εκμεταλλεύομαι Verb (1) |
επωφελούμαι Verb (0) |
μεταχειρίζομαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich hätte das Gefühl, dass ich dich ausnützen würde. | Θα ένιωθα πως σε εκμεταλλεύομαι. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εκμεταλλεύομαι | εκμεταλλευόμαστε |
εκμεταλλεύεσαι | εκμεταλλεύεστε, εκμεταλλευόσαστε | ||
εκμεταλλεύεται | εκμεταλλεύονται | ||
Imper fekt | εκμεταλλευόμουν(α) | εκμεταλλευόμαστε | |
εκμεταλλευόσουν(α) | εκμεταλλευόσαστε | ||
εκμεταλλευόταν(ε) | εκμεταλλεύονταν | ||
Aorist | εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύθηκα | εκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευθήκαμε | |
εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύθηκες | εκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλευθήκατε | ||
εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλεύθηκε | εκμεταλλεύτηκαν, εκμεταλλευθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Plu per fekt | είχα εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχαμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
είχες εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχατε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
είχε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | είχαν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εκμεταλλεύομαι | θα εκμεταλλευόμαστε | |
θα εκμεταλλεύεσαι | θα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλευόσαστε | ||
θα εκμεταλλεύεται | θα εκμεταλλεύονται | ||
Fut ur | θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευθώ | θα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευθούμε | |
θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευθείς | θα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευθείτε | ||
θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευθεί | θα εκμεταλλευτούν(ε), θα εκμεταλλευθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
θα έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
θα έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | θα έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εκμεταλλεύομαι | να εκμεταλλευόμαστε |
να εκμεταλλεύεσαι | να εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλευόσαστε | ||
να εκμεταλλεύεται | να εκμεταλλεύονται | ||
Aorist | να εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευθώ | να εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευθούμε | |
να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευθείς | να εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευθείτε | ||
να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευθεί | να εκμεταλλευτούν(ε), να εκμεταλλευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχουμε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | |
να έχεις εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχετε εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
να έχει εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | να έχουν εκμεταλλευτεί/εκμεταλλευθεί | ||
Imper ativ | Pres | εκμεταλλεύεστε | |
Aorist | εκμεταλλεύσου, εκμεταλλέψου | εκμεταλλευτείτε, εκμεταλλευθείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.