα ανακοινωθεί | θα ανακοινωθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανακοινώσει θα έχω ανακοινωμένο | θα έχουμε ανακοινώσει θα έχουμε ανακοινωμένο | θα έχω ανακοινωθεί θα είμαι ανακοινωμένος, -η | θα έχουμε ανακοινωθεί θα είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
θα έχεις ανακοινώσει θα έχεις ανακοινωμένο | θα έχετε ανακοινώσει θα έχετε ανακοινωμένο | θα έχεις ανακοινωθεί θα είσαι ανακοινωμένος, -η | θα έχετε ανακοινωθεί θα είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
θα έχει ανακοινώσει θα έχει ανακοινωμένο | θα έχουν ανακοινώσει θα έχουν ανακοινωμένο | θα έχει ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | θα έχουν ανακοινωθεί θα είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανακοινώνω | να ανακοινώνουμε, να ανακοινώνομε | να ανακοινώνομαι | να ανακοινωνόμαστε |
να ανακοινώνεις | να ανακοινώνετε | να ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεστε, να ανακοινωνόσαστε | ||
να ανακοινώνει | να ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνεται | να ανακοινώνονται | ||
Aorist | να ανακοινώσω | να ανακοινώσουμε, να ανακοινώσομε | να ανακοινωθώ | να ανακοινωθούμε | |
να ανακοινώσεις | να ανακοινώσετε | να ανακοινωθείς | να ανακοινωθείτε | ||
να ανακοινώσει | να ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινωθεί | να ανακοινωθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακοινώσει να έχω ανακοινωμένο | να έχουμε ανακοινώσει να έχουμε ανακοινωμένο | να έχω ανακοινωθεί να είμαι ανακοινωμένος, -η | να έχουμε ανακοινωθεί να είμαστε ανακοινωμένοι, -ες | |
να έχεις ανακοινώσει να έχεις ανακοινωμένο | να έχετε ανακοινώσει να έχετε ανακοινωμένο | να έχεις ανακοινωθεί να είσαι ανακοινωμένος, -η | να έχετε ανακοινωθεί να είστε ανακοινωμένοι, -ες | ||
να έχει ανακοινώσει να έχει ανακοινωμένο | να έχουν ανακοινώσει να έχουν ανακοινωμένο | να έχει ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένος, -η, -ο | να έχουν ανακοινωθεί να είναι ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ανακοίνωνε | ανακοινώνετε | ανακοινώνεστε | |
Aorist | ανακοίνωσε | ανακοινώσετε, ανακοινώστε | ανακοινώσου | ανακοινωθείτε | |
Part izip | Pres | ανακοινώνοντας | |||
Perf | έχοντας ανακοινώσει, έχοντας ανακοινωμένο | ανακοινωμένος, -η, -ο | ανακοινωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακοινώσει | ανακοινωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.